Γιάννης Μακριδάκης
Από τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορική φάση της κοινής πορείας μας, από το 2010 δηλαδή και μετά, προσωπικά αποτραβήχτηκα από την κοινωνία και το σύστημα και εγκαταστάθηκα κοντά στη γη και το οικοσύστημα. Αυτή η καθημερινή μου λοιπόν επαφή και ενασχόληση με τη γη, τους φυσικούς πόρους και τα άλλα πλάσματα επηρέασε όπως ήταν φυσικό τη ζωή μου, τη σκέψη μου, τη φιλοσοφία μου και πέρασε στη γραφή μου και στο έργο μου, το λογοτεχνικό και το επί της γης.
Στο λογοτεχνικό τα βήματα αυτής της πορείας, αν διαβάσει κανείς τα βιβλία μου αυτής της εποχής, είναι πολύ ευδιάκριτα. Μια πρώτη πρατήρηση είναι ότι δεν γράφω πια μυθιστόρημα αλλά κατασταλάζω στις νουβέλες και αυτό έχει να κάνει προφανώς με μιαν ανάγκη συχνότερης επικοινωνίας με τους αναγνώστες, πιθανότατα λόγω του πολύ πυκνού ιστορικού χρόνου που διανύουμε κατ’ αυτή την περίοδο των συνεχών αλλαγών στη ζωή μας.
Έτσι γράφω το Λαγού μαλλί, που αν και πρώτο στη σειρά, αν και γραμμένο τον Μάιο του ’10, όταν ακόμη δεν είχαμε αντιληφθεί τίποτε από τα όσα θα ακολουθούσαν, θέτει εμπρός μας επιτακτικά, με την ιστορία του καπτά Σίμου του Σφαντού, το απόλυτο διακύβευμα της ιστορικής αυτής περιόδου μας, που δεν είναι άλλο από την αξιοπρέπειά μας ως πρόσωπα, ως πολίτες και ως χώρα.
Μετά έρχεται το Ζουμί του Πετεινού, με ήρωα τον απλοϊκό ταβερνιάρη και αγρότη Παναγή που ζει καταγής, ως μια απλή πρόταση ζωής και μετάβασης από την κρίση στη φύση.
Κατόπιν έρχεται “Του Θεού το μάτι”, με τον Θόδωρο τον Πεπόνα, τον μια ζωή κομματικοδίαιτο πελάτη της πολιτικής που μιλάει στο σκιάχτρο του, στον καθρέφτη του δηλαδή, που κάνει την ανασκόπιση της ζωής και την αυτοκριτική του ίσως, μια ιστορία για το πώς φτάσαμε κοινωνικά και πολιτικά ως εδώ, που δίνει όμως παράλληλα το στίγμα της νέας πορείας προς την παραγωγή, τη γη και την αλλαγή τρόπου ζωής και νοοτροπίας.