Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας μικρός τρίβολος ο Αριστείδης, που αγαπούσε πολύ το σαντούρι και χάλασε τον κόσμο να μάθει να παίζει κι αυτός. Με τα πολλά του φέρνει ο πατέρας του ένα κι άρχισε ο μικρός μαθήματα μ' ένα Ρουμάνο μάστορα στην τέχνη. Κι έγινε ο μικρός ξεφτέρι. Μα δεν έφτανε αυτό.
Μια μέρα πέφτει ο Αριστείδης να κοιμηθεί κι ήτανε στο μαξιλάρι του ένας ψύλλος.
-Βρε, ζαβολιάρη όλο τσιμπάς και δε μ' αφήνεις να κοιμηθώ. Ήρθε το τέλος σου!
Κι άρχισε ο Αριστείδης να βαράει δώθε – κείθε με μια πατσαβούρα να ξεπαστρέψει τον ψύλλο.
Ο ψύλλος του βγάνει τότε μια γλώσσα δυο χιλιόμετρα και του εκαυχήθηκε πως αν τονε αφήσει ζωντανό, θα γίνει στην τέχνη του σαντουριού άφθαστος.
-Και πώς, βρε του διαόλου μαμούνι θα γένει αυτό;
Ο ψύλλος τότε τον είπε βόδι και ζαγάρι και χαϊβάνι καιζωντόβολο κι αφού τον στόλισε κανονικά, τέλος του λέγει:
-Μπιτ μυαλό δεν έχεις! Θα σε τσιμπάω εγώ και θα σου ρουφώ το αίμα και μετά θα σου κάνω μάθημα μουσικής πάνω στις χορδές.
Του Αριστείδη του ανέβηκε τότες το αίμα στο κεφάλι, αλλά ο ψύλλος ήτανε ήδη πάνω στο σαντούρι.
Πιάνει τις μπαγκέτες κι ετοιμάζεται να τονε κάνει λυώμα, αλλά δίνει ο ψύλλος έναν πήδο και να 'σου τονε σε άλλη χορδή.
Πάει να τον κοπανήσει ο Αριστείδης ξαναπηδάει σε άλλη χορδή ο ψύλλος. Έτσι με το κυνήγι πατ εδώ και πατ εκεί κοπάναγε ο Αριστείδης τις χορδές κι έγινε μουσικός μεγάλος και τρανός.
Κάθε που έπαιζε σαντούρι, ο ψύλλος παρέα. Αυτός του έδειχνε τις νότες. Αλλά το βράδυ τον τσίμπαγε και τον δαιμόνιζε. Μα σαν πέθανε ο Αριστείδης, γέρος πια και δάσκαλος στης μουσικής την τέχνη, απόθανε κι ο ψύλλος απ' την πείνα.
Έψαχνα κι εγώ να βρω έναν τέτοιο ψύλλο να με μάθει να παίζω μουσική, αλλά μου είπανε ότι άλλο πράμα τα κοινά παράσιτα κι άλλο οι διακεκριμένοι ψύλλοι που γνωρίζουνε μουσική και συχνάζουν στα καφέ αμάν.
Στη μνήμη του Αριστείδη Μόσχου (οργανοπαίκτης και δάσκαλος σαντουριού)
Ελένη Καλλιανέζου
Πηγή: asteroessa.blogspot.gr
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Μια μέρα πέφτει ο Αριστείδης να κοιμηθεί κι ήτανε στο μαξιλάρι του ένας ψύλλος.
-Βρε, ζαβολιάρη όλο τσιμπάς και δε μ' αφήνεις να κοιμηθώ. Ήρθε το τέλος σου!
Κι άρχισε ο Αριστείδης να βαράει δώθε – κείθε με μια πατσαβούρα να ξεπαστρέψει τον ψύλλο.
Ο ψύλλος του βγάνει τότε μια γλώσσα δυο χιλιόμετρα και του εκαυχήθηκε πως αν τονε αφήσει ζωντανό, θα γίνει στην τέχνη του σαντουριού άφθαστος.
-Και πώς, βρε του διαόλου μαμούνι θα γένει αυτό;
Ο ψύλλος τότε τον είπε βόδι και ζαγάρι και χαϊβάνι καιζωντόβολο κι αφού τον στόλισε κανονικά, τέλος του λέγει:
-Μπιτ μυαλό δεν έχεις! Θα σε τσιμπάω εγώ και θα σου ρουφώ το αίμα και μετά θα σου κάνω μάθημα μουσικής πάνω στις χορδές.
Του Αριστείδη του ανέβηκε τότες το αίμα στο κεφάλι, αλλά ο ψύλλος ήτανε ήδη πάνω στο σαντούρι.
Πιάνει τις μπαγκέτες κι ετοιμάζεται να τονε κάνει λυώμα, αλλά δίνει ο ψύλλος έναν πήδο και να 'σου τονε σε άλλη χορδή.
Πάει να τον κοπανήσει ο Αριστείδης ξαναπηδάει σε άλλη χορδή ο ψύλλος. Έτσι με το κυνήγι πατ εδώ και πατ εκεί κοπάναγε ο Αριστείδης τις χορδές κι έγινε μουσικός μεγάλος και τρανός.
Κάθε που έπαιζε σαντούρι, ο ψύλλος παρέα. Αυτός του έδειχνε τις νότες. Αλλά το βράδυ τον τσίμπαγε και τον δαιμόνιζε. Μα σαν πέθανε ο Αριστείδης, γέρος πια και δάσκαλος στης μουσικής την τέχνη, απόθανε κι ο ψύλλος απ' την πείνα.
Έψαχνα κι εγώ να βρω έναν τέτοιο ψύλλο να με μάθει να παίζω μουσική, αλλά μου είπανε ότι άλλο πράμα τα κοινά παράσιτα κι άλλο οι διακεκριμένοι ψύλλοι που γνωρίζουνε μουσική και συχνάζουν στα καφέ αμάν.
Στη μνήμη του Αριστείδη Μόσχου (οργανοπαίκτης και δάσκαλος σαντουριού)
Ελένη Καλλιανέζου
Πηγή: asteroessa.blogspot.gr
Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου