Της Γεωργίας Χρήστου
Κάποτε, υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, στην άκρη του δρόμου, που ένωνε δυο πόλεις. Οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κάθονται επάνω της και να ξεκουράζονται, κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί. Η πέτρα ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να μετακινούνται από εδώ και από εκεί, όποτε το ήθελαν και συχνά παραπονιόταν για τη δική της άχαρη ζωή, που την ανάγκαζε να βρίσκεται ακίνητη σε εκείνο το μέρος, χωρίς να κάνει τίποτα.
Εκείνη διψούσε για περιπέτεια, για εμπειρίες. Το μεγάλο όνειρό της ήταν να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, που ένας γυρολόγος κάθισε επάνω της για να ξεκουραστεί, η πέτρα μας ένιωσε ζήλεια για το γυρολόγο, που διέσχιζε όλη τη χώρα, πουλώντας την πραμάτεια του.
Αφού ήπιε νερό και έφαγε λίγο από το ψωμί του, ο γυρολόγος άρχισε να μονολογεί: -Ααχχ!!! Πόσο δύσκολη και κουραστική είναι η ζωή μου! Η οικογένειά μου με χρειάζεται κοντά της κι εγώ, είμαι αναγκασμένος να περιδιαβαίνω όλη τη χώρα, για να πουλώ τις πραμάτειες μου, για να ζω την οικογένειά μου. Περπατώ όλη μέρα, με λίγες στιγμές ξεκούρασης και λίγο ύπνο, για να προλαβαίνω να βρίσκομαι στον προορισμό μου πριν νυχτώσει.
Ο άνθρωπος κοίταξε την πέτρα και χαμογέλασε. -Εσύ, είσαι πολύ τυχερή! Ζεις στο μέρος σου, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα, δεν σου λείπει η οικογένειά σου και όλοι οι άνθρωποι σε ευγνωμονούν για το καλό που τους κάνεις! Η πέτρα έμεινε άναυδη! Στράφηκε προς τον άνθρωπο και τον ρώτησε απορημένη:
-Μα τι είναι αυτά που λες; Εγώ είμαι μια ασήμαντη πέτρα! Το μόνο που μπορώ να κάνω σε ολόκληρη τη ζωή μου είναι να ονειρεύομαι. Δεν έχω καμιά άλλη δυνατότητα!
-Αυτή την εντύπωση έχεις για τον εαυτό σου; Της αντιγύρισε ο άνθρωπος. -Μάθε λοιπόν, ότι αυτό που μπορείς να κάνεις εσύ σε όλη τη ζωή σου, δηλαδή να ονειρεύεσαι, οι άνθρωποι δεν το κάνουν πια. Εγκλωβισμένοι μέσα στα προβλήματα και στο μόχθο τους για τη ζωή, έχουν ξεχάσει αυτή την υπέροχη εμπειρία του ονειρέματος. Προφασίστηκαν ότι δεν έχουν χρόνο για αυτό και έχασαν έτσι τη μαγεία της ζωής!
-Θέλεις να σου πω και για ποιο λόγο είσαι ευλογημένη;
-Ναι, ναι, βέβαια, απάντησε όλο έξαψη η πέτρα.
-Εσύ, κάθεσαι εδώ, σε αυτό το μέρος μόνιμα και οι άνθρωποι που έρχονται σε εσένα για να αναπαυτούν, σε γεμίζουν με ένα σωρό ευλογίες και ευχαριστίες που υπάρχεις, ευγνωμονούν το Θεό που φροντίζει για αυτούς. Είσαι η πιο δημοφιλής και αγαπητή παρουσία σε αυτό το δρόμο. Και όσο για το νόημα της ζωής σου, σκέψου το έργο που κάνεις! Αμέτρητοι οι ταξιδιώτες που αναπαύτηκαν επάνω σου, χρόνια και χρόνια!
Η πέτρα παρέμεινε σιωπηλή. Το έργο, οι ταξιδιώτες και η ευγνωμοσύνη τους, η δυστυχία των ανθρώπων να μην ονειρεύονται πια, μα τότε…..
Ο γυρολόγος σηκώθηκε και αφού ευχαρίστησε την πέτρα για την ανάπαυση που του πρόσφερε, τράβηξε το δρόμο του. Η πέτρα έμεινε μόνη. Όμως δεν ήταν πλέον η ίδια πέτρα. Μια ευτυχία την κατέκλυζε. Η ζωή της είχε πια ένα μεγάλο νόημα. Πρόσφερε. Πρόσφερε στους ταξιδιώτες, πρόσφερε στην Ύπαρξη, το δικό της δώρο. Πόσες πολλές ιστορίες ανθρώπων θα είχε να Του πει, όταν θα συναντούσε κάποτε το Θεό της.
Στην άκρη του δρόμου που ένωνε τις δύο πόλεις, μια λαμπερή πέτρα προσκαλούσε τους ταξιδιώτες να ξαποστάσουν. Όλοι τη γνώριζαν και όλοι την ευχαριστούσαν. Και μέρα με τη μέρα η πέτρα γινόταν όλο και πιο λαμπερή.
enallaktikidrasi.com
Κάποτε, υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, στην άκρη του δρόμου, που ένωνε δυο πόλεις. Οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κάθονται επάνω της και να ξεκουράζονται, κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί. Η πέτρα ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να μετακινούνται από εδώ και από εκεί, όποτε το ήθελαν και συχνά παραπονιόταν για τη δική της άχαρη ζωή, που την ανάγκαζε να βρίσκεται ακίνητη σε εκείνο το μέρος, χωρίς να κάνει τίποτα.
Εκείνη διψούσε για περιπέτεια, για εμπειρίες. Το μεγάλο όνειρό της ήταν να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, που ένας γυρολόγος κάθισε επάνω της για να ξεκουραστεί, η πέτρα μας ένιωσε ζήλεια για το γυρολόγο, που διέσχιζε όλη τη χώρα, πουλώντας την πραμάτεια του.
Αφού ήπιε νερό και έφαγε λίγο από το ψωμί του, ο γυρολόγος άρχισε να μονολογεί: -Ααχχ!!! Πόσο δύσκολη και κουραστική είναι η ζωή μου! Η οικογένειά μου με χρειάζεται κοντά της κι εγώ, είμαι αναγκασμένος να περιδιαβαίνω όλη τη χώρα, για να πουλώ τις πραμάτειες μου, για να ζω την οικογένειά μου. Περπατώ όλη μέρα, με λίγες στιγμές ξεκούρασης και λίγο ύπνο, για να προλαβαίνω να βρίσκομαι στον προορισμό μου πριν νυχτώσει.
Ο άνθρωπος κοίταξε την πέτρα και χαμογέλασε. -Εσύ, είσαι πολύ τυχερή! Ζεις στο μέρος σου, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα, δεν σου λείπει η οικογένειά σου και όλοι οι άνθρωποι σε ευγνωμονούν για το καλό που τους κάνεις! Η πέτρα έμεινε άναυδη! Στράφηκε προς τον άνθρωπο και τον ρώτησε απορημένη:
-Μα τι είναι αυτά που λες; Εγώ είμαι μια ασήμαντη πέτρα! Το μόνο που μπορώ να κάνω σε ολόκληρη τη ζωή μου είναι να ονειρεύομαι. Δεν έχω καμιά άλλη δυνατότητα!
-Αυτή την εντύπωση έχεις για τον εαυτό σου; Της αντιγύρισε ο άνθρωπος. -Μάθε λοιπόν, ότι αυτό που μπορείς να κάνεις εσύ σε όλη τη ζωή σου, δηλαδή να ονειρεύεσαι, οι άνθρωποι δεν το κάνουν πια. Εγκλωβισμένοι μέσα στα προβλήματα και στο μόχθο τους για τη ζωή, έχουν ξεχάσει αυτή την υπέροχη εμπειρία του ονειρέματος. Προφασίστηκαν ότι δεν έχουν χρόνο για αυτό και έχασαν έτσι τη μαγεία της ζωής!
-Θέλεις να σου πω και για ποιο λόγο είσαι ευλογημένη;
-Ναι, ναι, βέβαια, απάντησε όλο έξαψη η πέτρα.
-Εσύ, κάθεσαι εδώ, σε αυτό το μέρος μόνιμα και οι άνθρωποι που έρχονται σε εσένα για να αναπαυτούν, σε γεμίζουν με ένα σωρό ευλογίες και ευχαριστίες που υπάρχεις, ευγνωμονούν το Θεό που φροντίζει για αυτούς. Είσαι η πιο δημοφιλής και αγαπητή παρουσία σε αυτό το δρόμο. Και όσο για το νόημα της ζωής σου, σκέψου το έργο που κάνεις! Αμέτρητοι οι ταξιδιώτες που αναπαύτηκαν επάνω σου, χρόνια και χρόνια!
Η πέτρα παρέμεινε σιωπηλή. Το έργο, οι ταξιδιώτες και η ευγνωμοσύνη τους, η δυστυχία των ανθρώπων να μην ονειρεύονται πια, μα τότε…..
Ο γυρολόγος σηκώθηκε και αφού ευχαρίστησε την πέτρα για την ανάπαυση που του πρόσφερε, τράβηξε το δρόμο του. Η πέτρα έμεινε μόνη. Όμως δεν ήταν πλέον η ίδια πέτρα. Μια ευτυχία την κατέκλυζε. Η ζωή της είχε πια ένα μεγάλο νόημα. Πρόσφερε. Πρόσφερε στους ταξιδιώτες, πρόσφερε στην Ύπαρξη, το δικό της δώρο. Πόσες πολλές ιστορίες ανθρώπων θα είχε να Του πει, όταν θα συναντούσε κάποτε το Θεό της.
Στην άκρη του δρόμου που ένωνε τις δύο πόλεις, μια λαμπερή πέτρα προσκαλούσε τους ταξιδιώτες να ξαποστάσουν. Όλοι τη γνώριζαν και όλοι την ευχαριστούσαν. Και μέρα με τη μέρα η πέτρα γινόταν όλο και πιο λαμπερή.
enallaktikidrasi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου