Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς που του άρεσε πάρα πολύ το κυνήγι του αγριογούρουνου. Μια φορά τη βδομάδα, παρέα με τους πιο στενούς φίλους και τους καλύτερους τοξότες του, έβγαινε από το παλάτι κι έμπαινε στο δάσος αναζητώντας τα επικίνδυνα ζώα που, πράγματι, δημιουργούσαν προβλήματα σε όλους τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους του βασιλείου.
Έτσι, η συγκίνηση της περιπέτειας συμπληρωνόταν από την υπηρεσία που παρείχε στους υπηκόους του ελευθερώνοντάς τους από τους χειρότερους εχθρούς τους, που λεηλατούσαν και σκότωναν.
Η τεχνική του κυνηγιού ήταν πάντα η ίδια: εντόπιζαν ένα κοπάδι αγριογούρουνων, το περικύκλωναν και το ανάγκαζαν να κατευθυνθεί σε κάποιο ξέφωτο, όπου θα γινόταν η αναμέτρηση.
Για να διατηρηθεί ο αθλητικός χαρακτήρας του κυνηγιού, ήταν απαραίτητο ο κυνηγός (κάποιος από τους φίλους του ή ο ίδιος ο βασιλιάς) να αφήσει το άλογό του και να αναμετρηθεί σώμα με σώμα με το ζώο, οπλισμένος μονάχα με μια λόγχη κι ένα κοφτερό μαχαίρι.
Έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλη του τη ευκινησία για να ξεφύγει από τα μυτερά δόντια του και να ακονίσει τα αντανακλαστικά του ώστε να μην πέσει στο έδαφος κατά την επίθεσή του. Χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία και ταχύτητα για να καρφώσει την αιχμή της λόγχης σε κάποιο ζωτικό σημείο, και μετά να βρει το κουράγιο να πηδήξει πάνω στο πληγωμένο ζώο για να το αποτελειώσει με το μαχαίρι.
Ο τοξότης της αυλής ήταν ο μοναδικός τρόπος άμυνας του κυνηγού, αν κάτι πήγαινε στραβά. Ενώ όλοι στέκονταν σε κύκλο γύρω από το θέαμα παρακολουθώντας τη μάχη, ο φρουρός παρέμενε με τα μάτια ορθάνοιχτα, το τόξο ήδη τεντωμένο και το βέλος έτοιμο. Η ακρίβεια της βολής του θα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στον αγώνα του κυνηγού για να επιβιώσει ή τον αναπότρεπτο θάνατό του.
Μια μέρα, καθώς ο βασιλιάς κυνηγούσε ένα κοπάδι αγριογούρουνα που λεηλατούσαν τις δυτικές περιοχές του βασιλείου, μπήκε με τους συντρόφους του σ’ ένα μέρος του δάσους που δεν είχε ξαναδεί. Δεν ήταν και πολύ διαφορετικό από το υπόλοιπο δάσος, με εξαίρεση το γεγονός ότι, σχεδόν σε κάθε δέντρο, ήταν ζωγραφισμένος ένας υποτυπώδης στόχος. Τρεις ομόκεντροι κύκλοι από ασβέστη κι ένας ακόμα μικρός άσπρος κύκλος στο κέντρο. Ο βασιλιάς δεν εξεπλάγη από τους ζωγραφισμένους κύκλους στους κορμούς των δέντρων αλλά απ’ το ότι, ακριβώς στο κέντρο κάθε άσπρου κύκλου, υπήρχε καρφωμένο ένα βέλος.
Τριάντα ή σαράντα κορμοί έπειθαν για την ακρίβεια των βολών, κάθε δέντρο μ’ έναν άσπρο κύκλο, κάθε κύκλος μ’ ένα βέλος, κάθε βέλος στο κέντρο ακριβώς του στόχου. Βέλη που πάντα αντανακλούσαν τα ίδια χρώματα στα φτερά τους. Βέλη ίδια, ριγμένα πιθανότατα απ’ τον ίδιο τοξότη.
Ο βασιλιάς ρώτησε κάποιον από τους οδηγούς ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτές τις τόσο ακριβείς βολές, αλλά κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει.
«Ένας τέτοιος τοξότης θα ήταν η καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια του βασιλιά» σχολίασε κάποιος.
«Μ’ ένα σωματοφύλακα ικανό να πετύχει σαράντα στα σαράντα, εγώ θα πήγαινα να κυνηγήσω λιοντάρια με μια βελόνα...» γέλασε άλλος.
«Μακάρι να είναι μόνο ένας» είπε ο τοξότης του βασιλιά, «γιατί, αν είναι πολλοί, θα μείνουμε όλοι χωρίς δουλειά.»
Ο Βασιλιάς συμφώνησε και, ξύνοντας το πιγούνι του, διέταξε να του φωνάξουν τον αρχιυπηρέτη του. Μόλις τον είδε, του είπε:
«Θέλω αυτόν τον τοξότη στο παλάτι μου, αύριο το απόγευμα. Πείσε τον να με δει, διάταξέ τον να έρθει ή φέρ’ τον με τη φρουρά. Έγινα σαφής;»
«Μάλιστα, μεγαλειότατε» είπε ο άλλος, και παίρνοντας ένα άλογο έφυγε προς το χωριό για να ψάξει τον αλάνθαστο τοξότη.
Την επόμενη μέρα, ένας καμαριέρης χτύπησε την πόρτα του βασιλικού υπνοδωματίου για να πει στον άρχοντα ότι ο υπηρέτης του είχε φτάσει και ζητούσε να τον δει.
Ο μονάρχης ντύθηκε βιαστικά και πήγε ενθουσιασμένος να βρει τον επισκέπτη.
Μόλις έφτασε στη σάλα υποδοχής, δίπλα στον απεσταλμένο του είδε μονάχα έναν νεαρό γύρο στα δεκαπέντε-δεκάξι που κρατούσε αμήχανα ένα μικρό τόξο.
«Ποιο είναι αυτό το παιδί;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Είναι ο νέος που ζήτησες να φέρω» είπε ο υπηρέτης, «αυτός που έριξε τα βέλη στο δάσος.»
«Είναι αλήθεια νεαρέ; Εσύ έριξες εκείνα τα βέλη; Πρόσεξε τα ψέματα, φιλαράκο μου, θα μπορούσαν να σου στοιχίσουν το κεφάλι σου...»
Ο νέος χαμήλωσε το βλέμμα και, τραυλίζοντας απ’ το φόβο, απάντησε:
«Ναι, είναι αλήθεια, εγώ τα έριξα».
«Όλα;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Το καθένα από αυτά» είπε ο νέος.
«Ποιος σου έμαθε τοξοβολία;» ρώτησε ο μονάρχης.
«Ο πατέρας μου» απάντησε ο τοξότης.
«Κι αυτός, πού είναι;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Πέθανε πριν έξι μήνες» είπε θλιμμένα ο έφηβος.
Δεν έχουμε το δάσκαλο, αλλά έχουμε τον καλύτερο μαθητή του, σκέφτηκε ο βασιλιάς.
«Ποια είναι η τεχνική;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Τεχνική;» επανέλαβε ο νέος.
«Ο τρόπος να πετύχεις ένα βέλος ακριβώς στο κέντρο κάθε στόχου» εξήγησε ο βασιλιάς.
«Πανεύκολο» είπε ο μικρός. «Πρώτα ρίχνω το βέλος στο δέντρο και μετά ζωγραφίζω τους κύκλους γύρω του.»
______
~ Από το βιβλίο του Χ.Μπουκάι – βασίσου πάνω μου
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Έτσι, η συγκίνηση της περιπέτειας συμπληρωνόταν από την υπηρεσία που παρείχε στους υπηκόους του ελευθερώνοντάς τους από τους χειρότερους εχθρούς τους, που λεηλατούσαν και σκότωναν.
Η τεχνική του κυνηγιού ήταν πάντα η ίδια: εντόπιζαν ένα κοπάδι αγριογούρουνων, το περικύκλωναν και το ανάγκαζαν να κατευθυνθεί σε κάποιο ξέφωτο, όπου θα γινόταν η αναμέτρηση.
Για να διατηρηθεί ο αθλητικός χαρακτήρας του κυνηγιού, ήταν απαραίτητο ο κυνηγός (κάποιος από τους φίλους του ή ο ίδιος ο βασιλιάς) να αφήσει το άλογό του και να αναμετρηθεί σώμα με σώμα με το ζώο, οπλισμένος μονάχα με μια λόγχη κι ένα κοφτερό μαχαίρι.
Έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλη του τη ευκινησία για να ξεφύγει από τα μυτερά δόντια του και να ακονίσει τα αντανακλαστικά του ώστε να μην πέσει στο έδαφος κατά την επίθεσή του. Χρειαζόταν μεγάλη δεξιοτεχνία και ταχύτητα για να καρφώσει την αιχμή της λόγχης σε κάποιο ζωτικό σημείο, και μετά να βρει το κουράγιο να πηδήξει πάνω στο πληγωμένο ζώο για να το αποτελειώσει με το μαχαίρι.
Ο τοξότης της αυλής ήταν ο μοναδικός τρόπος άμυνας του κυνηγού, αν κάτι πήγαινε στραβά. Ενώ όλοι στέκονταν σε κύκλο γύρω από το θέαμα παρακολουθώντας τη μάχη, ο φρουρός παρέμενε με τα μάτια ορθάνοιχτα, το τόξο ήδη τεντωμένο και το βέλος έτοιμο. Η ακρίβεια της βολής του θα έκανε τη διαφορά ανάμεσα στον αγώνα του κυνηγού για να επιβιώσει ή τον αναπότρεπτο θάνατό του.
Μια μέρα, καθώς ο βασιλιάς κυνηγούσε ένα κοπάδι αγριογούρουνα που λεηλατούσαν τις δυτικές περιοχές του βασιλείου, μπήκε με τους συντρόφους του σ’ ένα μέρος του δάσους που δεν είχε ξαναδεί. Δεν ήταν και πολύ διαφορετικό από το υπόλοιπο δάσος, με εξαίρεση το γεγονός ότι, σχεδόν σε κάθε δέντρο, ήταν ζωγραφισμένος ένας υποτυπώδης στόχος. Τρεις ομόκεντροι κύκλοι από ασβέστη κι ένας ακόμα μικρός άσπρος κύκλος στο κέντρο. Ο βασιλιάς δεν εξεπλάγη από τους ζωγραφισμένους κύκλους στους κορμούς των δέντρων αλλά απ’ το ότι, ακριβώς στο κέντρο κάθε άσπρου κύκλου, υπήρχε καρφωμένο ένα βέλος.
Τριάντα ή σαράντα κορμοί έπειθαν για την ακρίβεια των βολών, κάθε δέντρο μ’ έναν άσπρο κύκλο, κάθε κύκλος μ’ ένα βέλος, κάθε βέλος στο κέντρο ακριβώς του στόχου. Βέλη που πάντα αντανακλούσαν τα ίδια χρώματα στα φτερά τους. Βέλη ίδια, ριγμένα πιθανότατα απ’ τον ίδιο τοξότη.
Ο βασιλιάς ρώτησε κάποιον από τους οδηγούς ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτές τις τόσο ακριβείς βολές, αλλά κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει.
«Ένας τέτοιος τοξότης θα ήταν η καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια του βασιλιά» σχολίασε κάποιος.
«Μ’ ένα σωματοφύλακα ικανό να πετύχει σαράντα στα σαράντα, εγώ θα πήγαινα να κυνηγήσω λιοντάρια με μια βελόνα...» γέλασε άλλος.
«Μακάρι να είναι μόνο ένας» είπε ο τοξότης του βασιλιά, «γιατί, αν είναι πολλοί, θα μείνουμε όλοι χωρίς δουλειά.»
Ο Βασιλιάς συμφώνησε και, ξύνοντας το πιγούνι του, διέταξε να του φωνάξουν τον αρχιυπηρέτη του. Μόλις τον είδε, του είπε:
«Θέλω αυτόν τον τοξότη στο παλάτι μου, αύριο το απόγευμα. Πείσε τον να με δει, διάταξέ τον να έρθει ή φέρ’ τον με τη φρουρά. Έγινα σαφής;»
«Μάλιστα, μεγαλειότατε» είπε ο άλλος, και παίρνοντας ένα άλογο έφυγε προς το χωριό για να ψάξει τον αλάνθαστο τοξότη.
Την επόμενη μέρα, ένας καμαριέρης χτύπησε την πόρτα του βασιλικού υπνοδωματίου για να πει στον άρχοντα ότι ο υπηρέτης του είχε φτάσει και ζητούσε να τον δει.
Ο μονάρχης ντύθηκε βιαστικά και πήγε ενθουσιασμένος να βρει τον επισκέπτη.
Μόλις έφτασε στη σάλα υποδοχής, δίπλα στον απεσταλμένο του είδε μονάχα έναν νεαρό γύρο στα δεκαπέντε-δεκάξι που κρατούσε αμήχανα ένα μικρό τόξο.
«Ποιο είναι αυτό το παιδί;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Είναι ο νέος που ζήτησες να φέρω» είπε ο υπηρέτης, «αυτός που έριξε τα βέλη στο δάσος.»
«Είναι αλήθεια νεαρέ; Εσύ έριξες εκείνα τα βέλη; Πρόσεξε τα ψέματα, φιλαράκο μου, θα μπορούσαν να σου στοιχίσουν το κεφάλι σου...»
Ο νέος χαμήλωσε το βλέμμα και, τραυλίζοντας απ’ το φόβο, απάντησε:
«Ναι, είναι αλήθεια, εγώ τα έριξα».
«Όλα;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Το καθένα από αυτά» είπε ο νέος.
«Ποιος σου έμαθε τοξοβολία;» ρώτησε ο μονάρχης.
«Ο πατέρας μου» απάντησε ο τοξότης.
«Κι αυτός, πού είναι;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Πέθανε πριν έξι μήνες» είπε θλιμμένα ο έφηβος.
Δεν έχουμε το δάσκαλο, αλλά έχουμε τον καλύτερο μαθητή του, σκέφτηκε ο βασιλιάς.
«Ποια είναι η τεχνική;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Τεχνική;» επανέλαβε ο νέος.
«Ο τρόπος να πετύχεις ένα βέλος ακριβώς στο κέντρο κάθε στόχου» εξήγησε ο βασιλιάς.
«Πανεύκολο» είπε ο μικρός. «Πρώτα ρίχνω το βέλος στο δέντρο και μετά ζωγραφίζω τους κύκλους γύρω του.»
______
~ Από το βιβλίο του Χ.Μπουκάι – βασίσου πάνω μου
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου