τα εν οίκω... εν δήμω
Επικοινωνία: peramahalas@gmail.com

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Με αφορμή τον “ΕΞΑΝΤΑ”: Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός

Ωραίο άρθρο από τον Χασοδίκη

Η παραπάνω αποστροφή είναι του πρώην υπουργού Περιβάλλοντος, κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου, και ακούστηκε στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Εξάντα “Ο Θησαυρός της Κασσάνδρας” που προβλήθηκε προχτές από τη ΝΕΤ (και μπορείτε να το δείτε εδώ).

Στην πρό(σ)κληση του κυρίου υπουργού ας απαντήσουμε με μια ερώτηση: αν αύριο εντοπιστεί ένα κοίτασμα ουρανίου κάτω από τον Βράχο της Ακρόπολης, κι αν ο μόνος τρόπος αξιοποίησης του κοιτάσματος είναι να ξηλωθεί ο Βράχος και ό,τι βρίσκεται επάνω του, θα βρεθεί αλήθεια κανείς που να θέσει στα σοβαρά το ερώτημα “ή το ουράνιο ή ο Παρθενώνας”;

Το υποθετικό και ακραίο αυτό ερώτημα σκοπό έχει να καταδείξει το εξής προφανές (μπαίνω στον πειρασμό να πω “αυτονόητο”): ότι η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας δεν είναι κάποιος Ιερός Σκοπός που πρέπει προγραμματικά να προτάσσεται παντός άλλου, ούτε είναι μια απόφαση που θα παρθεί άπαξ και δια παντός, με παπική βούλα ή με διάταγμα του ανωτάτου σοβιέτ, καθολικής εφαρμογής σε όλη την επικράτεια. Μια οργανωμένη κοινωνία στα πλαίσια του κράτους δικαίου δεν αποφασίζει γι’ αυτά τα θέματα αφηρημένα · αποφασίζει in concreto, παναπεί επί του συγκεκριμένου, παναπεί ότι η κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και αφού συνεκτιμηθούν οι ιδιαιτερότητές της.

Η λέξη-κλειδί είναι η στάθμιση: κάθε μορφής επένδυση έχει κάποια προσδοκώμενα οφέλη και κάποιες πιθανές ή βέβαιες επιπτώσεις. Στην αξιολόγησή της, λοιπόν, ο φορέας που καλείται να πάρει τις πολιτικές αποφάσεις και η κοινωνία ευρύτερα οφείλει να σταθμίσει τα οφέλη και τις επιπτώσεις χρησιμοποιώντας το εργαλείο που λέγεται “ανάλυση κόστους-ωφέλειας” (cost-benefit analysis). Η παγίδα βέβαια είναι η εξής: ενώ τα προσδοκώμενα οφέλη μπορούν σχεδόν πάντα να αποτιμηθούν σε αριθμούς λίγο-πολύ συγκεκριμένους (κρατικά έσοδα από δικαιώματα εκμετάλλευσης, φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν και πάει λέγοντας), το ίδιο δεν ισχύει πάντοτε για τις επιπτώσεις. Στο παράδειγμα της Κασσάνδρας, ας πούμε: πώς μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα η καταστροφή ενός αρχέγονου δάσους; Η ενδεχόμενη μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα ή η διάβρωση του εδάφους; Οι επιπτώσεις σε όμορα οικοσυστήματα (π.χ. στο θαλάσσιο περιβάλλον); Η τυχόν ανάγκη να μετακινηθούν οικισμοί; Η μετατόπιση της τοπικής οικονομίας από ορισμένες δραστηριότητες (που σταδιακά θα εγκαταλειφθούν) σε άλλες;

Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καινούργια, απλώς ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα για τέτοια θέματα είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Θα επανέλθουμε σε αυτά παρακάτω, για την ώρα όμως θα πρέπει να επισημάνουμε κάτι άλλο: ότι η περίφημη “ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας”, που τόσο μας απασχολεί, δεν περιορίζεται μόνο στη δημοσιονομική προσαρμογή και δεν εξαρτάται μόνο από την παραμονή στην ευρωζώνη. Εξαρτάται και από τον σεβασμό της χώρας σε αυτό που λέμε “ευρωπαϊκό κεκτημένο”, μέρος του οποίου -και μάλιστα σημαντικό- αφορά και την προστασία του περιβάλλοντος. Για την ακρίβεια, σχεδόν το σύνολο του corpus του ελληνικού δικαίου περιβάλλοντος δεν είναι παρά μεταγραφή της δευτερογενούς ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δηλαδή των κοινοτικών οδηγιών: η προστασία των βιοτόπων, οι διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, η διαχείριση των υδάτινων πόρων είναι εργαλεία που τα έχουμε εισάγει στη χώρα μας από το Κοινοτικό Δίκαιο (αυτό που θα έλεγε η κυρία Λαγκάρντ “ιμπλεμεντέισον”). Η προστασία του περιβάλλοντος, λοιπόν, δεν είναι βίτσιο κάποιων παλαβών που αγαπάνε τα δάση ή ψυχοπονάνε για τις αρκούδες: αποτελεί διεθνή υποχρέωση της χώρας, αποτελεί ένα από τα στοιχεία που (θα έπρεπε να) μας κατατάσσει στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Στον οποίο ανεπτυγμένο κόσμο, που λες, έχουν αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα από πολύ παλιότερα και έχουν δημιουργήσει ορισμένα εργαλεία προκειμένου να κάνουν τη δουλειά τους. Ένα από τα εργαλεία αυτά είναι η αρχή της προφύλαξης (precautionary principle -μεταφράζω πρόχειρα):

Η αρχή της προφύλαξης ορίζει ότι αν μία πράξη ή μία πολιτική ενέχει το ρίσκο της πρόκλησης βλάβης στον πληθυσμό ή στο περιβάλλον, εν απουσία επιστημονικής συναίνεσης για το αν η πράξη ή η πολιτική είναι επιζήμια, το βάρος της απόδειξης ότι δεν είναι επιζήμια το φέρει αυτός που επιχειρεί την πράξη.

Η υιοθέτηση της αρχής της προφύλαξης αναγνωρίζει ακριβώς την αντικειμενική δυσκολία που προκύπτει όταν πρέπει να εκτιμηθούν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις μιας επένδυσης και -συνακόλουθα- να αποτιμηθούν. Η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης στην πράξη, μέσα από τη διαδικασία της ανάλυσης κόστους-ωφέλειας, επιβάλλει τη χρήση ορισμένων πρόσθετων εργαλείων όπως είναι η εκ των προτέρων αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (environmental impact assessment), που γίνεται μέσω ειδικών επιστημονικών μελετών. Οι μελέτες αυτές, με τη σειρά τους, οφείλουν να συνεκτιμούν τις επιπτώσεις που από τη φύση τους δεν μπορούν να αποτιμηθούν επακριβώς σε χρήμα (όπως π.χ. η καταστροφή ή υποβάθμιση ενός οικοσυστήματος -τα λεγόμενα externalities, βλ. ενδεικτικά εδώ, .pdf), καθώς και να εξετάζουν όλες τις εναλλακτικές επιλογές προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο περιβαλλοντικός κίνδυνος, μεταξύ των οποίων (και εδώ είναι το κουμπί) και την λεγόμενη do-nothing alternative: την εναλλακτική δηλαδή του να μην κάνεις απολύτως τίποτα, να μην πειράξεις απολύτως τίποτα -με άλλα λόγια, να μην προχωρήσεις στην επένδυση. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης δεν σημαίνει ότι μια περιβαλλοντικά επιζήμια πολιτική απαγορεύεται εκ των προτέρων: σε γενικές γραμμές, η προφύλαξη υποχωρεί σε περιπτώσεις “υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος” (overriding public interest) -η αναγνώριση όμως του συμφέροντος αυτού προϋποθέτει την εφαρμογή όλης της διαδικασίας που περιγράφεται παραπάνω.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από όλες αυτές τις τεχνικές και ίσως λιγάκι κουραστικές θεωρήσεις είναι το εξής: ότι ερωτήματα όπως αυτά που θέτει ο Παπακωνσταντίνου (“θέλουμε ανάπτυξη ή δεν θέλουμε;”, ”θέλουμε να αξιοποιήσουμε τον ορυκτό μας πλούτο ή δεν θέλουμε;”) δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλοϊκές προσεγγίσεις ενός σύνθετου προβλήματος. Και, στο μέτρο που τα ερωτήματα αυτά τίθενται από κάποιον που κυκλοφορεί με τον αέρα του μεταρρυθμιστή/εκσυγχρονιστή/τεχνοκρατικής αντίληψης πολιτικού, στο μέτρο επίσης που αναπαράγονται άκριτα από τους οργανικούς διανοούμενους ή ψευτοδιανοούμενους του συστήματος, δεν εξυπηρετούν τίποτε άλλο πέρα από το να αποπροσανατολίζουν τον δημόσιο διάλογο, αναβαπτίζοντας συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές σε δήθεν “αυτονόητα”, δημιουργώντας πόλωση και ρίχνοντας το ανάθεμα του αντιδραστικού σε όσους έχουν το θράσος να ζητάνε μια λιγότερο μανιχαϊστική αντιμετώπιση τόσο σοβαρών ζητημάτων, που από τη φύση τους δεν χωράνε στη λογική άσπρο-μαύρο.

Όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε και ο Τάλως προχτές στο twitter, “αναπτυξιακή επιλογή” είναι και το να εισάγουμε από το εξωτερικό ραδιενεργά απόβλητα για θάψιμο: και έσοδα μπορεί να αποφέρει στο δημόσιο ταμείο και θέσεις εργασίας να δημιουργήσει, θέλουμε όμως τέτοιου είδους ανάπτυξη; Ακριβέστερα: θα δεχόμασταν τέτοιου είδους ανάπτυξη μόνο και μόνο επειδή έχει οικονομικά οφέλη, χωρίς να συνυπολογίσουμε το ενδεχόμενο κόστος; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα, λοιπόν, πρέπει να απαντηθεί και στις Σκουριές και οπουδήποτε αλλού, και πρέπει να απαντηθεί στη βάση μιας επιστημονικά τεκμηριωμένης όσο και πολιτικής προσέγγισης, και όχι βέβαια με τη λογική ότι, στο δημοσιονομικό χάλι που βρισκόμαστε, δεν μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί. Στο κάτω-κάτω της γραφής, η κυρίαρχη αφήγηση της Κρίσης είναι ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή καταναλώναμε υπέρμετρα στο Παρόν παίρνοντας δανεικά από το Μέλλον: είναι τουλάχιστον οξύμωρο, οι ίδιοι άνθρωποι που διακονούν αυτήν την αφήγηση, να προτείνουν ως θεραπεία την επανάληψη της ίδιας πρακτικής σε άλλο πεδίο.

Η άλλη όψη αυτού του συμπεράσματος, βέβαια -και εδώ απευθύνομαι στον κόσμο της αριστεράς και της οικολογίας, τον κόσμο του οποίου νιώθω κι εγώ μέρος-, είναι ότι η στάθμιση που περιγράφεται πιο πάνω, όπως δεν μπορεί να καταλήγει πάντοτε υπέρ της ανάπτυξης, έτσι δεν μπορεί να καταλήγει και πάντοτε υπέρ του περιβάλλοντος. Υπάρχουν και θα υπάρχουν περιπτώσεις όπου το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος θα είναι τόσο οφθαλμοφανώς υπέρτερο, ώστε να επιβάλλει την ανοχή της περιβαλλοντικής ζημίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η προσέγγιση της αριστεράς θα πρέπει να μετατοπίζεται σε άλλες παραμέτρους -παραμέτρους όπως ο περιορισμός της ζημίας, η όσο το δυνατόν καλύτερη αποκατάσταση ή η εξασφάλιση αντισταθμιστικού οφέλους για το κοινωνικό σύνολο. Στον μανιχαϊσμό της κυρίαρχης αφήγησης ας μην αντιτάξουμε έναν “δικό μας” μανιχαϊσμό.

Τελειώνοντας, ας διευκρινίσω ότι αυτή η ανάρτηση δεν αφορά συγκεκριμένα την περίπτωση της Κασσάνδρας -παίρνει απλώς αφορμή από αυτήν για να καταδείξει ότι, τελικά, ο τρόπος που θέτεις το κάθε ερώτημα υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό και την απάντηση. Και ο τρόπος που θέτει το ερώτημα ο Παπακωνσταντίνου είναι απλώς ο λάθος τρόπος: στο μέτρο δε που αναπαράγεται όλο και περισσότερο στον δημόσιο διάλογο σε τούτη την εποχή της κρίσης, είναι επιπλέον και επικίνδυνος.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου