τα εν οίκω... εν δήμω
Επικοινωνία: peramahalas@gmail.com

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Φόρος καπνού σε όσους τολμούσαν να ανάψουν τζάκι


Ο φετινός χειμώνας είναι ο χειρότερος της μεταπολεμικής περιόδου, όχι λόγω κρύου, αλλά λόγω περιορισμών στη θέρμανση.
Τα καλοριφέρ σιωπούν, τα τζάκια υπερλειτουργούν, κάποιες σόμπες και μπουριά δοκιμάζονται αν δουλεύουν, ενώ αν ξαναμπούν σε λειτουργία και τα μαγκάλια τότε σημαίνει πως ο χρόνος πηγαίνει προς τα πίσω και αντί να βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα κατευθυνόμαστε ταχύτατα στο 19ο αιώνα, με....
τον οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα...
Και επειδή τα τελευταία χρόνια η τουρκική λέξη "χαράτσι" ξαναμπήκε στη ζωή μας, σημειώνουμε ότι στην Τουρκοκρατία η θέρμανση θεωρείτο ουσιαστικά τεκμήριο, αφού όσοι, ελάχιστοι, διέθεταν τζάκι και είχαν την τόλμη να το ανάβουν πλήρωναν φόρο καπνού (ελπίζουμε να μη βάζουμε ιδέες...). Όταν ο φρουρός στο φυλάκιο του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως έβλεπε κάποια καμινάδα της πόλης να καπνίζει, ενημέρωνε το φορατζή, ο οποίος έκανε κατ οίκον επίσκεψη στους έχοντες και κατέχοντες θέρμανση.

Το "Δεν πληρώνω" της εποχής σήμαινε, στην καλύτερη περίπτωση, βαρύτατο πρόστιμο και, στη χειρότερη, φυλάκιση σε άθλιες συνθήκες.


Ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης οι προετοιμασίες για τα χειμωνιάτικα κρύα ξεκινούσαν απ τα μέσα Σεπτεμβρίου και διαρκούσαν ένα μήνα. Οι νοικοκυρές, αφού πρώτα σφουγγάριζαν καλά, τοποθετούσαν χαλιά και φλοκάτες στο πάτωμα, ενώ τα πλέον καλαίσθητα χαλιά με τις όμορφες παραστάσεις έμπαιναν στον τοίχο για διακόσμηση αλλά και καλύτερη θέρμανση του δωματίου.

Στη συνέχεια, έβγαζαν από τα μπαούλα - ή "γιούκους" - τα χειμωνιάτικα ρούχα, στα οποία ξεχώριζαν οι ολόσωμες μάλλινες πιτζάμες και οι πλεκτοί σκούφοι με τη φούντα στην άκρη.

Οι άνδρες αναλάμβαναν να μπαλώσουν τις τρύπες στις πόρτες και τη στέγη, καρφώνοντας ξύλα ή παραγεμίζοντάς τις με πούπουλα ώστε να μην μπαίνει η παγωνιά. Τα ξύλα του χειμώνα κόβονταν από τους άνδρες ή από τους "ψυχογιούς", όταν αυτοί υπήρχαν, με μαεστρία και αποθηκεύονταν ομοιόμορφα για να μη χαρακτηριστεί το σπίτι ανοικοκύρευτο, ή όπως ανέφερε έκφραση της εποχής: "Κούτσουρα ανακατωμένα, νύφη μακριά από μένα".

Ακόμα και το άναμμα της πρώτης φωτιάς του χειμώνα αποτελούσε ιεροτελεστία που ξεκινούσε ο σπιτονοικοκύρης ή ο πρεσβύτερος της οικογένειας. Όταν δεν υπήρχε κανένας από τους δύο, καλείτο ένα αγόρι της γειτονιάς, πάνω από 12 χρόνων, που έπαιρνε με κερί τη φλόγα από το καντήλι του σπιτιού και μετά το πρώτο άναμμα δεχόταν τα κεράσματα της οικογένειας.

Τα τζάκια στην Αθήνα του 19ου αιώνα μπορεί να ήταν ελάχιστα - εξ ου και η έκφραση: "Αυτός είναι από τζάκι" -, αλλά πολλά απ αυτά ήταν ιδιαίτερα περίτεχνα, αφού είχαν σκαλισμένα γύρω τους παραστάσεις της καθημερινής ζωής, κυνηγιού ή εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, εμφανίζοντας ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής, που προκαλούσε έκπληξη και θαυμασμό στους ξένους περιηγητές της εποχής.

Αν η αριστοκρατία ζεσταινόταν από τζάκια, ο λαός περιοριζόταν σε μαγκάλια, που χωρίζονταν στα "ατζέμικα" που ήταν στατικά και στις "καρούσες" που διέθεταν τροχούς ώστε να μετακινούνται στο χώρο. Τα μαγκάλια θερμαίνονταν με πετροκάρβουνο, που ήταν υλικό κακής ποιότητας που κάπνιζε και μύριζε απαίσια, ποιοτικό κάρβουνο, κουκουνάρια από πεύκα και έλατα και φυσικά ξύλο.

Φυσικά, ακόμα και στα μαγκάλια υπήρχε ποιοτική διάκριση, μια και αυτά των πλουσίων ήταν από μπακίρι και υπήρχε ένα σε κάθε δωμάτιο, συμπληρώνοντας το τζάκι, ενώ των φτωχών ήταν μια και μοναδική πρόχειρη κατασκευή που έμπαινε συνήθως κάτω από το τραπέζι, ώστε να ζεσταίνει τα πόδια των μελών της οικογένεια και άναβε μόνο τις ημέρες που είχε πολύ κρύο, τις γιορτές ή όταν υπήρχαν μουσαφίρηδες.

Οι φτωχότεροι είχαν δημιουργήσει ένα ποιοτικό, για την εποχή, θερμαντικό υλικό, ιδιαίτερα όμως χρονοβόρο στην παρασκευή του, τις λεγόμενες φράπες. Οι τελευταίες παρασκευάζονταν από ψιλοκομμένο κάρβουνο, στάχτη, ρετσίνι και ροκανίδι, τα οποία, αφού ζυμώνονταν, ρίχνονταν στο καζάνι όπου γίνονταν πολτός. Στη συνέχεια, αφού στέγνωναν, γίνονταν μικρές μπάλες που ξεραίνονταν στον ήλιο και τον αέρα, ώστε να καταλήξουν τελικά στη φουφού.

Η φτωχική φράπα είχε ιδιαίτερη πέραση και στους πλούσιους, αυτή τη φορά όχι για λόγους οικονομίας, αλλά γιατί έτσι απέφευγαν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες (δηλητηριάσεις, λιποθυμίες, πονοκεφάλους, εμετούς) που δημιουργούσε πολλές φορές με τις αναθυμιάσεις του το κάρβουνο. Ο Δημήτρης Καμπούρογλου, μάλιστα, θα περιγράψει τη φράπα ως "...περίφημον είδος καυσίμου ύλης το μίγμα τούτο, καθ ότι αναπλήρωνε επαρκέστατα το ήμερον κάρβουνο".

Η πρώτη σόμπα στην Αθήνα εμφανίστηκε στην αυστριακή πρεσβεία, εντυπωσιάζοντας με τη θερμότητα και τις ανάγλυφες παραστάσεις της, αλλά η τιμή της, κατά τις εφημερίδες, "εκπολιτισμένης εστίας" ήταν απλησίαστη για τους πολλούς, αφού εισάγονταν αποκλειστικά από τη Γερμανία. Κάποιος επιχειρηματίας της εποχής προσπάθησε ν αντιγράψει την τεχνογνωσία της νέας εφεύρεσης, επιχειρώντας, χωρίς επιτυχία, να δημιουργήσει μια σόμπα φτιαγμένη αποκλειστικά στην Ελλάδα.

Οι πρώτοι μηχανισμοί τύπου καλοριφέρ κάνουν την εμφάνισή τους, στο τέλος του 19ου αιώνα. Ονομαστικά μιλάμε για μια σόμπα που έπαιζε ρόλο του λέβητα, που έπαιρνε τον ατμοσφαιρικό αέρα θερμαίνοντάς τον και διοχετεύοντάς τον στη συνέχεια μέσω σωλήνων στα δωμάτια.

Στους κοινόχρηστους χώρους, όπως τα καφενεία, η λύση στη θέρμανση δινόταν από το συνωστισμό, το ντουμάνι από τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες και κάποια μαγκάλια που υπήρχαν μόνο στα "καλά" καφενεία, όπως του "Ζαχαράτου".


Κων/νος Μπορδόκας.

http://www.i-diadromi.com/2012/11/blog-post_347.html

1 σχόλιο: