Γιάννης Μακριδάκης
Σήμερα έκαψα 4.000 ευρώ σε πενηντάρικα. 80 πενηντάευρα. Τα ‘βαλα μέσα σε μια πήλινη λεκάνη, εκεί που ζύμωνε η συχωρεμένη η μάνα μου κάποτε τα κουλούρια της Λαμπρής, τσαλακωμένα σαν μαρουλόφυλλα τα ‘βαλα κι ύστερα έπιασα το ένα, το άναψα με το τσακμάκι στην άκρη, το γύρισα προς τα κάτω να κάνει φλόγα και το ‘ριξα μέσα. Λαμπάδιασε η τσανάκα στο λεφτό. Σαν να ‘καιγε η ολυμπιακή φλόγα μέσα της ήτανε. Και βγάζανε έναν μαύρο καπνό πηχτό τα μελάνια, βρομοπράματα. Για κάνα δεκάλεπτο περίπου καιγόντανε κι ένιωθα πολύ μεγάλη ηδονή. Από τη μια που μπόρεσα να λευτερωθώ από δαύτα, που κατάφερα επιτέλους να δω πόσο ευτελή κωλόχαρτα είναι και να τους φερθώ κατά πως τους αξίζει, από την άλλη που σκεφτόμουνα, όσο η φωτιά κόρωνε, την ξινισμένη της μούρη, τι θα πάθαινε άμα μ’ έβλεπε να τα καίω σκεφτόμουνα, τώρα που ετοιμάζεται να βάλει χέρι στις καταθέσεις και να μας της κλέψει, σαν που έκανε στην Κύπρο.
Πουτάνα, έλεγα μέσα μου, κι είχα τα μάτια μου καρφωμένα μες στην τσανάκα που κάπνιζε, ούτε εγώ θα ‘χω πια τέτοια κωλόχαρτα, ούτε εσύ θα βρεις τίποτα να αρπάξεις. Θα σε καταστρέψω. Όποτε πέφτει στα χέρια μου τέτοιο κωλόχαρτο, θα του βάζω φωτιά, να το καίω. Κι είχα ένα χαιρέκακο γέλιο στο στόμα, κακαριστό και ύπουλο.
Το ίδιο ακριβώς είχα κάνει μια χρονιά και με τις κολοκυθιές. Μου τα τρώγανε οι ποντικοί κάθε βράδυ τα κολοκύθια και το πρωί πήγαινα και τα ‘βρισκα δαγκαμένα. Παίρνανε το ποσοστό τους οι κύριοι, με φορολογούσανε ολονυχτίς και μου κουρεύανε τον κόπο. Πού να τα φας μετά τ’ απομεινάρια. Τ’ αποφάγια των ποντίκαλων θα φας; Ούτε να το σκεφτείς, με τόσες αρρώστιες που κουβαλάνε. Αυτοί μπορεί να ‘χουνε περπατημένο, μπορεί και γλυμένο όλο το κολοκύθι αλλά να πιπιλίσανε μονάχα την άκρια. Από τη στιγμή που περάσανε κι αγγίξανε οι σιχαμεροί, δεν αγγίζεις εσύ απάνω του, πάει κόπος σου, τον πετάς και δε γεύεσαι τίποτα. Έγινε μια δυο τρεις φορές αυτή η δουλειά, την τέταρτη ξύπνησα πρωί πρωί και βγήκα στον μπαξέ, πήρα την τσάπα και τις ξεπάτωσα όλες τις κολοκυθιές, παλιοπούστηδες, είπα, ούτε εγώ θα φάω κολοκύθι αλλά ούτε εσείς πια, κερατάδες, νηστικοί θα μείνετε, θα ψοφήσετε της πείνας, κι ένιωθα πάλι την ίδια ηδονή θυμάμαι, όσο την έκανα τη δουλειά αυτή, την ίδια όπως και σήμερα το πρωί που της πήρα τη μπουκιά απ’ το στόμα της σκρόφας και την έκαψα. Προτού προλάβει να αγγίξει αυτή, το ‘κανα. Δεν χρειαζότανε να κάτσω να την περιμένω πότε θα βάλει το σιχαμερό της χέρι στις οικονομίες μου. Αφού το ‘βαλε στην τσέπη του γείτονα, του Κύπριου, εμένα θα αφήσει;
Σηκώθηκα λοιπόν πρωί πρωί κι αντί να πάω στο χωράφι, πήγα στην τράπεζα. Ίσαμε ένα χρόνο είχα να μπω σε τράπεζα, ξεχασμένα τα ‘χα έτσι κι αλλιώς τα φράγκα εκεί μέσα. Τα σήκωσα όλα κι έφυγα. Μου λέει ο ταμίας, να σας δώσω μια θυρίδα να τα κρύψετε; Πού θα τα πάτε; Στο σπίτι θα σας τα κλέψουν. Του λέω δεν θέλω θυρίδα, δεν θέλω να τα κρύψω, να τα κάψω θέλω, γι’ αυτό τα παίρνω. Σιγά μην τα αφήσω έτσι ζωντανά, να τα βρούνε οι τοκογλύφοι, να τα γλεντήσουνε εις υγείαν του κορόιδου. Αμφιβάλλω άμα με πίστεψε, σαν σαλεμένο με κοιτούσε, με το στόμα ανοιχτό και κουνούσε και την κεφαλή του απάνω κάτω, μα άλλη κουβέντα δε σταύρωσε.
Γύρισα μάνι μάνι στο χωριό και πήγα στο χωράφι, τα βαλα μες στην τσανάκα και τα μπουρλώτιασα. Λευτερώθηκα. Σαν πουλάκι έγινα, λαφρύς κι αέρινος. Ύστερα πήρα τη στάχτη και την έθαψα σ’ ένα σημείο χέρσο. Μη τυχόν και την πάρει ο αέρας φοβήθηκα και την κυκλοφορήσει εδώ κι εκεί και μαγαρίσει τα φυτά μου. Στάχτη από φράγκα, ό,τι χειρότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου