Ο Manu Dibango γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1933 στη Ντουάλα, την πρωτεύουσα του Καμερούν. Ο πατέρας του, Michel Manfred N’Djoké Dibango ήταν δημόσιος υπάλληλος. Όταν το 1941 τελείωσε το σχολείο του χωριού του, έγινε δεκτός από το «σχολείο του λευκού ανθρώπου» (“the white man’s school”). Εκεί αναγκάστηκε να μάθει γαλλικά, κάτι όμως που θα τον βοήθησε πάρα πολύ στο μέλλον. Θαύμαζε ιδιαίτερα το δάσκαλό του, τον οποίο περιέγραψε κάποτε σαν «εξαιρετικό σχεδιαστή και ζωγράφο». Έπειτα από την αποφοίτησή του, ο πατέρας του τον έστειλε σε οικοτροφείο στο Saint-Calais. Την άνοιξη του 1949, ο νεαρός Manu έπλευσε για Μασσαλία. Την επόμενη χρονιά πήγε στο γυμνάσιο του Chartres όπου ξεκίνησε να παίζει μουσική: μαντολίνο και πιάνο. Κατά τη διάρκεια των διακοπών σε μια κατασκήνωση για παιδιά από το Καμερούν που ζουν στη Γαλλία, συνάντησε τον Francis Bebey, ο οποίος τον εισήγαγε στον κόσμο της jazz. Μαζί έφτιαξαν ένα ντουέτο όπου ο καθένας έπαιζε το όργανο που του άρεσε πιο πολύ. Κάπου εδώ ανακάλυψε το σαξόφωνο και ξεκίνησε μαθήματα.
Τελικά πήρε το απολυτήριο μέσης εκπαιδεύσεως στη Reims. Ενώ ήθελε να σπουδάσει περαιτέρω στον τομέα των επιχειρήσεων, δεν τα κατάφερε κι ο πατέρας του, του έκοψε το επίδομα.
Επόμενος σταθμός για τον Dibango ήταν οι Βρυξέλλες. Έπιασε δουλεία στο club “Tabou” όπου γνώρισε τη γυναίκα την Coco που έμελλε αργότερα να παντρευτεί. Σύντομα έχασε τη δουλεία του λόγω μιας διαμάχης με τον ιδιοκτήτη. Όμως, έπειτα από λίγες εβδομάδες δέχτηκε μια πρόταση να συμμετάσχει σε μια μπάντα που θα περιόδευε στις αμερικανικές βάσεις στην Ευρώπη. Οι εμφανίσεις του στην Οστάνδη και την Αμβέρσα του έφεραν ένα συμβόλαιο με την Chat Noir.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 γύρισε στις Βρυξέλλες όπου και έπιασε δουλειά στο φημισμένο “Les Anges Noirs”. Σε αυτό το σημείο η μουσική του άρχισε να ξεφεύγει από τα δυτικά πρότυπα, αντικαθιστώντας το cha-cha και το tango με παραδοσιακή αφρικανική μουσική. Ο Joseph Kabasélé που τον επηρέασε πολύ, τον προσέλαβε ως σαξοφωνίστα στην ορχήστρα του. Ηχογράφησαν μαζί περίπου 40 κομμάτια σε ένα στούντιο στις Βρυξέλλες, τα οποία σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Μουσικά ώριμος ο Manu Dibango άρχισε να ονειρεύεται την κυκλοφορία ενός solo δίσκου. Πρώτα όμως επέστρεψε στην Αφρική παίζοντας στο Ζαΐρ με τον Kabasélé και ανοίγοντας το δικό του club (Tam Tam). Επέστεψε στο Παρίσι το 1965 και για τέσσερα χρόνια συμμετείχε στις ορχήστρες του Dick Rivers και του Nino Ferrer.
Το 1972 επ’ αφορμή του 8ου Κυπέλλου Εθνών Αφρικής (Copa Africa) στη Yaoundé, συνέθεσε τον ύμνο της διοργάνωσης, το οποίο έμελλε να γίνει εκτός από το καλύτερο τραγούδι του , ύμνος για όλη την Αφρική: το “Soul Makossa”.
Το τραγούδι αυτό σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ανέβηκε στα αμερικανικά charts και προξένησε το ενδιαφέρον της Decca. Έτσι το 1973 ο Manu Dibango βρέθηκε μα περιοδεύει για ένα μήνα στις Ηνωμένες Πολιτείες (δέκα ημέρες στο διάσημο “Appollo” στο Χάρλεμ). Η χρονιά έκλεισε με ένα ιστορικό live στο διάσημο “Olympia” στο Παρίσι.
Στις αρχές 1976 του κι αφού ολοκλήρωσε τον δίσκο “Manu 76″, πέθανε ο πατέρας του και λίγους μήνες αργότερα η μητέρα του.
Δύο χρόνια μετά κυκλοφόρησε έναν από τους πιο καλούς του δίσκους “Home Made” ηχογραφώντας τον με μουσικούς από την Γκάνα και η Νιγηρία.
Το 1978 ηχογράφησε το “Home Made” και συναντήθηκε με τον μεγάλο Νιγηριανό μουσικό της Afrobeat τον Fela Kuti στο Λάγος. Manu συναντήθηκε επίσης Fela, ο βασιλιάς της afrobeat. Η επιτυχία αυτού του άλμπουμ του τον έφερε στην Τζαμάικα όπου ηχογράφησε μαζί με τους Robbie Shakespeare και Sly Dunbar το δίσκο “Gone Clear”, μια μουσική προσέγγιση της Αφρικής και της Τζαμάικα.
Ο πιο επιτυχημένος δίσκος του για τα 80’s ήταν το “Abele Dance” που κυκλοφόρησε το 1984. Το “Abele Dance” κόλλησε στα decks σε Ευρώπη και Αμερική για αρκετό καιρό.
Στις 14 Μαρτίου 1986, τιμήθηκε από το Γάλλο Υπουργό ΠολιτισμούJack Lang, με το βραβείο “ Medaille des Arts et des Lettres ”, κάτι που για τον ίδιο παραμένει ένα από τα καλύτερα πράγματα που συνέβησαν στη ζωή του. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε άλλον έναν επιτυχημένο δίσκο ονόματι “Afrijazzy”.
Έπειτα από δύο χρόνια συμμετείχε στο Φεστιβάλ “Des Francofolies” σε μια συναυλία με τίτλο “La Fête à Manu”. Μαζί του επί σκηνής πολλοί διάσημοι και φίλοι από τα παλιά όπως ο Paul Personne, Le Forestier, Nino Ferrer, Nzongo Soul & Zao (από το Κονγκό) και οι συμπατριώτες του Têtes Brûlées. Τον Δεκέμβριο του 1988 κυκλοφόρησε ένα διπλό live album από την συναυλία αυτή με το όνομα “Happy Reunion”.
Η επόμενη δεκαετία, αυτή του ’90, ξεκίνησε με την έκδοση της αυτοβιογραφίας του “Trois kilos de café”. Ακολούθησε η κυκλοφορία του “Polysonic” και πάρα πολλά best of. Επίσης ένωσε μέσω του “Wakafrica, ou l’Afrique en route” την Αφρικανική μουσική προσκαλώντας διάσημους καλλιτέχνες όπως οι Youssou N’Dour, King Sunny Ade, Salif Keita, Angélique Kidjo, Ray Lema κ.α.
Ο ξαφνικός θάνατος της γυναίκας του το 1995 τον ενέπνευσε για ακόμη έναν υπέροχο δίσκο όπως το “Lamastabastani”. Πιο blues και πιο gospel από ποτέ, ο Dibango δημιούργησε ένα νοσταλγικό τοπίο παράλληλα με αυτό που δεν παρέλειψε ποτέ στην καριέρα του: τις ρίζες του.
Το 1998 οργάνωσε το φεστιβάλ για την Αφρικανική μουσική “Soirs au village” στο Saint-Calais, κάτι που βοήθησε αυτή την μουσική να μπει σε πολλά παραπάνω ευρωπαϊκά σπίτια.
Τον Απρίλιο του 2000 ο ακούραστος Manu Dibango κυκλοφόρησε ένα ακόμη δίσκο, το “Mboa’su” με ορχήστρα αποτελούμενη από νέους καλλιτέχνες (Gino Sitson, Mario Canonge κ.α.).
Η μεγαλύτερη μάλλον διάκρισή του, ήρθε με την αυγή της νέα χιλιετίας, όταν ψηφίστηκε από τους συμπατριώτες του ως ο Καμερουνέζος του αιώνα, θέση που μοιράστηκε με τον ποδοσφαιριστή Roger Milla.
Το 2001 κυκλοφόρησε άλλο ένα νέο δίσκο, το “Kamer feeling”, με εξέχοντες για άλλη μια φορά καλεσμένους: τον Omar Sosa και τον Mario Canonge στο πιάνο και τους Ruth Kotto, Koko Ateba και Pablo Master στο τραγούδι.
Το 2003 γιόρτασε παράλληλα με τα 70 του χρόνια, την 30ή επέτειο του θρυλικού “Soul Makossa”. Έπαιξε στο “Gaïa World Event” ένα φεστιβάλ με σκοπό την προβολή των περιβαλλοντικών θεμάτων, μαζί με την Jane Birkin, Cesaria Evora, τον Zucchero, τον Roger Hogson κ.α.
Την επόμενη χρονιά και συγκεκριμένα τον Μάιο ήρθε ακόμη μια τιμητική διάκριση. Ονομάστηκε “Unesco’s Peace Artist of the Year”. Ο γενικός διευθυντής της UNESCO Koichiro Matsuura, στο λόγο που εκφώνησε ανέπτυξε τους λόγους αυτής της διάκρισης: «σε αναγνώριση της εξαιρετικής συνεισφοράς του στην ανάπτυξη των τεχνών, της ειρήνης και του διαλόγου μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών του κόσμου»
Για τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε σε πολλά σημαντικά φεστιβάλ, κάνοντας ως συνήθως ενδιαφέρουσες συνεργασίες. Στη δισκογραφία επανήλθε στα τέλη του 2005, όντας υπεύθυνος για το μεγαλύτερο μέρος του soundtrack της ταινίας κινουμένων σχεδίων “Kirikou et les bêtes sauvages”.
Το 2006 κυκλοφόρησε ένα DVD (“Manu Dibango et le Soul Gang Makossa”) με το live του από το στάδιο “Uriage en Voix”.
• Soul Makossa (1972) Fiesta records
• O Boso (1973) London/PolyGram Records
• Makossa Man (1974) Atlantic Records
• Makossa Music (1975) Creole Records Licensed from “Societe Francais Du Son – France”
• Manu 76 (1976) Decca/PolyGram Records
• Super Kumba (1976) Decca/PolyGram Records
• The World of Manu Dibango (1976) Decca Records
• Ceddo O.S.T (1977) Fiesta Records
• A l’Olympia (1978) Fiesta Records
• Afrovision (1978) Mango/Island/PolyGram Records
• Sun Explosion (1978) Decca/PolyGram Records
• Gone Clear (1980) Mango/Island/PolyGram Records
• Ambassador (1981) Mango/Island/PolyGram Records
• Waka Juju (1982) Polydor/PolyGram Records
• Mboa (1982) Sonodisc/Afrovision
• Electric Africa (1985) Celluloid
• Afrijazzy (1986)
• Deliverance (1989) Afro Rhythmes
• Happy Feeling (1989) Stern’s
• Rasta Souvenir (1989) Disque Esperance
• Polysonik (1992)
• Live ’91 (1994) Stern’s Music
• Wakafrika (1994) Giant/Warner Bros. Records
• African Soul – The Very Best Of (1997) Mercury
• CubAfrica (with Eliades Ochoa) (1998)
• Africadelic (2003) Mercury
• Soul Makossa / New Bell (2008) Atlantic
• O Boso (1973) London/PolyGram Records
• Makossa Man (1974) Atlantic Records
• Makossa Music (1975) Creole Records Licensed from “Societe Francais Du Son – France”
• Manu 76 (1976) Decca/PolyGram Records
• Super Kumba (1976) Decca/PolyGram Records
• The World of Manu Dibango (1976) Decca Records
• Ceddo O.S.T (1977) Fiesta Records
• A l’Olympia (1978) Fiesta Records
• Afrovision (1978) Mango/Island/PolyGram Records
• Sun Explosion (1978) Decca/PolyGram Records
• Gone Clear (1980) Mango/Island/PolyGram Records
• Ambassador (1981) Mango/Island/PolyGram Records
• Waka Juju (1982) Polydor/PolyGram Records
• Mboa (1982) Sonodisc/Afrovision
• Electric Africa (1985) Celluloid
• Afrijazzy (1986)
• Deliverance (1989) Afro Rhythmes
• Happy Feeling (1989) Stern’s
• Rasta Souvenir (1989) Disque Esperance
• Polysonik (1992)
• Live ’91 (1994) Stern’s Music
• Wakafrika (1994) Giant/Warner Bros. Records
• African Soul – The Very Best Of (1997) Mercury
• CubAfrica (with Eliades Ochoa) (1998)
• Africadelic (2003) Mercury
• Soul Makossa / New Bell (2008) Atlantic
apo arm
http://www.asante.gr/manu-dibango/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου