Ο Διογένης από τη Σινώπη, γύρω στο 380 π.Χ., στην Αθήνα...
Στην αρχή δεν ένιωσε τίποτα, μέσα στη σύγχυση του ξυπνήματος. Μόνο το λήθαργο που προκαλεί η κούραση, σαν να είχε φτάσει το πρωί χωρίς να έχει κοιμηθεί.
Λίγες ώρες ανήσυχου ύπνου δεν ήταν αρκετές, για να τον ξεκουράσουν. Δεν κατάλαβε, άλλωστε, αμέσως που βρισκόταν. Είχε πονοκέφαλο, τα μάτια του ήταν πρησμένα. Ξαφνικά, όλα του ξανάρθαν στο νου: η ζέστη του αχυρώνα τον κυρίευσε, τα τσιμπήματα από τα κουνούπια και από το σανό, το βάσανο της πείνας, ο φόβος μιας μακριάς μέρας μπροστά του, όπως χθες, χωρίς να έχει τίποτα να βάλει στο στόμα του.
Στο τέλος τέλος, όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στη διαπεραστική αγωνία που ξανάρχισε να του σουβλίζει το μυαλό. Τι κάνει; Τι θα έκανε; Πώς θα ζούσε; Με τι; Και με ποιο σκοπό; Σύμφωνα με ποια αρχή; Από τότε που αυτό εξορίστηκε, που έφτασε στην Αθήνα, έχουν περάσει... εδώ που τα λέμε πόσες μέρες είναι; Ήδη είκοσι μέρες, ίσως είκοσι δύο, να που η μνήμη του έχει θολώσει, δεν ξέρει τι πρέπει να γίνει. Βλέπει τη ζωή του να έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Ο Διογένης έχει την εντύπωση ότι η ύπαρξή του είναι στάσιμη, σε εκκρεμότητα, χωρίς κίνηση. Σαν να χτυπούσε σ’ έναν αόρατο τοίχο, ένα τοίχωμα ανθεκτικό, λείο, χωρίς ρωγμές.
Στην πατρίδα του, στη Σινώπη, όλα είχαν τελειώσει. Δεν μπορούσε τίποτα άλλο να κάνει παρά να το βάλει στα πόδια. Όταν ξανασκέφτεται αυτή την παλιά ιστορία, δεν κατορθώνει ακόμη να την καλοκαταλάβει. Το μαντείο του Απόλλωνα, που είχε συμβουλευτεί για να μάθει ποια ήταν η αποστολή του στη ζωή, είχε αποκριθεί: «Να νοθεύσεις το νόμισμα». Η απάντηση έμοιαζε ξεκάθαρη. Είχε βαλθεί λοιπόν, με τη βοήθεια του πατέρα του, του νομισματοκόπου, να νοθεύει τα κράματα, να αποσταθεροποιεί την κατασκευή των νομισμάτων. Μέχρι τη μέρα που κάποιοι δύσπιστοι ανακάλυψαν ότι είχε απορρυθμίσει το σύστημα των συναλλαγών. Τον έπιασαν και τον καταδίκασαν. Για να γλιτώσει το χειρότερο, έπρεπε να αυτοεξοριστεί.
Από τότε που έφτασε στην Αθήνα, νιώθει την ύπαρξή του παράξενα ξεκρέμαστη. Δεν αναρωτιέται απλώς και μόνο πού να μείνει ή ποιο επάγγελμα να ασκήσει. Αναζητά, χωρίς να βλέπει διέξοδο, μία κατεύθυνση για να είναι ευτυχισμένος. Δεν αγαπά ούτε τις συμβάσεις ούτε τα προσχήματα. Αλλά διστάζει ακόμα μεταξύ της απάτης και της σοφίας. Αυτό που, προφανώς, τον ενδιαφέρει είναι να αποδράσει από τις κοινωνικές πιέσεις, να γλιτώσει από τη βαρύτητα του νόμου. Αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι, για να το κατορθώσει αυτό. Θα ζει άραγε εκτός νόμου σαν κακοποιός ή σαν φιλόσοφος;
Ακούγεται ένα γρατσούνισμα. Μόλις ένας θόρυβος, φευγαλέος, με διακοπές, ελαφρύς. Έρχεται από κάτω. Σκύβει, προσπαθεί να διακρίνει. Στο έδαφος είναι πιο σκοτεινά, δεν φαίνεται σχεδόν τίποτα. Ναι, είναι ένα ποντίκι. Ο Διογένης το βλέπει να πηγαινοέρχεται, να τρέχει σαν αστραπή, να μένει ακίνητο, να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά. Το παρακολουθεί απορροφημένος να τσιμπολογάει κάτω από το άχυρο, στις ελάχιστες κοιλότητες του εδάφους, ό,τι βρίσκει για να ζήσει. Το παρακολουθεί για ώρα με το βλέμμα. Το ποντίκι δεν σταματά. Κι όμως, δεν παράγει κάποιο έργο. Καμία πίεση, κανένα τέχνασμα δεν το βαραίνει. Κι έτσι, δεν έχει καμία ανησυχία. Δεν έχει καν μία κατοικία, μία κρυψώνα, ένα οποιοδήποτε σταθερό σημείο. Το κοιτάξει που σταματά. Κοιμάται εδώ κι εκεί, οπουδήποτε, μόλις βρει κάτι σαν καταφύγιο.
Ξαπλωμένος πάνω στο σανό, ο Διογένης παρακολουθεί το ποντίκι με το βλέμμα, το ακούει να ψαχουλεύει όταν δεν το βλέπει πια, το φαντάζεται ακίνητο ή αποκοιμισμένο όταν βασιλεύει σιωπή. Μήπως, στα μάτια του, κάθε νόμισμα δεν είναι κίβδηλο, ένα άχρηστο τέχνασμα, ένας αφάνταστος παραλογισμός; Μήπως έχει έστω και την παραμικρή έγνοια για τα πλούτη, τους νόμους, το μόχθο, την επόμενη μέρα, την αποταμίευση; Μήπως ενδιαφέρεται για την ανάπαυση; Όχι, το ποντίκι προχωρεί. Προχωρεί ασταμάτητα ή σχεδόν, δίχως να του καίγεται καρφί για το σκοτάδι, για την κούραση, για την πείνα. Συνεχώς προχωρεί. Δεν κάνει τίποτα άλλο από το να υπάρχει, να πορεύεται μέσα στην ύπαρξη, με επιμονή και θάρρος, χωρίς να θέτει κάποιον ιδιαίτερο στόχο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Διογένης κατάλαβε ότι το να τρως, να κοιμάσαι, να συζητάς, αυτά μπορούν να γίνονται οπουδήποτε. Η ασταμάτητη διαδρομή είναι ο μόνος τόπος για να ζήσει. Έτσι πρέπει να είναι. Το «να νοθεύσεις το νόμισμα» δεν έχει καμία σχέση με τη νομισματική κίνηση ή τα κράματα των μετάλλων. Είναι το να καταστήσει ανίσχυρες τις κοινωνικές συμβάσεις, να γκρεμίσει όλες τις συνηθισμένες αξίες συναλλαγής, να δει ως κίβδηλες όλες τις κοινωνικές συμβατικότητες. Να μην ακολουθεί πια άλλους κανόνες παρά αυτούς της φύσης. Θα είναι δύσκολο. Θα χρειαστεί χρόνος, εξάσκηση, ν’ ασκήσει πίεση στον εαυτό του. Θα είναι αναγκαίο να πετάξει σταδιακά από πάνω του καθετί άχρηστο και φτιαχτό, όλα τα τεχνάσματα. Να μη διστάζει να σκανδαλίσει, ν’ αντέξει την ντροπή ή τον πόνο. Ναι, είναι φανερό, θα χρειαστεί χρόνο. Και θα είναι απότομος ο δρόμος. Αλλά μόλις αρχίσει το σκαρφάλωμα, θα μπορεί ν’ αγγίξει με τα χέρια του την απλή και ακατέργαστη ελευθερία του ποντικιού.
Ο Διογένης σκάει στα γέλια. Το ποντίκι το βάζει στα πόδια.
Στην αρχή δεν ένιωσε τίποτα, μέσα στη σύγχυση του ξυπνήματος. Μόνο το λήθαργο που προκαλεί η κούραση, σαν να είχε φτάσει το πρωί χωρίς να έχει κοιμηθεί.
Λίγες ώρες ανήσυχου ύπνου δεν ήταν αρκετές, για να τον ξεκουράσουν. Δεν κατάλαβε, άλλωστε, αμέσως που βρισκόταν. Είχε πονοκέφαλο, τα μάτια του ήταν πρησμένα. Ξαφνικά, όλα του ξανάρθαν στο νου: η ζέστη του αχυρώνα τον κυρίευσε, τα τσιμπήματα από τα κουνούπια και από το σανό, το βάσανο της πείνας, ο φόβος μιας μακριάς μέρας μπροστά του, όπως χθες, χωρίς να έχει τίποτα να βάλει στο στόμα του.
Στο τέλος τέλος, όλα αυτά δεν ήταν τίποτα μπροστά στη διαπεραστική αγωνία που ξανάρχισε να του σουβλίζει το μυαλό. Τι κάνει; Τι θα έκανε; Πώς θα ζούσε; Με τι; Και με ποιο σκοπό; Σύμφωνα με ποια αρχή; Από τότε που αυτό εξορίστηκε, που έφτασε στην Αθήνα, έχουν περάσει... εδώ που τα λέμε πόσες μέρες είναι; Ήδη είκοσι μέρες, ίσως είκοσι δύο, να που η μνήμη του έχει θολώσει, δεν ξέρει τι πρέπει να γίνει. Βλέπει τη ζωή του να έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Ο Διογένης έχει την εντύπωση ότι η ύπαρξή του είναι στάσιμη, σε εκκρεμότητα, χωρίς κίνηση. Σαν να χτυπούσε σ’ έναν αόρατο τοίχο, ένα τοίχωμα ανθεκτικό, λείο, χωρίς ρωγμές.
Στην πατρίδα του, στη Σινώπη, όλα είχαν τελειώσει. Δεν μπορούσε τίποτα άλλο να κάνει παρά να το βάλει στα πόδια. Όταν ξανασκέφτεται αυτή την παλιά ιστορία, δεν κατορθώνει ακόμη να την καλοκαταλάβει. Το μαντείο του Απόλλωνα, που είχε συμβουλευτεί για να μάθει ποια ήταν η αποστολή του στη ζωή, είχε αποκριθεί: «Να νοθεύσεις το νόμισμα». Η απάντηση έμοιαζε ξεκάθαρη. Είχε βαλθεί λοιπόν, με τη βοήθεια του πατέρα του, του νομισματοκόπου, να νοθεύει τα κράματα, να αποσταθεροποιεί την κατασκευή των νομισμάτων. Μέχρι τη μέρα που κάποιοι δύσπιστοι ανακάλυψαν ότι είχε απορρυθμίσει το σύστημα των συναλλαγών. Τον έπιασαν και τον καταδίκασαν. Για να γλιτώσει το χειρότερο, έπρεπε να αυτοεξοριστεί.
Από τότε που έφτασε στην Αθήνα, νιώθει την ύπαρξή του παράξενα ξεκρέμαστη. Δεν αναρωτιέται απλώς και μόνο πού να μείνει ή ποιο επάγγελμα να ασκήσει. Αναζητά, χωρίς να βλέπει διέξοδο, μία κατεύθυνση για να είναι ευτυχισμένος. Δεν αγαπά ούτε τις συμβάσεις ούτε τα προσχήματα. Αλλά διστάζει ακόμα μεταξύ της απάτης και της σοφίας. Αυτό που, προφανώς, τον ενδιαφέρει είναι να αποδράσει από τις κοινωνικές πιέσεις, να γλιτώσει από τη βαρύτητα του νόμου. Αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι, για να το κατορθώσει αυτό. Θα ζει άραγε εκτός νόμου σαν κακοποιός ή σαν φιλόσοφος;
Ακούγεται ένα γρατσούνισμα. Μόλις ένας θόρυβος, φευγαλέος, με διακοπές, ελαφρύς. Έρχεται από κάτω. Σκύβει, προσπαθεί να διακρίνει. Στο έδαφος είναι πιο σκοτεινά, δεν φαίνεται σχεδόν τίποτα. Ναι, είναι ένα ποντίκι. Ο Διογένης το βλέπει να πηγαινοέρχεται, να τρέχει σαν αστραπή, να μένει ακίνητο, να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά. Το παρακολουθεί απορροφημένος να τσιμπολογάει κάτω από το άχυρο, στις ελάχιστες κοιλότητες του εδάφους, ό,τι βρίσκει για να ζήσει. Το παρακολουθεί για ώρα με το βλέμμα. Το ποντίκι δεν σταματά. Κι όμως, δεν παράγει κάποιο έργο. Καμία πίεση, κανένα τέχνασμα δεν το βαραίνει. Κι έτσι, δεν έχει καμία ανησυχία. Δεν έχει καν μία κατοικία, μία κρυψώνα, ένα οποιοδήποτε σταθερό σημείο. Το κοιτάξει που σταματά. Κοιμάται εδώ κι εκεί, οπουδήποτε, μόλις βρει κάτι σαν καταφύγιο.
Ξαπλωμένος πάνω στο σανό, ο Διογένης παρακολουθεί το ποντίκι με το βλέμμα, το ακούει να ψαχουλεύει όταν δεν το βλέπει πια, το φαντάζεται ακίνητο ή αποκοιμισμένο όταν βασιλεύει σιωπή. Μήπως, στα μάτια του, κάθε νόμισμα δεν είναι κίβδηλο, ένα άχρηστο τέχνασμα, ένας αφάνταστος παραλογισμός; Μήπως έχει έστω και την παραμικρή έγνοια για τα πλούτη, τους νόμους, το μόχθο, την επόμενη μέρα, την αποταμίευση; Μήπως ενδιαφέρεται για την ανάπαυση; Όχι, το ποντίκι προχωρεί. Προχωρεί ασταμάτητα ή σχεδόν, δίχως να του καίγεται καρφί για το σκοτάδι, για την κούραση, για την πείνα. Συνεχώς προχωρεί. Δεν κάνει τίποτα άλλο από το να υπάρχει, να πορεύεται μέσα στην ύπαρξη, με επιμονή και θάρρος, χωρίς να θέτει κάποιον ιδιαίτερο στόχο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Διογένης κατάλαβε ότι το να τρως, να κοιμάσαι, να συζητάς, αυτά μπορούν να γίνονται οπουδήποτε. Η ασταμάτητη διαδρομή είναι ο μόνος τόπος για να ζήσει. Έτσι πρέπει να είναι. Το «να νοθεύσεις το νόμισμα» δεν έχει καμία σχέση με τη νομισματική κίνηση ή τα κράματα των μετάλλων. Είναι το να καταστήσει ανίσχυρες τις κοινωνικές συμβάσεις, να γκρεμίσει όλες τις συνηθισμένες αξίες συναλλαγής, να δει ως κίβδηλες όλες τις κοινωνικές συμβατικότητες. Να μην ακολουθεί πια άλλους κανόνες παρά αυτούς της φύσης. Θα είναι δύσκολο. Θα χρειαστεί χρόνος, εξάσκηση, ν’ ασκήσει πίεση στον εαυτό του. Θα είναι αναγκαίο να πετάξει σταδιακά από πάνω του καθετί άχρηστο και φτιαχτό, όλα τα τεχνάσματα. Να μη διστάζει να σκανδαλίσει, ν’ αντέξει την ντροπή ή τον πόνο. Ναι, είναι φανερό, θα χρειαστεί χρόνο. Και θα είναι απότομος ο δρόμος. Αλλά μόλις αρχίσει το σκαρφάλωμα, θα μπορεί ν’ αγγίξει με τα χέρια του την απλή και ακατέργαστη ελευθερία του ποντικιού.
Ο Διογένης σκάει στα γέλια. Το ποντίκι το βάζει στα πόδια.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Είναι τρελοί αυτοί οι σοφοί!" των Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου