Μέρές γιορτινές και με καλούνε σε διάφορα πάρτι, σε κλαμπ. Γενικώς δεν πάω, αλλά μια - δυο φορές που ήμουν υποχρεωμένος πήγα. Πέρα από τον εξευτελισμό της «πόρτας», αυτό που με φρίκαρε ήταν η πλήξη. Ανθρωποι όρθιοι, με ένα ποτό στο χέρι, που κοιτάνε γύρω γύρω. Για να μιλήσεις ούτε λόγος. Ο θόρυβος από τα ηχεία είναι τόσος που σκεπάζει ακόμα και βομβιστική ενέργεια στο διπλανό κτίριο. Το clubbing είναι μια ψυχαγωγία βουβή. Μια επικοινωνία αφασική. Θα μου πείτε, και τι έγινε, ρε φίλε; Τι μπορεί να προσθέσουν τα λόγια εκεί που μιλάνε τα μάτια; Το λαϊκό αυτό επιχείρημα εναντίον της γλωσσικής επικοινωνίας δεν είναι το μόνο. Υπάρχουν πολύ πιο σοφιστικέ επιχειρηματολογίες εναντίον της γλώσσας και της λεκτικής έκφρασης των αισθημάτων μας. Η γλώσσα, τον τελευταίο αιώνα και ιδιαίτε-
ρα μεταπολεμικά, έχει δεχτεί πάσης φύσεως πολεμική που θα τη συνοψίζαμε πρόχειρα στη δοξασία πως περισσότερο χειραγωγεί τους χρήστες της παρά τους εκφράζει. Με δυο λόγια, όταν μιλάμε, επαναλαμβάνουμε γλωσσικά κλισέ και δεν επικοινωνούμε ουσιαστικά. Αυτό δέν είναι τελείως λάθος. Τις περισσότερες φορές που επικοινωνούμε, στην ουσία δεν ανταλλάσσουμε μηνύματα πρωτότυπα, αυθεντικά ή απαραίτητα. Τις πιο πολλές φορές μιλάμε για να μιλάμε. Στις παρέες μας τι κάνουμε; Δεν λέμε κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια; Σπάνια κάποια νέα πληροφορία να ταράξει την παρέα, που αμέσως θα προσπαθήσει με τα λόγια να την εκλογικεύσει, να τη λειάνει και τελικά να τη βυθίσει στον γλωσσικό βάλτο της κοινοτοπίας. Δεν έχουν, λοιπόν, άδικο οι πολέμιοι της γλώσσας. Μονο που ξεχνάνε τις οριακές πληροφορίες της ζωής μας, τις οποίες κι αυτές με λέξεις τις μεταδίδουμε. Φράσεις όπως «έσπασα το πόδι μου», «έχω καρκίνο στο στομάχι», «σε ικετεύω μη φύγεις», «όταν γυρίσεις κλείσε το θερμοσίφωνο» είναι φράσεις όπου το επικοινωνούμενο -όποιο κι αν είναι αυτό- έρχεται σε πρώτο πλάνο. Κι η φράση από φλυαρία γίνεται κουβέντα. Μερικές φορές, βαριά κουβέντα.Γιατί το επικοινωνούμενο είναι η ανάγκη. Οταν μιλάμε από ανάγκη, μιλάμε ουσιαστικά. Ακόμα και η φλυαρία της παρέας βγαίνει κι αυτή από μιαν ανάγκη. Κι ας λέμε κοινοτοπίες και χαζομάρες. Τις λέμε από την ανάγκη της παρουσίας. Την ανάγκη να μοιρα- στούμε κάτι κι ας είναι και αέρας κοπανιστός. Γι’ αυτό,ρε παιδιά, βάλτε λίγο πιο σιγά τη μουσική. Μιλάμε .