Αντί να δεχθούμε ότι είμαστε μέτριοι που πετύχαμε, προτιμάμε να νιώθουμε μεγάλοι που δεν μας άφησαν να επιτύχουμε.
Από τον ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ - www.lifo.gr
Σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας οι πολίτες έχουν έναν καημό: να φανούν λίγο ή πολύ ανώτεροι απ' ό,τι είναι, παρά να προσθέσουν κάτι εντυπωσιακό στην προσωπικότητά τους, ώστε να αποφύγουν την περιφρόνηση του αυστηρού κριτή. Τι πιο δικαιολογημένο από τη λαχτάρα του καθενός να είναι «κάποιος», να είναι «πολύς», εξαιρετέος και σημαντικός, άτομο που «ξεχώρισε» και έπιασε την καλή;
Το διαπιστώνουμε καθημερινά στον εαυτό μας και στους άλλους, καθώς η τριβή βάζει σε δοκιμασία τις αντοχές μας και ζητάει βοήθεια. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίο ότι ταυτίζονται με το ρήμα «είμαι». Είμαι δήμαρχος, είμαι γραμματέας, είμαι καθηγητής, είμαι νομικός σύμβουλος, είμαι επιχειρηματίας. Πρώτα ο τίτλος και η στολή, μετά ο άνθρωπος. Διόλου περίεργο το γεγονός ότι στις παλιές, ιεραρχημένες κοινωνίες οι άρχουσες τάξεις είχαν διακριτή ενδυμασία για να φαίνονται διαφορετικές. Στην παλιά Ρωσία, ο έμπορος, ανάλογα με τη βαθμίδα του, είχε δικαίωμα να επιβαίνει σε άμαξα με ένα, δύο ή τρία άλογα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνουμε στα καμώματα της κορυφής όπου η κατάσταση είναι προφανής. Πιο κάτω χαλάει ο κόσμος. Ο ζυγός -μόνιμο όργανο- που κρατάμε για να ζυγίζουμε το εγώ και το εσύ κυριολεκτικά τρελαίνεται. Κάθε τόσο ακούμε το φαιδρό παράπονο: Μα γιατί θέλει να φαίνεται περισσότερος από αυτό που είναι; Γιατί παριστάνει κάτι, γιατί είναι «δήθεν», μασκαράς, υποκριτής, ψώνιο και τα παρόμοια;
Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, η τάξη θα επανερχόταν αν το μπούγιο και η βάτα εξαφανίζονταν και ο πάσα ένας επέστρεφε στα κυβικά του. Παριστάνει τον μεγάλο ζωγράφο; Στην πραγματικότητα είναι μπογιατζής που κοροϊδεύει τον κόσμο. Λανσάρεται για επιχειρηματίας; Ρώτα τους τραπεζίτες να σου πούνε τι χρωστάει. Πουλάει μούρη μεγαλογιατρού; Παριστάνει την ψυχιατρική αυθεντία; Διαδίδει ότι κρατάει από μεγάλη γενιά; Φούμαρα όλα αυτά. Μόλις που παίρνει τη βάση.
Κανείς δεν ανέχεται να είναι ο άγνωστος χ, ο τυπικός «Έλληνας», μονάδα της στατιστικής. Κι αν είναι, έχει βάσιμο λόγο να κατηγορεί. Απορίας άξιο είναι ότι όλοι πληγωνόμαστε κατάκαρδα όταν κάποιος μας πουλάει μούρη, ενώ θα μπορούσαμε κάλλιστα να τον πάρουμε στο ψιλό, να τον διασύρουμε και να του επιστρέψουμε το θέατρό του υπό τύπον κοινωνικής τιμωρίας.
Το μικρό μυστικό εν προκειμένω αφορά το αμοιβαίο θέατρο· οι τραυματίες, με άλλα λόγια, είναι κι αυτοί μέλη του ίδιου θιάσου, μασκοφόροι που περιφρονήθηκαν, συνένοχοι στην ίδια κοινωνική αμαρτία. Άρα, πόθεν πηγάζει αυτή η ανυποχώρητη ανάγκη για το θεαθήναι, για το πρόσχημα και όχι για το σχήμα; Η παροιμία λέει: «ξεβράκωτος βρακί 'βαλε, σ' όλον τον κόσμο το 'δειχνε».Όπερ σημαίνει ότι η αξία του προσώπου λειτουργεί αντανακλαστικά· αρκεί οι άλλοι να αναγνωρίσουν την υπόστασή μου κι ας είναι αέρας.
Αν η ζωή είναι ένα τίποτα και ο ντουνιάς ψεύτης, γιατί να μην τρυγήσουμε τα ξένα μάτια; Οι κριτικοί του σνομπισμού έχουν αναλύσει σχοινοτενώς το «πειραγμένο» παιχνίδι της κοινωνικής ανωτερότητας. Περιφρονούμε τους άλλους από φόβο μήπως μας περιφρονήσουν, κατηγορούμε για να μην προλάβουν να μας κατηγορήσουν. Άλλωστε η συκοφαντία είναι ζήτημα πρωτιάς: καταφερόμαστε εναντίον κάποιου για να μην προλάβει να μας ρωτήσει: Εσείς ποιος είστε; Ο τρόμος δεν αφορά τόσο τη φενάκη που φέρει ο καθένας στην κεφαλή, αλλά μήπως οι άλλοι υποψιαστούν την πραγματική του μηδαμινότητα. Όλοι τείνουν προς τα πάνω, αλλά όσοι παραχρήμα απομένουν κάτω ρεκάζουν και διαμαρτύρονται.
Όσο για την περίπτωση του ξεχωριστού ατόμου που δεν αναγνωρίζεται, τα βάσανα είναι τα ίδια και διαφορετικά. Στη μικρή κοινότητα που ζούσε ο Βίκο, όταν έγραψε το μεγάλο βιβλίο του, όχι μόνο δεν άκουσε την εύφημο μνεία, αλλά όλοι τον κοίταζαν καχύποπτα, τον απέφευγαν και τον λοιδορούσαν. «Δημοσιεύοντας το έργο μου νομίζω ότι το έριξα στην έρημο. Αποφεύγω κάθε δημόσιο χώρο για να μη συναντήσω πρόσωπα στα οποία το έχω στείλει, κι αν τύχει και τα συναντήσω, τα χαιρετώ χωρίς να σταματήσω· διότι, όταν τα συναντώ, δεν μου δείχνουν ούτε ένα αμυδρό σημάδι πως έλαβαν το βιβλίο μου, κι έτσι μου επιβεβαιώνουν την εντύπωση πως το έχω δημοσιεύσει σε μιαν έρημο».
Ο καβγάς γίνεται για το «αμυδρό σημάδι», για μια φιλική ριπή οφθαλμού. Αν ένα ισχυρό πρόσωπο σαν τον συγγραφέα της Νέας επιστήμηςυπέφερε από τα μάτια των άλλων, τότε τι μπορούμε να πούμε για την κοινωνική συνάφεια που, σαν πολυκέφαλο τέρας, υποφέρει από τον εαυτό της, τρέμει την τιποτένια της ύπαρξη και ευχαρίστως την ανταλλάσσει με λογής λογής μουτσούνες;
______ Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO το 2008
Πηγή: www.lifo.gr
Από τον ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ - www.lifo.gr
Σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας οι πολίτες έχουν έναν καημό: να φανούν λίγο ή πολύ ανώτεροι απ' ό,τι είναι, παρά να προσθέσουν κάτι εντυπωσιακό στην προσωπικότητά τους, ώστε να αποφύγουν την περιφρόνηση του αυστηρού κριτή. Τι πιο δικαιολογημένο από τη λαχτάρα του καθενός να είναι «κάποιος», να είναι «πολύς», εξαιρετέος και σημαντικός, άτομο που «ξεχώρισε» και έπιασε την καλή;
Το διαπιστώνουμε καθημερινά στον εαυτό μας και στους άλλους, καθώς η τριβή βάζει σε δοκιμασία τις αντοχές μας και ζητάει βοήθεια. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίο ότι ταυτίζονται με το ρήμα «είμαι». Είμαι δήμαρχος, είμαι γραμματέας, είμαι καθηγητής, είμαι νομικός σύμβουλος, είμαι επιχειρηματίας. Πρώτα ο τίτλος και η στολή, μετά ο άνθρωπος. Διόλου περίεργο το γεγονός ότι στις παλιές, ιεραρχημένες κοινωνίες οι άρχουσες τάξεις είχαν διακριτή ενδυμασία για να φαίνονται διαφορετικές. Στην παλιά Ρωσία, ο έμπορος, ανάλογα με τη βαθμίδα του, είχε δικαίωμα να επιβαίνει σε άμαξα με ένα, δύο ή τρία άλογα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνουμε στα καμώματα της κορυφής όπου η κατάσταση είναι προφανής. Πιο κάτω χαλάει ο κόσμος. Ο ζυγός -μόνιμο όργανο- που κρατάμε για να ζυγίζουμε το εγώ και το εσύ κυριολεκτικά τρελαίνεται. Κάθε τόσο ακούμε το φαιδρό παράπονο: Μα γιατί θέλει να φαίνεται περισσότερος από αυτό που είναι; Γιατί παριστάνει κάτι, γιατί είναι «δήθεν», μασκαράς, υποκριτής, ψώνιο και τα παρόμοια;
Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, η τάξη θα επανερχόταν αν το μπούγιο και η βάτα εξαφανίζονταν και ο πάσα ένας επέστρεφε στα κυβικά του. Παριστάνει τον μεγάλο ζωγράφο; Στην πραγματικότητα είναι μπογιατζής που κοροϊδεύει τον κόσμο. Λανσάρεται για επιχειρηματίας; Ρώτα τους τραπεζίτες να σου πούνε τι χρωστάει. Πουλάει μούρη μεγαλογιατρού; Παριστάνει την ψυχιατρική αυθεντία; Διαδίδει ότι κρατάει από μεγάλη γενιά; Φούμαρα όλα αυτά. Μόλις που παίρνει τη βάση.
Κανείς δεν ανέχεται να είναι ο άγνωστος χ, ο τυπικός «Έλληνας», μονάδα της στατιστικής. Κι αν είναι, έχει βάσιμο λόγο να κατηγορεί. Απορίας άξιο είναι ότι όλοι πληγωνόμαστε κατάκαρδα όταν κάποιος μας πουλάει μούρη, ενώ θα μπορούσαμε κάλλιστα να τον πάρουμε στο ψιλό, να τον διασύρουμε και να του επιστρέψουμε το θέατρό του υπό τύπον κοινωνικής τιμωρίας.
Το μικρό μυστικό εν προκειμένω αφορά το αμοιβαίο θέατρο· οι τραυματίες, με άλλα λόγια, είναι κι αυτοί μέλη του ίδιου θιάσου, μασκοφόροι που περιφρονήθηκαν, συνένοχοι στην ίδια κοινωνική αμαρτία. Άρα, πόθεν πηγάζει αυτή η ανυποχώρητη ανάγκη για το θεαθήναι, για το πρόσχημα και όχι για το σχήμα; Η παροιμία λέει: «ξεβράκωτος βρακί 'βαλε, σ' όλον τον κόσμο το 'δειχνε».Όπερ σημαίνει ότι η αξία του προσώπου λειτουργεί αντανακλαστικά· αρκεί οι άλλοι να αναγνωρίσουν την υπόστασή μου κι ας είναι αέρας.
Αν η ζωή είναι ένα τίποτα και ο ντουνιάς ψεύτης, γιατί να μην τρυγήσουμε τα ξένα μάτια; Οι κριτικοί του σνομπισμού έχουν αναλύσει σχοινοτενώς το «πειραγμένο» παιχνίδι της κοινωνικής ανωτερότητας. Περιφρονούμε τους άλλους από φόβο μήπως μας περιφρονήσουν, κατηγορούμε για να μην προλάβουν να μας κατηγορήσουν. Άλλωστε η συκοφαντία είναι ζήτημα πρωτιάς: καταφερόμαστε εναντίον κάποιου για να μην προλάβει να μας ρωτήσει: Εσείς ποιος είστε; Ο τρόμος δεν αφορά τόσο τη φενάκη που φέρει ο καθένας στην κεφαλή, αλλά μήπως οι άλλοι υποψιαστούν την πραγματική του μηδαμινότητα. Όλοι τείνουν προς τα πάνω, αλλά όσοι παραχρήμα απομένουν κάτω ρεκάζουν και διαμαρτύρονται.
Όσο για την περίπτωση του ξεχωριστού ατόμου που δεν αναγνωρίζεται, τα βάσανα είναι τα ίδια και διαφορετικά. Στη μικρή κοινότητα που ζούσε ο Βίκο, όταν έγραψε το μεγάλο βιβλίο του, όχι μόνο δεν άκουσε την εύφημο μνεία, αλλά όλοι τον κοίταζαν καχύποπτα, τον απέφευγαν και τον λοιδορούσαν. «Δημοσιεύοντας το έργο μου νομίζω ότι το έριξα στην έρημο. Αποφεύγω κάθε δημόσιο χώρο για να μη συναντήσω πρόσωπα στα οποία το έχω στείλει, κι αν τύχει και τα συναντήσω, τα χαιρετώ χωρίς να σταματήσω· διότι, όταν τα συναντώ, δεν μου δείχνουν ούτε ένα αμυδρό σημάδι πως έλαβαν το βιβλίο μου, κι έτσι μου επιβεβαιώνουν την εντύπωση πως το έχω δημοσιεύσει σε μιαν έρημο».
Ο καβγάς γίνεται για το «αμυδρό σημάδι», για μια φιλική ριπή οφθαλμού. Αν ένα ισχυρό πρόσωπο σαν τον συγγραφέα της Νέας επιστήμηςυπέφερε από τα μάτια των άλλων, τότε τι μπορούμε να πούμε για την κοινωνική συνάφεια που, σαν πολυκέφαλο τέρας, υποφέρει από τον εαυτό της, τρέμει την τιποτένια της ύπαρξη και ευχαρίστως την ανταλλάσσει με λογής λογής μουτσούνες;
______ Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO το 2008
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου