Σε κάθε νέα πόλη που χτιζόταν από την μηδέν στην αρχαία Ελλάδα, οι κάτοικοι δημιουργούσαν πρώτα την αγορά. Ο λόγος; Επεδίωκαν να έχουν εκείνον τον δημόσιο χώρο, που δημιουργούσε δημόσιο χρόνο…
Ήταν το μέρος που αλληλεπιδρούσαν όλοι με όλους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ο απαραίτητος διαλεκτικός και διαδραστικός ιστός, που χρειάζεται κάθε κοινωνία για να εξελίσσεται. Στις μέρες μας το ίδιο ζήτημα μας απασχολεί από την αντιστροφή του: δεν υπάρχει (στον βαθμό που χρειάζεται) δημόσιος χρόνος, λόγω της έλλειψης δημόσιου χώρου. Κι αυτό είναι ένα από τα κύρια προβλήματα των σημερινών κοινωνιών, που παρότι σύγχρονες όσον αφορά την απεικόνισή τους σε ένα ρολόι χειρός ή ένα ημερολόγιο τοίχου, μοιάζουν περισσότερο αρχαϊκές και ανώριμες από προηγούμενές τους.
Και να δούμε πόσο μπορεί η έλλειψη δημόσιου χώρου να επηρεάσει το ποδόσφαιρο, που όπως έχουμε γράψει πολλές φορές είναι ένα μέσο ψυχαγωγίας και υποκατάστατο κοινωνικοποίησης. Από την άποψη ότι μπορεί να νοηματοδοτήσει τις πράξεις των ανθρώπων, σαν κοινωνικός καθρέφτης, στη βάση του συναγωνισμού, της ένταξης στην ομάδα, της διδασκαλίας τού σοσιαλιστικού πνεύματος. Με την ίδια τη φύση τού αθλήματος να είναι πιο κοντά στα λαϊκά στρώματα, λόγω της σωματικής επαφής που υπάρχει μέσα στο παιχνίδι – στα μεγαλοαστικά στρώματα προτιμούνται άλλα αθλήματα, που επιβάλλουν την ύπαρξη προσωπικού χώρου.
Κάποτε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο μπορούσε να αναπαρασταθεί στις πλατείες, τις αλάνες γύρω από ένα σχολειό ή στον προαύλιο χώρο του, στα πάρκα, ακόμα και σε δρόμους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Στις μέρες μας αυτή η προοπτική δεν υπάρχει. Είτε επειδή οι πλατείες έχουν γεμίσει με τραπέζια από καφετέριες ή έχουν γίνει πιάτσες ναρκωτικών (ή και τα δύο) είτε επειδή τα σχολειά και τα δημοτικά γήπεδα είναι κλειδωμένα είτε επειδή ακόμα και στις πιο απόμερες γειτονιές έχουν κάνει κατάληψη τα αυτοκίνητα. Η αστικοποίηση των σημερινών κοινωνιών, στην ουσία έχει επιβάλλει καλούπια νέας μορφής στο ποδόσφαιρο. Βάζοντας το άθλημα σε έναν δρόμο τυποποίησης, περιορίζοντας τις πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξής του, ακόμα και αφαιρώντας τη δυνατότητα ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού.
Ήταν το μέρος που αλληλεπιδρούσαν όλοι με όλους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ο απαραίτητος διαλεκτικός και διαδραστικός ιστός, που χρειάζεται κάθε κοινωνία για να εξελίσσεται. Στις μέρες μας το ίδιο ζήτημα μας απασχολεί από την αντιστροφή του: δεν υπάρχει (στον βαθμό που χρειάζεται) δημόσιος χρόνος, λόγω της έλλειψης δημόσιου χώρου. Κι αυτό είναι ένα από τα κύρια προβλήματα των σημερινών κοινωνιών, που παρότι σύγχρονες όσον αφορά την απεικόνισή τους σε ένα ρολόι χειρός ή ένα ημερολόγιο τοίχου, μοιάζουν περισσότερο αρχαϊκές και ανώριμες από προηγούμενές τους.
Και να δούμε πόσο μπορεί η έλλειψη δημόσιου χώρου να επηρεάσει το ποδόσφαιρο, που όπως έχουμε γράψει πολλές φορές είναι ένα μέσο ψυχαγωγίας και υποκατάστατο κοινωνικοποίησης. Από την άποψη ότι μπορεί να νοηματοδοτήσει τις πράξεις των ανθρώπων, σαν κοινωνικός καθρέφτης, στη βάση του συναγωνισμού, της ένταξης στην ομάδα, της διδασκαλίας τού σοσιαλιστικού πνεύματος. Με την ίδια τη φύση τού αθλήματος να είναι πιο κοντά στα λαϊκά στρώματα, λόγω της σωματικής επαφής που υπάρχει μέσα στο παιχνίδι – στα μεγαλοαστικά στρώματα προτιμούνται άλλα αθλήματα, που επιβάλλουν την ύπαρξη προσωπικού χώρου.
Κάποτε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο μπορούσε να αναπαρασταθεί στις πλατείες, τις αλάνες γύρω από ένα σχολειό ή στον προαύλιο χώρο του, στα πάρκα, ακόμα και σε δρόμους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Στις μέρες μας αυτή η προοπτική δεν υπάρχει. Είτε επειδή οι πλατείες έχουν γεμίσει με τραπέζια από καφετέριες ή έχουν γίνει πιάτσες ναρκωτικών (ή και τα δύο) είτε επειδή τα σχολειά και τα δημοτικά γήπεδα είναι κλειδωμένα είτε επειδή ακόμα και στις πιο απόμερες γειτονιές έχουν κάνει κατάληψη τα αυτοκίνητα. Η αστικοποίηση των σημερινών κοινωνιών, στην ουσία έχει επιβάλλει καλούπια νέας μορφής στο ποδόσφαιρο. Βάζοντας το άθλημα σε έναν δρόμο τυποποίησης, περιορίζοντας τις πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξής του, ακόμα και αφαιρώντας τη δυνατότητα ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού.