Η συμβολή της οικογένειας Παραθυρά στους κοινωνικούς αγώνες
Στη μνήμη του Χρήστου[i]
Του Γιάννη Κύρκου Αικατερινάρη
Το να εξιστορήσει κανείς γεγονότα που αφορούν στη ζωή ενός φίλου, που μόλις «αναχώρησε», και στη συμμετοχή του ίδιου και της οικογένειάς του σε αγώνες, ενός ολόκληρου σχεδόν αιώνα, δεν είναι ασφαλώς και το ευκολότερο. Δεν είναι μόνο η συναισθηματική φόρτιση, αλλά και τα πυκνά αυτά ιστορικά γεγονότα, που σε δυσκολεύουν για το τι θα πρωτογράψεις. Το επιχειρώ, πιστεύοντας ότι ξέρω καλά το τι θα ήθελε ο αείμνηστος φίλος μου Χρήστος.
Αρχίζω από την συμμετοχή του πατέρα του Αρίσταρχου, δάσκαλου, στους άγνωστους αγώνες των αρχών του περασμένου αιώνα. Αφορούσαν σε γεγονότα κοινωνικών αγώνων, το στίγμα των οποίων δόθηκε με την επανάσταση των μπολσεβίκων και την μετέπειτα πορεία της Αριστεράς.
Τον Σεπτέμβριο του 1917, στην κορύφωση του Α' Παγκοσμίου πολέμου, ένα συνταρακτικό γεγονός συγκλόνισε τη χώρα μας. Ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών και αξιωματικών -6.500 περίπου- του Δ΄ Σώματος στρατού που είχε έδρα την Καβάλα, παραδόθηκαν από την τότε Ελληνική κυβέρνηση στις δυνάμεις των Κεντρικών αυτοκρατοριών (Γερμανία, Βουλγαρία, κ.λπ.) και οδηγήθηκαν με σιδηροδρομικούς συρμούς στη Γερμανική πόλη
Gorlitz (Γκέρλιτζ), στη Σιλεσία. Οι άνδρες αυτοί εκτοπίστηκαν εκεί, είτε οικειοθελώς, είτε γιατί δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν την αιχμαλωσία, όπως δηλαδή έκανε ένας μικρότερος αριθμός ανδρών, που κατέφυγαν με σκάφη στη Θάσο, στην Χαλκιδική (συνταγματάρχης Χριστοδούλου κ.ά.) και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη.
Στο Gorlitz τους εγκατέστησαν οι Γερμανοί σε ένα στρατόπεδο, όπου βίωναν μιας ιδιότυπη εκτόπιση. Οι περισσότεροι αξιωματικοί, οι φιλοβασιλικοί και οι εκ προοιμίου φίλα διακείμενοι στους Γερμανούς, απολάμβαναν ένα καθεστώς «φιλοξενίας» σε ενοικιαζόμενα σπίτια και διατηρούσαν δύο λέσχες στο κέντρο της πόλης. Οι στρατιώτες διέμεναν σε στρατώνες, όχι με τις καλύτερες συνθήκες, παρότι κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστο διάστημα, είχαν δυνατότητες επαγγελματικής ενασχόλησης, επικοινωνίας και εξόδων στην πόλη. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν ήταν λίγοι αυτοί που παρέμειναν στη Γερμανία και μετά το 1918, μετά το τέλος δηλαδή του «μεγάλου πολέμου». Εκεί εγκαταστάθηκαν μόνιμα και δημιούργησαν οικογένειες.
Το γεγονός, ωστόσο, της παράδοσης του Δ΄ Σώματος ευαισθητοποίησε πολλούς αξιωματικούς, αλλά και πολίτες, που ήταν εναντίον της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής (πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης 25 Οκτωβρίου 1915 - 9 Ιουνίου 1916), και στάθηκε η βασική αφορμή να οργανώσουν το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας». Σ' αυτό το κίνημα, που εξ αρχής χαρακτηριζόταν ως «αντιβασιλικό» προσχώρησε, με κάποια καθυστέρηση λόγω των αρχικών ενδοιασμών του, και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Σε λίγο σχημάτισε με τους Δαγκλή και Κουντουριώτη την «Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης» (1916-1917).
Ανάμεσα στο πλήθος των εκτοπισμένων στην Γερμανία ήταν και ο πατέρας του Χρήστου, ο Αρίσταρχος, υπαξιωματικός του ελληνικού στρατού. Στο Gorlitz οι Έλληνες στρατιώτες -και σε πρωταγωνιστικό ρόλο ο Αρίσταρχος Παραθυράς- ήρθαν σε συνεννόηση με την Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία συχνά εκφωνούσε στους Έλληνες στρατιώτες πύρινους επαναστατικούς λόγους και έκανε ιδεολογική διαφώτιση.
Ακολούθησε στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 1918, το γνωστό κίνημα των Σπαρτακιστών με επικεφαλής την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Κάρλ Λήμπνεχτ και την συμμετοχή πολλών Ελλήνων, που προκάλεσε και πάλι περιπέτειες σε πολλούς απ' αυτούς τους ασυμβίβαστους Έλληνες της Γερμανίας.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι ανάμεσα στους εκτοπισμένους στρατευμένους υπήρξαν και πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες, αργότερα πολύ γνωστοί, όπως οι συγγραφείς Βασίλης Ρώτας και Λέων Κουκούλας, ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης, μουσικοί κ.ά.[i]
Θα αναφερθώ στη συνέχεια στην οικογένεια του δασκάλου Αρίσταρχου Παραθυρά και ιδιαίτερα στις ατέλειωτες περιπέτειές της, σταχυολογώντας τις πιο τραγικές απ' αυτές.
Ο Αρίσταρχος Παραθυράς και η Ανθούλα, κόρη του Ρήγα Νικολέα, παντρεύτηκαν στην Άθυτο της Χαλκιδικής. Κατά την διαμονή τους στη Βάλτα, την περίοδο του μεσοπολέμου, απέκτησαν έξι παιδιά, τρία αγόρια -τον Μιλτιάδη, τον Ρήγα και τον Χρήστο- και τρία κορίτσια -την Τασούλα, την Κατίνα και την Ντόρα. Ο Χρήστος ήταν το μικρότερο απ' αυτά.
Ο δάσκαλος Παραθυράς υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία της Χαλκιδικής. Μετά την Βάλτα (την σημερινή Κασσάνδρεια) και πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πολύγυρο, όπου πήγαν σχολείο τα παιδιά του. Εκεί διετέλεσε διευθυντής των δημοτικών σχολείων της πρωτεύουσας της Χαλκιδικής. Στον Πολύγυρο, όπου παρέμειναν έως και λίγο μετά τον Εμφύλιο και την επιστροφή από τις εξορίες όσων μελών επέζησαν, βίωσαν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1944 εκτελέστηκε στη Βάλτα από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με δεκάδες κατοίκους της ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας, ο Μιλτιάδης. Ήταν μόλις 21 ετών. Όπως μου είπε ο Χρήστος, είχε βραβευτεί πριν τρία χρόνια στο Γυμνάσιο Πολυγύρου μαζί με τους συμμαθητές του Δήμητρα Κουμπούρου, Παναγιώτα Παπαγεωργίου και Συργιάννω Τσίκουλα σε ένα διαγωνισμό εκθέσεων για την πατρίδα.
Η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας, η Αναστασία (Τασούλα), κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τους Γερμανούς (αρχικά στο Ravensbruck (Ράβενσμπρουκ) στα σύνορα Γερμανίας- Ελβετίας και μετά στο Sashsenhausen του kopenick (Κόπενικ) στις παρυφές του Βερολίνου). Όταν καθυστερημένα επέστρεψε στον Πολύγυρο, όπου οι δικοί της αγνοούσαν την τύχη της, την συνέλαβαν και την έκλεισαν φυλακή μαζί με τις αδελφές της, τον Χρήστο, τον πατέρα τους και άλλους Χαλκιδικιώτες και Χαλκιδικιώτισσες, ανάμεσα στις οποίες και την μάνα μου Ουρανία.
Επισκεπτόμασταν καθημερινά με τον αείμνηστο αδελφό μου Νίκο την μάνα μας στη φυλακή του Πολυγύρου και εκεί βλέπαμε και τον Χρήστο, ένα από τους νεότερους φυλακισμένους. Ο πατέρας μας, μετά την αναγκαστική επιστροφή του από το Μπούλκες της τότε Γιουγκοσλαβίας, ήταν υπόδικος, φυλακισμένος ή εκτοπισμένος στη Γιούρα. Ζούσαμε με την γιαγιά μας Μαριγώ Αικατερινάρη. Συχνά θυμόμασταν με τον Χρήστο σκηνές από τις ζοφερές εκείνες ημέρες της φυλακής, στις πολλές συναντήσεις μας στο καφέ «de facto» της Θεσσαλονίκης, όπου συχνάζαμε μέχρι πρόσφατα.
Τα όσα μου διηγήθηκε η επίσης εξόριστη Πολυγυρινή Καίτη Κάλφα και συμπλήρωσε η Ντόρα Παραθυρά -η μόνη επιζώσα της οικογένειας, αδελφή του Χρήστου- σε πρόσφατη επικοινωνία μας το φθινόπωρο του 2013, αποδίδουν την τραγικότητα της κατάστασης, που βίωσαν ο πατέρας και οι δύο από τις θυγατέρες της οικογένειας Παραθυρά:
«Στις αρχές του φθινοπώρου του 1948 και ύστερα από την κράτησή μας στον Πολύγυρο, μας έστειλαν μαζί με άλλες Χαλκιδικιώτισσες, που έφεραν και από αλλού, στη Θεσσαλονίκη, όπου μας φυλάκισαν επί τρεις μήνες σε μια καπναποθήκη στην οδό Ολύμπου 2. Τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου του 1949 μας έστειλαν με το σαπιοκάραβο «Ελένη» εξορία στην Μακρόνησο. Μας έβαλαν εκεί που μετέφεραν τα ζώα, χωρίς να ξέρουμε που πάμε.
Διοικητής - ταγματάρχης του στρατοπέδου στη Μακρόνησο ήταν ο Αντώνιος Βασιλόπουλος , που πάντα είχε μαζί του ένα μεγάλο σκύλο. Όπως θυμάμαι μας πίεζε με κάθε τρόπο, προκειμένου να εξαναγκάσει ορισμένες να διαβάσουν «τα γράμματα εθνικού πατριωτισμού» που πάντα κατέληγαν με το γνωστό «αποκηρύσσω το ΚΚΕ και υποτάσσομαι εις τον ελληνικόν στρατόν». Όσες φορές ο εξαναγκασμός του έφερνε αποτέλεσμα, έδινε εντολή να δυναμώσει η ένταση των πολλών μεγαφώνων. Έτσι μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο η κατάσταση γίνονταν τραγελαφική...
Όταν στη Μακρόνησο πηγαίναμε για σισίτιο -το τι μας έδιναν καλύτερα να μην σου το πούμε- με την μάνα σου Ουρανία (Αικατερινάρη) στηρίζαμε την γριά Συριάνω Τάσιου (γιαγιά του αείμνηστου Πολυγυρινού σκηνοθέτη Παύλου Τάσιου), που κάθε μέρα περνώντας κάτω από μια μεγάλη φωτογραφία της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης ...την μούτζωνε λέγοντας στα Χαλκιδικιώτικα: «Τι μ' έφερες εδώ μαρή αφουρισμένη, ιμένα μια γριά γυναίκα;» Της βουλώναμε το στόμα γιατί φοβόμασταν μην της κάνουν κακό. Οι γιοί της και ιδιαίτερα ο Μιλτιάδης, που ήταν ακόμα στο βουνό, δεν είχαν ξεμπλέξει από τα κυνηγητά».
Έχω τόσα πολλά να σου διηγηθώ, μου είπε η Ντόρα σε μια επικοινωνία μας, πριν λίγες μέρες: «Το Πάσχα μας πήγαιναν στους Χαιρετισμούς, κατά εξάδες, στο ναό του Αγίου Αντωνίου, του οποίου υπήρχαν μόνο τα ντουβάρια, χωρίς καν να υπάρχει σκεπή. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο...» είπε συγκινημένη! «Η οικογένειά μας δεν λύγισε ποτέ, ακόμη και όταν ο πατέρας μας μετά την εκτέλεση στις 5 Μαρτίου 1951 του άλλου αδελφού μας του Ρήγα ανέβαινε στο βουνό και φώναζε αναζητώντας τον, σαν άλλος πατέρας αρχαίων τραγωδιών, το όνομά του.»
Τον Ρήγα, δευτερότοκο γιό της οικογένειας (1928-5 Μαρτίου 1951), τον εκτέλεσαν στο Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους πέντε Χαλκιδικιώτες και τον συνομήλικο του Νικ. Νικηφορίδη, μια εμβληματική μορφή των φιλειρηνικών κινημάτων... Ήταν και οι δυο μόλις στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά για τον τελευταίο ξεσηκώθηκαν, για μην εκτελεστεί, προσωπικότητες της επιστήμης, της πολιτικής, του αθλητισμού, της Τέχνης και των Γραμμάτων. Μεταξύ αυτών ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της μαθηματικής επιστήμης Άλμπερτ Αϊνστάιν, οι πασίγνωστοι φυσικοί Ζολιό και μαντάμ Κιουρί και άλλοι...
Ο Χρήστος όμως, μέσα από τις τόσες περιπέτειες της οικογένειας παρέμεινε πάντα ένας ενεργός πολίτης, υπερασπίζοντας το δίκιο και τους κοινωνικούς αγώνες, τιμώντας χωρίς διακρίσεις την οικογένεια, τους φίλους και τους συντρόφους. Όπως πάντα αντιμετώπιζε μέχρι τέλους, με γενναιότητα και μεγαλοφροσύνη, όλα τα δύσκολα.
Καλό κατευόδιο Χρήστο, φίλε και σύντροφε των παιδικών μου χρόνων, πάντα θα σε θυμόμαστε!
[i] G. Gianoulopoulos, η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1923), ΠΑΝΟΡΑΜΑ 20 ΑΙΩΝΑ, ΕΡΤ 1984, Γεράσιμου Αλεξάτου, Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919, Γιάννη Αικατερινάρη, H XAΛKIΔIKH ΣTON EΘNIKO ΔIXAΣMO (1916-1917), Επίσημα έγγραφα και μαρτυρίες, σε 7 συνέχειες στο περ. «ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ» 2003 και μία στο «ΑΝΤΙ» κ. ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου