Χήρα, ετών ογδόντα εφτά. Ολογράφως. Φύρα για το κράτος. Ντρέπεται, γιατί ξεπέρασε το προσδόκιμο. Και είναι βάρος, για όλους. Λέει.
Σύνταξη 894 ευρώ. Οκτακόσια ενενήντα τέσσερα. Ολογράφως κι αυτό. Άλλοι -λέει- δεν παίρνουν ούτε τετρακόσια. Μερικοί ούτε καν σύνταξη. Μερικοί δεν έχουν καν δουλειά. Κάποιες μέρες ούτε γάλα για το παιδί παίρνουν. Την κάναν να ντρέπεται και γι αυτό. «Επειδή το βάλατε γινάτι να ζείτε εσείς και να ζείτε με οκτακόσια ευρώ, εσείς που ανάγκες δεν έχετε, δεν περισσεύει τίποτε για τους νέους, ένα βαρίδιο είστε».
Στα νοίκια, επί αιώνες. Όλα πέφτουν, τα νοίκια είναι σκληρά καρύδια, αντέχουν ακόμη. Έφυγε, μετά απο εικοσιπέντε χρόνια, από το προηγούμενο σπίτι γιατί ούτε ένα εικοσάρικο σκόντο δέχτηκαν να της κάνουν, να πληρώνει τουλάχιστον τη συμμετοχή της για τα χάπια της πίεσης. Μετακόμιση στα 86. Νέα ζωή αρχίζει ξανά. Για δυο μήνες ήταν σαν χαμένη στο νέο κουτί. Αλλού πατούσε, αλλού βρισκόταν, ήθελε το βράδι να πάει στο μπάνιο και πήγαινε στην ντουλάπα. Ήθελε να πατήσει το διακόπτη και έπιανε πόμολο. Πήγαινε να ανοίξει τη βρύση στην κουζίνα και άνοιγε το ψυγείο. Τρεις φορές λάθεψε και στο κρεβάτι, ευτυχώς είχε τοίχο δίπλα και την κράτησε όρθια. Το 2011 πλήρωσε τρεισήμισι χιλιάρικα σε νοίκια. Μπορούσε -βέβαια- να πάει να ζήσει σε τριάντα τετραγωνικά στον πρώτο ή σε κανένα δώμα αντί να ζητάει Βερσαλλίες στον τρίτο με εξηνταπέντε τετραγωνικά. Και σε γηροκομείο μπορούσε, βασίλισσα θα ήταν, αν δεν ντρεπόμασταν εμείς. Το σύνδρομο της Βίκης τις στοίχειωσε όλες όμως, νέες και γριές. Στα λούσα και στη χλίδα. Και γι αυτό ντρέπεται.
Πληρώνει ρεύμα, νερά, τηλέφωνο. Και κοινόχρηστα. Επιμένει να έχει ηλεκτρικό, τρεχούμενο νερό και να μιλάει μια στις τόσες με τις κόρες της και την αδερφή της. Να μιλάει, για να νιώθει ότι δεν είναι φάντασμα.
Δεν θα το πιστέψεις αλλά τρώει κιόλας. Έχει δοσοληψίες με τον χασάπη. Τον φούρναρη. Και με το μανάβη. Μια μέρα είδα να της κάνει ντελίβερι και ο μπακάλης της γειτονιάς. Τυρί, γάλα, ρύζι, αλεύρι, έναν πελτέ ντομάτας, μακαρόνια νούμερο 10, πιπέρι, ζάχαρη, δυο κουτάκια μπίρες. «Για τα εγγόνια» που θα ‘ρχόταν να τη δουν. Εκείνη πίνει ελληνικό, μέτριο. Αν ξεχάσει να πει στο μπακαλόπαιδο να φέρει καφέ, πίνει νερό σκέτο. Από τη βρύση και το ψυγείο, μισό μισό. Έχει και ψυγείο. Ένα Κελβινέιτορ σαράντα χρόνων, δεν το αλλάζει. Κανείς δεν της είπε ότι εδώ δεν είναι αρχαία Αίγυπτος, να θάβουν τους ανθρώπους με τα ηλεκτρικά τους μαζί. «Αφού δουλεύει παιδάκι μου, τι με πειράζει η απόψυξη;»