Του Γιάννη Μακριδάκη
Ένα δέντρο είναι η ανθρωπότητα.
Ένα μεγάλο λιόδεντρο, χιλιόχρονο.
Μπολιασμένο
Ξεκίνησε από τις ρίζες και έκανε κορμό, άντρεψε με τα χρόνια και έφτασε ψηλά, έφτιαξε κλαδούρες και κλαράκια άπειρα, καρπούς
Κάθε κλαράκι από τη θέση που βρίσκεται όμως πια να ξέρει δε μπορεί, ούτε θυμάται, ούτε έμαθε ποτέ τι γίνεται εκεί κάτω, στην αρχή. Από πού ρουφάει χυμούς και ζει ολόκληρο το δέντρο. Ούτε καν πως είναι ένα δέντρο όλο το οικοδόμημα δεν ξέρει το κλαράκι, πως ανήκει σ’ ένα δέντρο. Δεν την ξέρει την υπόστασή του, δεν την ξέρει τη γη. Νομίζει πως τρέφεται από το αμέσως μεγαλύτερο κλαρί πάνω στο οποίο φύτρωσε. Νομίζει πως το παιχνίδι όλο παίζεται εκεί πάνω, κοντά του, πως όλος ο κόσμος είναι εκεί. Και ολοένα πιο πάνω πως ανεβαίνει και πάει. Γι’ αυτό κάνει επενδύσεις και όνειρα, εις ανώτερα του λένε όλοι γύρω του, κατώτερα να δει κανείς δεν το προτρέπει.
Μα το παιχνίδι όλο της ζωής και της επιβίωσης παίζεται στη βάση. Στη γη. Από εκεί ρουφάει χυμούς και πορεύεται το δέντρο της ανθρωπότητας.
Την παραμέλησε όμως τη βάση του, αποξεχάστηκε γενιά τη γενιά ο άνθρωπος. Κι ύστερα, σαν να μην έφτανε αυτό, το ότι αμέλησε γι αυτήν, άρχισε και να την μολύνει, να την καταστρέφει. Άρχισε και να την απομυζεί απερίσκεπτα με ελαφριά καρδιά. Όσο φουντώνει το δέντρο της ανθρωπότητας, όσο πηγαίνει “εις ανώτερα”, τόσο πιο ελαφριά και πιο ελαστική γίνεται η συνείδησή του.
Την ξ-έχασε τη βάση του, ξέχασε πως ριζώνει απ’ τη γη και θεωρεί πως ίπταται, πως είναι ανεξάρτητος, πως κυριάρχησε των πάντων επί γης
Και παίρνει ξαφνικά μια σοροκάδα αναμαλλιάρα, παίρνει ξαφνικά μια τραμουντάνα βουερή κι αρχίζουνε και σπάνε ένα ένα τα κλαριά και οι κλαδούρες, από την αμασκάλη κόβονται, γενιές επί γενιών κλαριά μέσα σ’ ένα λεφτό του χρόνου πέφτουνε στη γη. Ζωντανά ακόμα μα νεκρά ήδη από χρόνια. Ζωντανά ακόμα μα καταδικασμένα να ξεραθούνε μαρτυρικά και να σαπίζουνε εκεί, στου δέντρου τη φύτρα. Να γίνουνε λίπασμα για τα άλλα που αρχίσανε να σκάνε μύτη κιόλας από τον ίδιο τον κορμό, προτού καν να μπει η άνοιξη…
Ένα δέντρο είναι η ανθρωπότητα.
Ένα μεγάλο λιόδεντρο, χιλιόχρονο.
Μπολιασμένο
Ξεκίνησε από τις ρίζες και έκανε κορμό, άντρεψε με τα χρόνια και έφτασε ψηλά, έφτιαξε κλαδούρες και κλαράκια άπειρα, καρπούς
Κάθε κλαράκι από τη θέση που βρίσκεται όμως πια να ξέρει δε μπορεί, ούτε θυμάται, ούτε έμαθε ποτέ τι γίνεται εκεί κάτω, στην αρχή. Από πού ρουφάει χυμούς και ζει ολόκληρο το δέντρο. Ούτε καν πως είναι ένα δέντρο όλο το οικοδόμημα δεν ξέρει το κλαράκι, πως ανήκει σ’ ένα δέντρο. Δεν την ξέρει την υπόστασή του, δεν την ξέρει τη γη. Νομίζει πως τρέφεται από το αμέσως μεγαλύτερο κλαρί πάνω στο οποίο φύτρωσε. Νομίζει πως το παιχνίδι όλο παίζεται εκεί πάνω, κοντά του, πως όλος ο κόσμος είναι εκεί. Και ολοένα πιο πάνω πως ανεβαίνει και πάει. Γι’ αυτό κάνει επενδύσεις και όνειρα, εις ανώτερα του λένε όλοι γύρω του, κατώτερα να δει κανείς δεν το προτρέπει.
Μα το παιχνίδι όλο της ζωής και της επιβίωσης παίζεται στη βάση. Στη γη. Από εκεί ρουφάει χυμούς και πορεύεται το δέντρο της ανθρωπότητας.
Την παραμέλησε όμως τη βάση του, αποξεχάστηκε γενιά τη γενιά ο άνθρωπος. Κι ύστερα, σαν να μην έφτανε αυτό, το ότι αμέλησε γι αυτήν, άρχισε και να την μολύνει, να την καταστρέφει. Άρχισε και να την απομυζεί απερίσκεπτα με ελαφριά καρδιά. Όσο φουντώνει το δέντρο της ανθρωπότητας, όσο πηγαίνει “εις ανώτερα”, τόσο πιο ελαφριά και πιο ελαστική γίνεται η συνείδησή του.
Την ξ-έχασε τη βάση του, ξέχασε πως ριζώνει απ’ τη γη και θεωρεί πως ίπταται, πως είναι ανεξάρτητος, πως κυριάρχησε των πάντων επί γης
Και παίρνει ξαφνικά μια σοροκάδα αναμαλλιάρα, παίρνει ξαφνικά μια τραμουντάνα βουερή κι αρχίζουνε και σπάνε ένα ένα τα κλαριά και οι κλαδούρες, από την αμασκάλη κόβονται, γενιές επί γενιών κλαριά μέσα σ’ ένα λεφτό του χρόνου πέφτουνε στη γη. Ζωντανά ακόμα μα νεκρά ήδη από χρόνια. Ζωντανά ακόμα μα καταδικασμένα να ξεραθούνε μαρτυρικά και να σαπίζουνε εκεί, στου δέντρου τη φύτρα. Να γίνουνε λίπασμα για τα άλλα που αρχίσανε να σκάνε μύτη κιόλας από τον ίδιο τον κορμό, προτού καν να μπει η άνοιξη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου