Δεν θα σας σκοτίσω με λεπτομέρειες. Το ρεζουμέ θα σας πω. Την Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016 ήμουν ευτυχισμένος. Σχόλασα από τη δουλειά το απόγευμα και πήρα αγκαλιά την Κατερίνα, πήγαμε για τον προγραμματισμένο υπέρηχο. Είδαμε το αντράκι μας ορεξάτο να έρχεται σούμπιτο για ζωή, άντε ρε Τρυφωνάκο, αναφώνησα με ενθουσιασμό, εσύ θα τον φτιάξεις τον κόσμο. Μέσα μου όμως είχα ανησυχία βαθιά και άγχος, σκεφτόμουν συνεχώς αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις νέες ανάγκες με έναν μισθό, ήταν και η Κατερίνα άνεργη τρία χρόνια, ένιωθα κάποιες στιγμές και τύψεις που έσπειρα ένα πλάσμα να έρθει να δώσει τη μάχη του κι αυτό σε τούτον τον μάταιο και άδικο κόσμο αυτή τη δύσκολη εποχή. Δεν είπα εκείνη τη στιγμή, ούτε έλεγα όμως γενικώς, τίποτα απ’ όλα αυτά, ούτε καν άφηνα να φανεί ποτέ η παραμικρή μου δυσθυμία, για να μην επηρεαστεί η Κατερίνα ψυχολογικά και υποτροπιάσει. Είχε που είχε περάσει πολύ δύσκολη εγκυμοσύνη, με φάρμακα πολλά, με ορμόνες και κατάκλιση επί μήνες και εκείνες τις μέρες ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση και χαρά που έφτανε πλέον στο τέλος του μαρτυρίου της και στην απελευθέρωση. Γι’ αυτό λέγανε καλή λευτεριά οι παλιοί, κάτι ξέρανε, το καταλάβαμε εμείς πολύ καλά αυτό, από πρώτο χέρι. Μας έδωσε λοιπόν εκείνο το απόγευμα ο γιατρός ημερομηνία την επόμενη εβδομάδα, Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου στις 9 το πρωί είπε, να κάνουμε την καισαρική να το πάρουμε το μωρό, έτσι είπε ακριβώς. Φύγαμε ευχαριστημένοι και πήραμε ένα ταξί για το σπίτι.
Σήμερα σπάσανε τα νερά και έτρεχα από το πρωί να φτιάξω τις σωλήνες, ξυλιάσανε τα χέρια μου, καταραμένος παγετός, βγήκα πολύ αργά για δουλειά, σεφτέ μου κάνετε εσείς, με την κοιλιά στο στόμα η κοπέλα, γκαστρωμένη θα είναι η βάρδια μου, όλα αυτά μας αράδιασε μονοκοπανιάς ο ταξιτζής χαχανίζοντας, πότε γεννάτε, μας ρώτησε κατόπιν. Την Τετάρτη το πρωί απάντησε αυθόρμητα το Κατερινιώ και της έσφιξα ενστικτωδώς το χέρι στο άκουσμα των λόγων της. Άντε, με το καλό, είπε ο ταρίφας, υδροχόος θα είναι ο άντρακλας, άντρακλας δεν είναι, ρώτησε, ναι είπε η Κατερίνα με συστολή, φαίνεται ότι είναι άντρακλας, ξαναείπε ο ταξιτζής, η κοιλιά τον προδίνει, γέλασε πιο τρανταχτά αυτή τη φορά και μας κοίταξε από τον καθρέφτη με ύφος μετεωρολόγου που μόλις επιβεβαιώθηκε. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι δεν πάει καθόλου καλά τελικά η ανθρωπότητα. Τα παιδιά γεννιούνται πλέον με ραντεβού, οι γιατροί καθορίζουν τα ζώδια και τους ωροσκόπους, όλες οι επόμενες γενιές θα είναι γεννημένες σε ώρες εργασίας, Δευτέρα με Παρασκευή και ώρα εννέα με πέντε, πάει η ανθρωπότητα, ισοπεδώνεται μοναχή της, αυτή η σκέψη μου πέρασε αλλά δεν της έδωσα και μεγάλη βάση διότι ούτως ή άλλως δεν πιστεύω καθόλου στα ζώδια, δεν παύει όμως να είναι μια παράμετρος υπαρκτή και αυτή μέσα στο χάος του σύμπαντος.
Φτάσαμε με τα πολλά στο σπίτι και περάσαμε πολύ τρυφερά και αγαπημένα το τελείωμα της ευτυχισμένης εκείνης ημέρας μας. Έφαγα εγώ πίτσα, η Κατερίνα μπρόκολο βραστό με λαδάκι από το χωριό και είδαμε αγκαλιά στον καναπέ τις ειδήσεις περί του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου που έφερε προς ψήφιση η κυβέρνηση, αν και δεν μας αφορούσε και πολύ διότι η Κατερίνα ήταν βέβαιη ότι δεν θα ξανάνοιγε ποτέ το μπλοκάκι της για να εργαστεί ως πολιτικός μηχανικός και εγώ με μισθό έξι ογδόντα τον μήνα και θέση επισφαλή στην εταιρία, δεν ήξερα τι θα απογίνω αύριο, πόσω μάλλον μετά από τριάντα χρόνια και βάλε. Θα μου πεις υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις το παιδί τι το θέλατε ρε παιδιά; Έλα ντε, θα σου απαντήσω, δίκιο έχεις απόλυτο αλλά η φύση προστάζει και το ένστικτο της αναπαραγωγής και της διαιώνισης του είδους είναι αρχέγονο και ακατανίκητο στους πιο πολλούς ανθρώπους. Τέλος πάντων, με επηρέασε όμως κάπως το ασφαλιστικό και τα όσα είδα και άκουσα στην τηλεόραση, κι έτσι κοιμήθηκα με κάτι σκέψεις αλλόκοτες, ότι κανέναν δεν πρέπει να αφορά το ζήτημα της σύνταξης διότι κανείς δεν πρόκειται να την παίρνει πια, αφού οι πιο πολλοί θα απολύονται μεσήλικες, για να προσληφθούν νεώτεροι με πιο μικρό μισθό και οι υπόλοιποι θα πεθαίνουν πριν τα εξήντα τους από το άγχος και τη φτώχεια και τις συνθήκες της ζωής, άρα δεν υπάρχει λόγος να χολοσκάμε από τώρα για ένα ζήτημα που δεν θα ζούμε για να το δούμε να τίθεται και να μας αφορά, κάτι τέτοια σκεφτόμουνα όταν με πήρε ο ύπνος.
Το άλλο πρωί, Τετάρτη 27 Ιανουαρίου ήταν, μια ακριβώς εβδομάδα πριν το καθορισμένο ραντεβού του γιου μου με τη ζωή, ξύπνησα αμφίθυμος και πήγα στο γραφείο. Κατά το μεσημέρι με φώναξε μέσα η προϊσταμένη, με πήρε και πήγαμε μαζί στον γενικό και μου ανακοίνωσαν την απόλυση. Μου είπανε το ποίημα το γνωστό, ότι η εταιρία δεν έχει τόσα κέρδη πια και δεν μπορεί να συντηρεί τόσους υπαλλήλους και μπούρου μπούρου μπούρου μπούρου, σταμάτησα από ένα σημείο και μετά να ακούω οτιδήποτε, βουίζανε μόνο τα αυτιά μου και προσπαθούσα να συγκρατήσω την οργή μου και τα δάκρυά μου να μην τρέξουνε και να μην τους αρχίσω στα μπουνίδια και τους δυο εκεί μέσα και έχω κι άλλα τράβαλα με δαύτους και με δικαστήρια ύστερα, δεν έβγαλα ούτε άχνα τελικά, μόνο έσφιξα τις γροθιές μου, σκεφτόμουνα ότι έμεινα άνεργος κι εγώ στα σαράντα μου χρόνια ή στα σαράντα ένα, δεν ήξερα πόσο ήμουνα εκείνη τη στιγμή, ούτε μπορούσα να κάνω την αφαίρεση, Νοέμβριος του 1975 με Ιανουάριο του 2016 πόσο κάνουν, δε μπορούσα τίποτα να σκεφτώ, είδα ξανά μέσα στα μάτια μου τη σκηνή που είχα παρακολουθήσει προ ημερών ζωντανά στο γραφείο, όταν απολύθηκε ο Φάνης, σαρανταπέντε αυτός, και ήρθε την επόμενη μέρα κι έκατσε στο γραφείο του ένα νεαρό παιδί καταχαρούμενο που προσελήφθη με τρία ογδόντα στο χέρι και τα υπόλοιπα σε κουπόνια σούπερ μάρκετ για συμπλήρωμα μηνιαίως, σκεφτόμουνα ότι άλλο ένα τέτοιο νέο παιδί θα έχει ήδη προσληφθεί για τη δική μου θέση και θα κάτσει από αύριο κιόλας στο δικό μου γραφείο, πήγα στο λογιστήριο σιωπηλός και πληρώθηκα μια υποτυπώδη αποζημίωση, πήρα τα πόδια μου κι έφυγα, σαν να πήγαινα έξω για κουλούρι και καφέ, δεν αποχαιρέτισα κανέναν εκεί μέσα, ούτε και πήρα τίποτε μαζί μου εκτός από το παλτό μου, βγήκα και περπατούσα στον ψυχρό αέρα, έπρεπε να κάνω βόλτες μέχρι να πάει η ώρα έξι το απόγευμα για να γυρίσω σπίτι, δεν έπρεπε να πω στην Κατερίνα τίποτα, ούτε να μου ξεφύγει το παραμικρό, τουλάχιστον για μια βδομάδα ακριβώς μέχρι να γεννηθεί με το καλό ο Τρύφωνας.
Πήγα και έκατσα σε ένα παγκάκι στο Πεδίον του Άρεως, αγόρασα καμιά δεκαριά κουλούρια, τα έκοβα νευρικά και άνευρα σε μικρά κομμάτια και τάιζα τα περιστέρια που μαζευτήκανε γύρω μου. Σκεφτόμουν ότι αυτή ακριβώς είναι η μοίρα μας τελικά, έτσι το φτιάξαμε το σύστημά μας και την πληρώνουμε τώρα πάλι εμείς, όποιος μεγαλώνει δεν θα συμφέρει και θα απολύεται για να προσλαμβάνονται άλλοι, νεώτεροι, οι νέες γενιές έρχονται πίσω μας σαν μηχανήματα πελώρια με ερπύστριες, μας τσαλαπατούν απάνθρωπα, μας ισοπεδώνουν και παίρνουν τη θέση μας, όχι για πολύ βέβαια και αυτοί αλλά για μερικά χρόνια, ίσως πιο λίγα απ’ όσα εμείς, διότι από πίσω τους έρχονται άλλοι κι άλλοι κι άλλοι ακόμη πιο νέοι, ακόμη πιο ορμητικοί, ακόμη πιο κυνικοί, ακόμη πιο συμβιβασμένοι, ακόμη πιο διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τις στιγμές της ζωής τους με κουπόνια είτε μισθού είτε σούπερ μάρκετ. Και έφτασα τότε, εκεί στο Πεδίον του Άρεως στο σημείο να σκεφτώ και να κατανοήσω ότι ο μόνος τρόπος να αντισταθούμε στο σύστημά μας το ανάλγητο και απάνθρωπο, ο μόνος τρόπος να σώσουμε τις δουλειές μας και τα τομάρια μας είναι να σταματήσουμε να γεννάμε νέες γενιές από πίσω μας, με άλλα λόγια να μην τεκνοποιούμε πια, να μη γεννιούνται αυτοί που θα ’ρθουν αύριο μεθαύριο να μας πετάξουν μια κλωτσιά για να μας πάρουν τη δουλειά και τον μισθό, άρχισα μάλλον να παραφρονώ εκεί στο Πεδίον του Άρεως, έτσι σκέφτηκα σε μια στιγμή, εγώ που ήμουν χθες ευτυχισμένος όταν είδα το πουλί του γιου μου στον υπέρηχο, χτύπησε τότε το τηλέφωνο και ήταν η πεθερά μου, σπάσανε τα νερά, μου λέει κι αυτή, πάρε άδεια να σχολάσεις πιο νωρίς και έλα στο μαιευτήριο, έπεσα σαν τσουβάλι αδειανό απάνω στο παγκάκι και έκλαψα για ώρα πολύ, ήρθαν τα περιστέρια πάνω μου και έτρωγαν σουσάμια και ψίχουλα από τα χέρια, από το σβέρκο και μέσα απ’ τους γιακάδες μου, έπιναν μάλλον και νερό από τα δάκρυά μου.
Όταν συνήλθα κάπως, περπάτησα με δυσκολία μέχρι το παρτέρι και πλύθηκα σε μια βρύση που είχε εκεί, σουλουπώθηκα όσο μπορούσα, καθάρισα τη μύτη μου και τον λαιμό μου από τις μύξες και τα φλέματα, ίσωσα τα ρούχα μου και βγήκα κατόπιν έξω στη λεωφόρο, σταμάτησα ένα ταξί και πήγα στο μαιευτήριο. Όταν έφτασα, μπήκα φουριόζος στο κτίριο και βρήκα την πεθερά μου στην υποδοχή να κλαίει μαύρο δάκρυ. Στην αρχή νόμισα από χαρά και από συγκίνηση αλλά όχι. Έφτασα δίπλα της και μου είπε τα μαντάτα, η Κατερίνα ευτυχώς ήταν καλά αλλά ο Τρύφωνας γεννήθηκε νεκρός, τον είχαν ήδη στείλει για νεκροψία οι γιατροί, τους καταριότανε αυτή για τα τόσα φάρμακα και τις ορμόνες που είχαν ποτίσει το παιδί της και το εγγόνι της όλους αυτούς τους μήνες, εγώ έχασα για άλλη μια φορά τη γη κάτω από τα πόδια μου και ένιωσα ότι σκότωσα με τις σκέψεις μου το παιδί μου, σαλτάρισα τρία-τρία τα σκαλιά και έφτασα στο δωμάτιο, μόλις είχαν φέρει την Κατερίνα που ξύπνησε από τη νάρκωση και άρχισε να συνειδητοποιεί τι ακριβώς είχε συμβεί.
Την άλλη μέρα πήγαμε ράκη κινούμενα από το μαιευτήριο στο νεκροταφείο και θάψαμε το βρέφος μας, τη νέα γενιά που ερχόταν απειλητική, αλλά πέθανε εξαιτίας μας, από τις σκέψεις και τις πράξεις μας εξολοθρεύτηκε πριν καν νιώσει και νιώσουμε κι εμείς την ανάσα της. Δεν θέλω να σας πω τίποτα παραπάνω. Εκτός από το ότι εγώ κι εσείς και ο καθένας από μας δεν είναι ο εαυτός του μόνο, αλλά όλη η ανθρωπότητα και για τον λόγο αυτό καμία νεκροψία και καμιά σύγχρονη κι εξελιγμένη μέθοδος δεν μπορεί να δείξει την αιτία του κακού που μας κατατρέχει, διότι είναι πολύ πιο βαθύ και πιο απλό από αυτό που φαίνεται.
Γιάννης Μακριδάκης
Σήμερα σπάσανε τα νερά και έτρεχα από το πρωί να φτιάξω τις σωλήνες, ξυλιάσανε τα χέρια μου, καταραμένος παγετός, βγήκα πολύ αργά για δουλειά, σεφτέ μου κάνετε εσείς, με την κοιλιά στο στόμα η κοπέλα, γκαστρωμένη θα είναι η βάρδια μου, όλα αυτά μας αράδιασε μονοκοπανιάς ο ταξιτζής χαχανίζοντας, πότε γεννάτε, μας ρώτησε κατόπιν. Την Τετάρτη το πρωί απάντησε αυθόρμητα το Κατερινιώ και της έσφιξα ενστικτωδώς το χέρι στο άκουσμα των λόγων της. Άντε, με το καλό, είπε ο ταρίφας, υδροχόος θα είναι ο άντρακλας, άντρακλας δεν είναι, ρώτησε, ναι είπε η Κατερίνα με συστολή, φαίνεται ότι είναι άντρακλας, ξαναείπε ο ταξιτζής, η κοιλιά τον προδίνει, γέλασε πιο τρανταχτά αυτή τη φορά και μας κοίταξε από τον καθρέφτη με ύφος μετεωρολόγου που μόλις επιβεβαιώθηκε. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι δεν πάει καθόλου καλά τελικά η ανθρωπότητα. Τα παιδιά γεννιούνται πλέον με ραντεβού, οι γιατροί καθορίζουν τα ζώδια και τους ωροσκόπους, όλες οι επόμενες γενιές θα είναι γεννημένες σε ώρες εργασίας, Δευτέρα με Παρασκευή και ώρα εννέα με πέντε, πάει η ανθρωπότητα, ισοπεδώνεται μοναχή της, αυτή η σκέψη μου πέρασε αλλά δεν της έδωσα και μεγάλη βάση διότι ούτως ή άλλως δεν πιστεύω καθόλου στα ζώδια, δεν παύει όμως να είναι μια παράμετρος υπαρκτή και αυτή μέσα στο χάος του σύμπαντος.
Φτάσαμε με τα πολλά στο σπίτι και περάσαμε πολύ τρυφερά και αγαπημένα το τελείωμα της ευτυχισμένης εκείνης ημέρας μας. Έφαγα εγώ πίτσα, η Κατερίνα μπρόκολο βραστό με λαδάκι από το χωριό και είδαμε αγκαλιά στον καναπέ τις ειδήσεις περί του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου που έφερε προς ψήφιση η κυβέρνηση, αν και δεν μας αφορούσε και πολύ διότι η Κατερίνα ήταν βέβαιη ότι δεν θα ξανάνοιγε ποτέ το μπλοκάκι της για να εργαστεί ως πολιτικός μηχανικός και εγώ με μισθό έξι ογδόντα τον μήνα και θέση επισφαλή στην εταιρία, δεν ήξερα τι θα απογίνω αύριο, πόσω μάλλον μετά από τριάντα χρόνια και βάλε. Θα μου πεις υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις το παιδί τι το θέλατε ρε παιδιά; Έλα ντε, θα σου απαντήσω, δίκιο έχεις απόλυτο αλλά η φύση προστάζει και το ένστικτο της αναπαραγωγής και της διαιώνισης του είδους είναι αρχέγονο και ακατανίκητο στους πιο πολλούς ανθρώπους. Τέλος πάντων, με επηρέασε όμως κάπως το ασφαλιστικό και τα όσα είδα και άκουσα στην τηλεόραση, κι έτσι κοιμήθηκα με κάτι σκέψεις αλλόκοτες, ότι κανέναν δεν πρέπει να αφορά το ζήτημα της σύνταξης διότι κανείς δεν πρόκειται να την παίρνει πια, αφού οι πιο πολλοί θα απολύονται μεσήλικες, για να προσληφθούν νεώτεροι με πιο μικρό μισθό και οι υπόλοιποι θα πεθαίνουν πριν τα εξήντα τους από το άγχος και τη φτώχεια και τις συνθήκες της ζωής, άρα δεν υπάρχει λόγος να χολοσκάμε από τώρα για ένα ζήτημα που δεν θα ζούμε για να το δούμε να τίθεται και να μας αφορά, κάτι τέτοια σκεφτόμουνα όταν με πήρε ο ύπνος.
Το άλλο πρωί, Τετάρτη 27 Ιανουαρίου ήταν, μια ακριβώς εβδομάδα πριν το καθορισμένο ραντεβού του γιου μου με τη ζωή, ξύπνησα αμφίθυμος και πήγα στο γραφείο. Κατά το μεσημέρι με φώναξε μέσα η προϊσταμένη, με πήρε και πήγαμε μαζί στον γενικό και μου ανακοίνωσαν την απόλυση. Μου είπανε το ποίημα το γνωστό, ότι η εταιρία δεν έχει τόσα κέρδη πια και δεν μπορεί να συντηρεί τόσους υπαλλήλους και μπούρου μπούρου μπούρου μπούρου, σταμάτησα από ένα σημείο και μετά να ακούω οτιδήποτε, βουίζανε μόνο τα αυτιά μου και προσπαθούσα να συγκρατήσω την οργή μου και τα δάκρυά μου να μην τρέξουνε και να μην τους αρχίσω στα μπουνίδια και τους δυο εκεί μέσα και έχω κι άλλα τράβαλα με δαύτους και με δικαστήρια ύστερα, δεν έβγαλα ούτε άχνα τελικά, μόνο έσφιξα τις γροθιές μου, σκεφτόμουνα ότι έμεινα άνεργος κι εγώ στα σαράντα μου χρόνια ή στα σαράντα ένα, δεν ήξερα πόσο ήμουνα εκείνη τη στιγμή, ούτε μπορούσα να κάνω την αφαίρεση, Νοέμβριος του 1975 με Ιανουάριο του 2016 πόσο κάνουν, δε μπορούσα τίποτα να σκεφτώ, είδα ξανά μέσα στα μάτια μου τη σκηνή που είχα παρακολουθήσει προ ημερών ζωντανά στο γραφείο, όταν απολύθηκε ο Φάνης, σαρανταπέντε αυτός, και ήρθε την επόμενη μέρα κι έκατσε στο γραφείο του ένα νεαρό παιδί καταχαρούμενο που προσελήφθη με τρία ογδόντα στο χέρι και τα υπόλοιπα σε κουπόνια σούπερ μάρκετ για συμπλήρωμα μηνιαίως, σκεφτόμουνα ότι άλλο ένα τέτοιο νέο παιδί θα έχει ήδη προσληφθεί για τη δική μου θέση και θα κάτσει από αύριο κιόλας στο δικό μου γραφείο, πήγα στο λογιστήριο σιωπηλός και πληρώθηκα μια υποτυπώδη αποζημίωση, πήρα τα πόδια μου κι έφυγα, σαν να πήγαινα έξω για κουλούρι και καφέ, δεν αποχαιρέτισα κανέναν εκεί μέσα, ούτε και πήρα τίποτε μαζί μου εκτός από το παλτό μου, βγήκα και περπατούσα στον ψυχρό αέρα, έπρεπε να κάνω βόλτες μέχρι να πάει η ώρα έξι το απόγευμα για να γυρίσω σπίτι, δεν έπρεπε να πω στην Κατερίνα τίποτα, ούτε να μου ξεφύγει το παραμικρό, τουλάχιστον για μια βδομάδα ακριβώς μέχρι να γεννηθεί με το καλό ο Τρύφωνας.
Πήγα και έκατσα σε ένα παγκάκι στο Πεδίον του Άρεως, αγόρασα καμιά δεκαριά κουλούρια, τα έκοβα νευρικά και άνευρα σε μικρά κομμάτια και τάιζα τα περιστέρια που μαζευτήκανε γύρω μου. Σκεφτόμουν ότι αυτή ακριβώς είναι η μοίρα μας τελικά, έτσι το φτιάξαμε το σύστημά μας και την πληρώνουμε τώρα πάλι εμείς, όποιος μεγαλώνει δεν θα συμφέρει και θα απολύεται για να προσλαμβάνονται άλλοι, νεώτεροι, οι νέες γενιές έρχονται πίσω μας σαν μηχανήματα πελώρια με ερπύστριες, μας τσαλαπατούν απάνθρωπα, μας ισοπεδώνουν και παίρνουν τη θέση μας, όχι για πολύ βέβαια και αυτοί αλλά για μερικά χρόνια, ίσως πιο λίγα απ’ όσα εμείς, διότι από πίσω τους έρχονται άλλοι κι άλλοι κι άλλοι ακόμη πιο νέοι, ακόμη πιο ορμητικοί, ακόμη πιο κυνικοί, ακόμη πιο συμβιβασμένοι, ακόμη πιο διατεθειμένοι να ανταλλάξουν τις στιγμές της ζωής τους με κουπόνια είτε μισθού είτε σούπερ μάρκετ. Και έφτασα τότε, εκεί στο Πεδίον του Άρεως στο σημείο να σκεφτώ και να κατανοήσω ότι ο μόνος τρόπος να αντισταθούμε στο σύστημά μας το ανάλγητο και απάνθρωπο, ο μόνος τρόπος να σώσουμε τις δουλειές μας και τα τομάρια μας είναι να σταματήσουμε να γεννάμε νέες γενιές από πίσω μας, με άλλα λόγια να μην τεκνοποιούμε πια, να μη γεννιούνται αυτοί που θα ’ρθουν αύριο μεθαύριο να μας πετάξουν μια κλωτσιά για να μας πάρουν τη δουλειά και τον μισθό, άρχισα μάλλον να παραφρονώ εκεί στο Πεδίον του Άρεως, έτσι σκέφτηκα σε μια στιγμή, εγώ που ήμουν χθες ευτυχισμένος όταν είδα το πουλί του γιου μου στον υπέρηχο, χτύπησε τότε το τηλέφωνο και ήταν η πεθερά μου, σπάσανε τα νερά, μου λέει κι αυτή, πάρε άδεια να σχολάσεις πιο νωρίς και έλα στο μαιευτήριο, έπεσα σαν τσουβάλι αδειανό απάνω στο παγκάκι και έκλαψα για ώρα πολύ, ήρθαν τα περιστέρια πάνω μου και έτρωγαν σουσάμια και ψίχουλα από τα χέρια, από το σβέρκο και μέσα απ’ τους γιακάδες μου, έπιναν μάλλον και νερό από τα δάκρυά μου.
Όταν συνήλθα κάπως, περπάτησα με δυσκολία μέχρι το παρτέρι και πλύθηκα σε μια βρύση που είχε εκεί, σουλουπώθηκα όσο μπορούσα, καθάρισα τη μύτη μου και τον λαιμό μου από τις μύξες και τα φλέματα, ίσωσα τα ρούχα μου και βγήκα κατόπιν έξω στη λεωφόρο, σταμάτησα ένα ταξί και πήγα στο μαιευτήριο. Όταν έφτασα, μπήκα φουριόζος στο κτίριο και βρήκα την πεθερά μου στην υποδοχή να κλαίει μαύρο δάκρυ. Στην αρχή νόμισα από χαρά και από συγκίνηση αλλά όχι. Έφτασα δίπλα της και μου είπε τα μαντάτα, η Κατερίνα ευτυχώς ήταν καλά αλλά ο Τρύφωνας γεννήθηκε νεκρός, τον είχαν ήδη στείλει για νεκροψία οι γιατροί, τους καταριότανε αυτή για τα τόσα φάρμακα και τις ορμόνες που είχαν ποτίσει το παιδί της και το εγγόνι της όλους αυτούς τους μήνες, εγώ έχασα για άλλη μια φορά τη γη κάτω από τα πόδια μου και ένιωσα ότι σκότωσα με τις σκέψεις μου το παιδί μου, σαλτάρισα τρία-τρία τα σκαλιά και έφτασα στο δωμάτιο, μόλις είχαν φέρει την Κατερίνα που ξύπνησε από τη νάρκωση και άρχισε να συνειδητοποιεί τι ακριβώς είχε συμβεί.
Την άλλη μέρα πήγαμε ράκη κινούμενα από το μαιευτήριο στο νεκροταφείο και θάψαμε το βρέφος μας, τη νέα γενιά που ερχόταν απειλητική, αλλά πέθανε εξαιτίας μας, από τις σκέψεις και τις πράξεις μας εξολοθρεύτηκε πριν καν νιώσει και νιώσουμε κι εμείς την ανάσα της. Δεν θέλω να σας πω τίποτα παραπάνω. Εκτός από το ότι εγώ κι εσείς και ο καθένας από μας δεν είναι ο εαυτός του μόνο, αλλά όλη η ανθρωπότητα και για τον λόγο αυτό καμία νεκροψία και καμιά σύγχρονη κι εξελιγμένη μέθοδος δεν μπορεί να δείξει την αιτία του κακού που μας κατατρέχει, διότι είναι πολύ πιο βαθύ και πιο απλό από αυτό που φαίνεται.
Γιάννης Μακριδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου