Από την Ινδία στο Βυζάντιο
Η φυλή των Τσιγγάνων αριθμεί σήμερα στην Ευρώπη 10 με 12 εκατομμύρια και είναι η μεγαλύτερη μειονότητα στη γηραιά ήπειρο.
Η παρατηρητικότητα του Stepfan Valyi, Ούγγρου ιερωμένου και φοιτητή στην Ολλανδία, έλυσε το ζήτημα της καταγωγής των Τσιγγάνων. Αυτός ήταν που παρατήρησε στην πολυπληθή τσιγγάνικη ουγγρική μειονότητα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις τσιγγάνικες διαλέκτους και τα ινδικά. Αργότερα ο Fr. Miklosich με τον A.F.Pott θα αποδείξουν με εκτεταμένες γλωσσολογικές μελέτες την ινδική καταγωγή των τσιγγάνων.
Υπάρχουν διάφοροι όροι που αναφέρονται στους Τσιγγάνους. Η λέξη «Τσιγγάνοι» χρησιμοποιούνταν καταχρηστικά από διάφορους μελετητές του 19ου και 20ου αιώνα για να δηλώσουν και άλλες ομάδες που μετακινούνταν στο χώρο της Ινδίας, που όμως δεν έχουν σχέση με τους Τσιγγάνους. Τον 11οαιώνα συναντάται ο όρος «Adsincani», ενώ τον 13ο αιώνα ο όρος «Αθίγγανοι». Τον ίδιο καιρό ήταν ήδη γνωστοί και οι όροι «Αιγύπτιος» και «Αιγύπτισσα». Οι δύο τελευταίοι όροι στηρίζονται στο μύθο που κυκλοφορούσε για πολλούς αιώνες ότι οι Τσιγγάνοι έχουν καταγωγή από την Αίγυπτο. Από τον όρο «Αιγύπτιος» προέρχεται και παραφρασμένος ο νεοελληνικός όρος «γύφτος». Ξαναγυρνώντας σε μαρτυρίες βυζαντινές συναντάμε τους όρους «τζιγκάνα», «ατζίγγανε» και «μαυροκατζίβελο», επειδή το όνομα «κατζίβελος» ήταν μία από τις ονομασίες των Τσιγγάνων. Η λέξη Rom (στον πληθυντικό Roma και «Romani» η γλώσσα των Τσιγγάνων) είναι μία από τις λέξεις που προσδιορίζουν τη συγκεκριμένη φυλή. Αυτή η λέξη υπάρχει και στα αρχαία σανσκριτικά και σε νεοϊνδικές διαλέκτους και αναφέρεται σε μια κάστα μελαμψών πλανόδιων μουσικών.
Πιθανότατα οι Τσιγγάνοι, περίπου το 900 μ.Χ., εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, την Ινδία, γιατί περιθωριοποιήθηκαν από τους ανταγωνισμούς της αυστηρά διαστρωματωμένης σε κάστες κοινωνία της Ινδίας. Σύμφωνα με την Βικιπαιδεία η λέξη «αθίγγανος» ή «ατσίγγανος» σημαίνει τον «ανέγγιχτο» (από την ονομασία της κατώτερης ινδουιστικής κάστας, από την οποία πιθανολογείται ότι προήλθαν) και ετυμολογείται από το στερητικό α- και το ρήμα θιγγάνω, δηλαδή «αγγίζω».
Από τότε άρχισε μια αναγκαστική περιπλάνηση στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Σύμφωνα με τον Fr. Miklosich οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε περιοχές που μιλούσαν ελληνικά ή σλαβικές γλώσσες. Θεωρεί ότι φεύγοντας από την Ινδία διέσχισαν την Περσία κατά το τέλος του 9ου αιώνα μ.Χ. , από εκεί πέρασαν στην Αρμενία και η περιπλάνηση συνεχίζεται καθώς έφτασαν στο Βυζάντιο. Οι λόγοι που έκαναν τους Τσιγγάνους να φύγουν από την Περσία και την Αρμενία δεν είναι γνωστοί, αλλά αφού η πρώτη αναφορά για αυτή τη φυλή σε βυζαντινή πηγή γίνεται τον 11ο αι. μ.Χ. , υποθέτουμε ότι η εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων στις χώρες αυτές τους ανάγκασαν να ψάξουν για ασφάλεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η πρώτη μνεία των Τσιγγάνων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται σε κείμενο του 1068 («Η ζωή του Γεωργίου του Αθωνίτη»). Στο κείμενο αυτό ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος το 1050, προκειμένου να εξολοθρεύσει άγρια ζώα, τα οποία είχαν μπει στο αυτοκρατορικό πάρκο της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίησε τους «Adsincani».
Αυτοί τοποθέτησαν σε διάφορα σημεία του πάρκου κρέας με «μαγικές» ιδιότητες (με δηλητήριο δηλαδή) και κατάφεραν να σκοτώσουν τα άγρια ζώα. Είναι φανερό από την παραπάνω αναφορά οι «μαγικές»-σατανικές ιδιότητες που αποδίδονταν στους Τσιγγάνους τη Βυζαντινή περίοδο.
Άλλη αναφορά γίνεται τον 12ο αιώνα από τον Θεόδωρο Βαλσάμωνα με την ονομασία αυτή τη φορά «Αθίγγανοι». Σε αυτό σχολιάζει την ποινή του εξαετούς αφορισμού για όσους σχετίζονται με αρκτοτρόφους και τσιγγάνους μάντεις, οι οποίοι εξαπατούν τον απλό κόσμο. Βλέπουμε ότι οι ποινές δεν αφορούν τους ίδιους τους Τσιγγάνους, αλλά τους ανθρώπους, που τους προσεγγίζουν, πράγμα όμως το οποίο οδηγούσε σε απομόνωση και σε στιγματισμό τους Roma.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος Α΄ (1289-1293), επειδή έβλεπε ότι ο απλός και αμαθής λαός παρασύρονταν από τους λαοπλάνους, απέστειλε εγκύκλιο στους κληρικούς και τους ζητά να συμβουλεύουν τους πιστούς να αποφεύγουν τους μάντεις, τους αρκουδιάρηδες, τους γητευτές φιδιών και κυρίως τους τσιγγάνους. Μάλιστα τους τελευταίους να μην τους βάζουν στα σπίτια τους, γιατί τους παρασύρουν σε διαβολικές πράξεις.
Αργότερα χρονικά ο Ιωσήφ Βρυέννιος (1340-1431) στην πραγματεία του «τινές αιτίαι των καθ’ ημάς λυπηρών» στενοχωριέται που οι άνθρωποι έρχονται καθημερινά σε επαφή με μάγους, προφήτες, γητευτές φιδιών και «Αθίγγανους». Μάλιστα σε νομοκανόνα του 15ου αιώνα απαγορεύεται για 5 χρόνια η Θεία Ευχαριστία για όσους συμβουλεύονται «Αιγυπτίσσας» και άλλους μάγους για επίλυση προβλημάτων υγείας ή άλλων. Από τη λέξη «Αιγύπτισσα» γίνεται φανερό ότι ο μύθος για την αιγυπτιακή καταγωγή των Τσιγγάνων ήταν γνωστός στο Βυζάντιο. Η σύγχυση για την καταγωγή του φύλου των Roma οφείλεται και στους ίδιους τους Τσιγγάνους, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από μια φανταστική χώρα, τη«Μικρή Αίγυπτο». Αυτός ο ισχυρισμός είχε ευρεία διάδοση και άντεξε μέχρι και τις μέρες μας.
Η φυλή των Τσιγγάνων αριθμεί σήμερα στην Ευρώπη 10 με 12 εκατομμύρια και είναι η μεγαλύτερη μειονότητα στη γηραιά ήπειρο.
Η παρατηρητικότητα του Stepfan Valyi, Ούγγρου ιερωμένου και φοιτητή στην Ολλανδία, έλυσε το ζήτημα της καταγωγής των Τσιγγάνων. Αυτός ήταν που παρατήρησε στην πολυπληθή τσιγγάνικη ουγγρική μειονότητα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις τσιγγάνικες διαλέκτους και τα ινδικά. Αργότερα ο Fr. Miklosich με τον A.F.Pott θα αποδείξουν με εκτεταμένες γλωσσολογικές μελέτες την ινδική καταγωγή των τσιγγάνων.
Υπάρχουν διάφοροι όροι που αναφέρονται στους Τσιγγάνους. Η λέξη «Τσιγγάνοι» χρησιμοποιούνταν καταχρηστικά από διάφορους μελετητές του 19ου και 20ου αιώνα για να δηλώσουν και άλλες ομάδες που μετακινούνταν στο χώρο της Ινδίας, που όμως δεν έχουν σχέση με τους Τσιγγάνους. Τον 11οαιώνα συναντάται ο όρος «Adsincani», ενώ τον 13ο αιώνα ο όρος «Αθίγγανοι». Τον ίδιο καιρό ήταν ήδη γνωστοί και οι όροι «Αιγύπτιος» και «Αιγύπτισσα». Οι δύο τελευταίοι όροι στηρίζονται στο μύθο που κυκλοφορούσε για πολλούς αιώνες ότι οι Τσιγγάνοι έχουν καταγωγή από την Αίγυπτο. Από τον όρο «Αιγύπτιος» προέρχεται και παραφρασμένος ο νεοελληνικός όρος «γύφτος». Ξαναγυρνώντας σε μαρτυρίες βυζαντινές συναντάμε τους όρους «τζιγκάνα», «ατζίγγανε» και «μαυροκατζίβελο», επειδή το όνομα «κατζίβελος» ήταν μία από τις ονομασίες των Τσιγγάνων. Η λέξη Rom (στον πληθυντικό Roma και «Romani» η γλώσσα των Τσιγγάνων) είναι μία από τις λέξεις που προσδιορίζουν τη συγκεκριμένη φυλή. Αυτή η λέξη υπάρχει και στα αρχαία σανσκριτικά και σε νεοϊνδικές διαλέκτους και αναφέρεται σε μια κάστα μελαμψών πλανόδιων μουσικών.
Πιθανότατα οι Τσιγγάνοι, περίπου το 900 μ.Χ., εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, την Ινδία, γιατί περιθωριοποιήθηκαν από τους ανταγωνισμούς της αυστηρά διαστρωματωμένης σε κάστες κοινωνία της Ινδίας. Σύμφωνα με την Βικιπαιδεία η λέξη «αθίγγανος» ή «ατσίγγανος» σημαίνει τον «ανέγγιχτο» (από την ονομασία της κατώτερης ινδουιστικής κάστας, από την οποία πιθανολογείται ότι προήλθαν) και ετυμολογείται από το στερητικό α- και το ρήμα θιγγάνω, δηλαδή «αγγίζω».
Από τότε άρχισε μια αναγκαστική περιπλάνηση στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Σύμφωνα με τον Fr. Miklosich οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε περιοχές που μιλούσαν ελληνικά ή σλαβικές γλώσσες. Θεωρεί ότι φεύγοντας από την Ινδία διέσχισαν την Περσία κατά το τέλος του 9ου αιώνα μ.Χ. , από εκεί πέρασαν στην Αρμενία και η περιπλάνηση συνεχίζεται καθώς έφτασαν στο Βυζάντιο. Οι λόγοι που έκαναν τους Τσιγγάνους να φύγουν από την Περσία και την Αρμενία δεν είναι γνωστοί, αλλά αφού η πρώτη αναφορά για αυτή τη φυλή σε βυζαντινή πηγή γίνεται τον 11ο αι. μ.Χ. , υποθέτουμε ότι η εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων στις χώρες αυτές τους ανάγκασαν να ψάξουν για ασφάλεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η πρώτη μνεία των Τσιγγάνων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται σε κείμενο του 1068 («Η ζωή του Γεωργίου του Αθωνίτη»). Στο κείμενο αυτό ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος το 1050, προκειμένου να εξολοθρεύσει άγρια ζώα, τα οποία είχαν μπει στο αυτοκρατορικό πάρκο της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίησε τους «Adsincani».
Αυτοί τοποθέτησαν σε διάφορα σημεία του πάρκου κρέας με «μαγικές» ιδιότητες (με δηλητήριο δηλαδή) και κατάφεραν να σκοτώσουν τα άγρια ζώα. Είναι φανερό από την παραπάνω αναφορά οι «μαγικές»-σατανικές ιδιότητες που αποδίδονταν στους Τσιγγάνους τη Βυζαντινή περίοδο.
Άλλη αναφορά γίνεται τον 12ο αιώνα από τον Θεόδωρο Βαλσάμωνα με την ονομασία αυτή τη φορά «Αθίγγανοι». Σε αυτό σχολιάζει την ποινή του εξαετούς αφορισμού για όσους σχετίζονται με αρκτοτρόφους και τσιγγάνους μάντεις, οι οποίοι εξαπατούν τον απλό κόσμο. Βλέπουμε ότι οι ποινές δεν αφορούν τους ίδιους τους Τσιγγάνους, αλλά τους ανθρώπους, που τους προσεγγίζουν, πράγμα όμως το οποίο οδηγούσε σε απομόνωση και σε στιγματισμό τους Roma.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος Α΄ (1289-1293), επειδή έβλεπε ότι ο απλός και αμαθής λαός παρασύρονταν από τους λαοπλάνους, απέστειλε εγκύκλιο στους κληρικούς και τους ζητά να συμβουλεύουν τους πιστούς να αποφεύγουν τους μάντεις, τους αρκουδιάρηδες, τους γητευτές φιδιών και κυρίως τους τσιγγάνους. Μάλιστα τους τελευταίους να μην τους βάζουν στα σπίτια τους, γιατί τους παρασύρουν σε διαβολικές πράξεις.
Αργότερα χρονικά ο Ιωσήφ Βρυέννιος (1340-1431) στην πραγματεία του «τινές αιτίαι των καθ’ ημάς λυπηρών» στενοχωριέται που οι άνθρωποι έρχονται καθημερινά σε επαφή με μάγους, προφήτες, γητευτές φιδιών και «Αθίγγανους». Μάλιστα σε νομοκανόνα του 15ου αιώνα απαγορεύεται για 5 χρόνια η Θεία Ευχαριστία για όσους συμβουλεύονται «Αιγυπτίσσας» και άλλους μάγους για επίλυση προβλημάτων υγείας ή άλλων. Από τη λέξη «Αιγύπτισσα» γίνεται φανερό ότι ο μύθος για την αιγυπτιακή καταγωγή των Τσιγγάνων ήταν γνωστός στο Βυζάντιο. Η σύγχυση για την καταγωγή του φύλου των Roma οφείλεται και στους ίδιους τους Τσιγγάνους, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από μια φανταστική χώρα, τη«Μικρή Αίγυπτο». Αυτός ο ισχυρισμός είχε ευρεία διάδοση και άντεξε μέχρι και τις μέρες μας.
Επίσης ο Νικηφόρος Γρηγοράς στην ιστορία του αναφέρεται σε ομάδα Αιγύπτιων ακροβατών, που εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο που αυτοκράτορας ήταν ο Ανδρόνικος Β΄ (1282-1328).
Σε δημώδη κείμενα της βυζαντινής περιόδου επίσης γίνεται αναφορά. Σε ένα με τίτλο «Φιλοσοφία Κρασοπατέρα» λέγεται ότι ένα γνωστό επάγγελμα των Τσιγγάνων ήταν αυτό του κατασκευαστή κόσκινων, τους οποίους ονομάζει «μαυροκατζίβελους».
Σε ένα άλλο κείμενο με τίτλο «Παιδιόφραστος διήγησις των τετράποδων ζώων» υβρίζονται οι Τσιγγάνοι καθώς λέγεται ότι η αρκούδα είναι «παίγνιον των μωροτζιγγάνων», ή ότι η αλεπού είναι «ψεματάρισσα, κλέπτρια και τζιγκάνα».
Τέλος στο ποίημα «Πουλολόγος» έχουμε κι άλλες υβριστικές αναφορές στους Τσιγγάνους, όπως όταν η χήνα αποκαλεί υποτιμητικά τον γλάρο «ατζίγγανε, μαυρότεχνε», ενώ το περιστέρι χαρακτηρίζει το κοράκι «Αιγύπτισσα με το μανδίν, γυλού με το καρκάλιν».
Οι Τσιγγάνοι θα απλωθούν από την Κωνσταντινούπολη στη Θράκη και σε όλη την ελληνική χερσόνησο. Σε κείμενο του 1415 οι Τσιγγάνοι περιλαμβάνονται ως ξεχωριστή εθνότητα με δική τους γλώσσα, ενώ σε πηγή του 1323 φαίνεται ότι είναι εγκατεστημένοι έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης. Σε κείμενο του 1381 αναφέρεται ότι ήταν και στην Κέρκυρα (μάλλον έφτασαν από την απέναντι ηπειρωτική ακτή), όπως επίσης το 1384 εντοπίζονται Τσιγγάνοι σε περιοχή έξω από τη Μεθώνη της Πελοποννήσου, που μάλιστα ονομαζόταν «Μικρή Αίγυπτος», προφανώς από το μύθο που αναφέρθηκε παραπάνω.
Σήμερα στη χώρα μας είναι δύσκολο να καταγραφεί ο αριθμός των Roma, καθώς γίνονται μετακινήσεις από γειτονικές χώρες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 100.000 με 150.000, ενώ άλλοι κάνουν λόγο και για 200.000!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannic
http://el.wikipedia.org/wiki/Ρομά
Εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, άρθρο Ε. Μπάρτζου, Φεβρουάριος 1996.
Σε δημώδη κείμενα της βυζαντινής περιόδου επίσης γίνεται αναφορά. Σε ένα με τίτλο «Φιλοσοφία Κρασοπατέρα» λέγεται ότι ένα γνωστό επάγγελμα των Τσιγγάνων ήταν αυτό του κατασκευαστή κόσκινων, τους οποίους ονομάζει «μαυροκατζίβελους».
Σε ένα άλλο κείμενο με τίτλο «Παιδιόφραστος διήγησις των τετράποδων ζώων» υβρίζονται οι Τσιγγάνοι καθώς λέγεται ότι η αρκούδα είναι «παίγνιον των μωροτζιγγάνων», ή ότι η αλεπού είναι «ψεματάρισσα, κλέπτρια και τζιγκάνα».
Τέλος στο ποίημα «Πουλολόγος» έχουμε κι άλλες υβριστικές αναφορές στους Τσιγγάνους, όπως όταν η χήνα αποκαλεί υποτιμητικά τον γλάρο «ατζίγγανε, μαυρότεχνε», ενώ το περιστέρι χαρακτηρίζει το κοράκι «Αιγύπτισσα με το μανδίν, γυλού με το καρκάλιν».
Οι Τσιγγάνοι θα απλωθούν από την Κωνσταντινούπολη στη Θράκη και σε όλη την ελληνική χερσόνησο. Σε κείμενο του 1415 οι Τσιγγάνοι περιλαμβάνονται ως ξεχωριστή εθνότητα με δική τους γλώσσα, ενώ σε πηγή του 1323 φαίνεται ότι είναι εγκατεστημένοι έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης. Σε κείμενο του 1381 αναφέρεται ότι ήταν και στην Κέρκυρα (μάλλον έφτασαν από την απέναντι ηπειρωτική ακτή), όπως επίσης το 1384 εντοπίζονται Τσιγγάνοι σε περιοχή έξω από τη Μεθώνη της Πελοποννήσου, που μάλιστα ονομαζόταν «Μικρή Αίγυπτος», προφανώς από το μύθο που αναφέρθηκε παραπάνω.
Σήμερα στη χώρα μας είναι δύσκολο να καταγραφεί ο αριθμός των Roma, καθώς γίνονται μετακινήσεις από γειτονικές χώρες. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 100.000 με 150.000, ενώ άλλοι κάνουν λόγο και για 200.000!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannic
http://el.wikipedia.org/wiki/Ρομά
Εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, άρθρο Ε. Μπάρτζου, Φεβρουάριος 1996.
αποστολή: Γ. Κ. Α
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου