Γιάννης Μακριδάκης
Χτες είδα τον Σπύρο. Έναν σαρανταπεντάρη γνωστό μου από τα παιδικά χρόνια, ως λίγο μεγαλύτερο από μένα, παιδί λαϊκής οικογένειας, από γειτονιά προσφυγική. Ένα παιδί από αυτά που οι μεσοαστοί των δεκαετιών του 70 και του 80, ανερχόμενοι σε μικροαστοί όπως ήσαν, τα κατέτασσαν σε αυτά που δεν έχουν μέλλον, που δεν θα σπουδάσουν, που θα γίνουν χαμάληδες και μας τα έδειχναν ως παράδειγμα προς αποφυγήν για να διαβάζουμε και να γίνουμε καλοί μαθητές…
Ο Σπύρος πράγματι έγινε χαμάλης μεγαλώνοντας, δεν έπεσαν έξω οι μεγάλοι. Και οδηγός φορτηγού έγινε, όνειρο πολλών μικρών. Δούλευε για χρόνια πολλά σε μεταφορική εταιρία, ξυπνούσε χαράματα, έβγαζε φορτηγά από το βαπόρι, ξεφόρτωνε τριαξονικά, κουβαλούσε πακέτα στην πλάτη, φόρτωνε μικρά φορτηγά, έκανε δρομολόγια εντός της πόλης, έβαζε φορτηγά στο βαπόρι τις νύχτες, όλη του η μέρα ήταν ένα συνεχές κουραστικό χαμαλίκι.
Εγώ που σπούδασα και έγινα μαθηματικός, πήρα ένα μεγάλο μάθημα ζωής κάποτε από τον Σπύρο. Ήμουν σε μιαν έκθεση όπου είχα περίπτερο και πρόβαλα το Πελινναίο και τις εκδόσεις του σαν πέρασε εκείνος οικογενειακώς, με τη γυναίκα και τον μικρό γιο του, Σάββατο απόγευμα ήτανε και φορούσε ο Σπύρος τα καλά του, κι ήτανε εντελώς παράταιρα με το παρουσιαστικό του το κουρασμένο, με τα χέρια του τα ροζιασμένα, με τα λαιμά του τα κατακόκκινα και με τα στοιβαρά του σβέρκα.
Είχα να τον δω χρόνια πολλά αλλά τον γνώρισα αμέσως. Κι εκείνος με αναγνώρισε. Σταμάτησε εμπρός στο περίπτερό μου και άρχισε να μου μιλά για τις εκδόσεις μου, για το περιοδικό, για τις φωτογραφίες τις παλιές που δημοσίευα κατά καιρούς, για τα άρθρα τα δικά μου και των συνεργατών μου, μου είπε για το μεράκι του σχετικά με εκδόσεις παλιές για το νησί, με φωτογραφίες αρχειακές από τοπία και πρόσωπα της Χίου, και όλα αυτά δίχως τρόπο επιδεικτικό αλλά μονάχα σαν κουβέντα της στιγμής μιας και το φερε η ζωή να συναντηθούμε εκεί. Ήταν ο Σπύρος αναγνώστης και συλλέκτης των εκδόσεών μου παρόλο που η κάθε μέρα του ήταν γεμάτη χαμαλίκι από νύχτα μέχρι νύχτα και να διαβάσει προλάβαινε μονάχα στο κρεβάτι λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος.
Με συγκίνησε ο Σπύρος τότε. Με συγκίνησε και χτες που τον ξανάδα πάλι μετά από χρόνια πολλά. Φορούσε τη μπλε ποδιά του κουβαλητή και πάλι και στεκότανε εμπρός στα ψυγεία με τα λαχανικά του σούπερ μάρκετ της παιδικής μας γειτονιάς, το μοναδικό που μπαίνω πότε πότε, να ψωνίσω κάνα αβοκάντο και με χαιρέτισε εγκάρδια με ένα αγνό χαμόγελο. Πήγα κοντά του αμέσως, εδώ δουλεύεις, τον ρώτησα, έφυγες από τη μεταφορική;
Ήρθαμε εδώ, μου είπε, να μη σκεφτόμαστε, να περνά η μέρα, να περνά η ζωή και να μη σκεφτόμαστε, έτσι μου είπε, ακριβώς, σε πρώτο πληθυντικό μίλησε για τον εαυτό του και βουρκώσανε τα μάτια του. Απόμεινα και τον κοιτούσα ερευνητικά, κατάλαβα πως κρύβει μεγάλο πόνο και πως θέλει να μιλήσει, τι έγινε ρε Σπύρο, τι έπαθες;
Και μου είπε πως έχασε ένα γιο, δεκαεφτά χρονών παιδί, εκείνο το μικρό, σκέφτηκα αμέσως, που είχε μαζί του σαν πέρασε από την έκθεση τότε και μου λεγε για την μεγάλη του αγάπη, τα βιβλία και τις εκδόσεις τις παλιές, καρκίνο στο κεφάλι, δεν είχε πια όρεξη ο Σπύρος όχι για δουλειά μα ούτε για ζωή, είχε πεθάνει μαζί με το παιδί του, γι’ αυτό ίσως μιλούσε σε πρώτο πληθυντικό, ήταν πεθαμένος ο Σπύρος πια μαζί με το παιδί του κι εκεί, μπροστά στο ψυγείο των λαχανικών στεκόταν ένα ομοίωμά του, ένας Σπύρος άψυχος, τι να πα να κάνουμε πια στις μεταφορικές, να πα να σκοτωνόμαστε στη δουλειά όλη μέρα, για ποιο λόγο, δεν υπάρχει λόγος πια, δεν έχουμε και όρεξη καμιά, ήρθαμε εδώ που είναι πιο ήσυχα, για να μη σκεφτόμαστε.
Ό,τι κι αν του απάντησα, με τα λόγια ή με τα μάτια ήτανε λίγο και ανίκανο να του πει οτιδήποτε του Σπύρου, τον χτύπησα στον ώμο αναστενάζοντας και έκανα να φύγω από κοντά του, να ξεφορτιστεί κι αυτός, μα τότε ήτανε που ένιωσα ότι μιλά έτσι διότι ασυνείδητα εκπροσωπεί όλη την ανθρωπότητα.
Γύρισα και τον κοίταξα ξανά. Στο ευγενικό του ζαρωμένο πρόσωπο είδα το δράμα της ανθρωπότητας, που έφτασε πια στο σημείο της το τελικό, να αποβγάζει όλο και πιο συχνά από τη ζωή τα τέκνα της, αφού από την ώρα που τα γεννά, τα θρέφει πια με θάνατο, με αργό, επώδυνο και ανώριμο θάνατο, αντίτιμο “της ανάπτυξης και του πολιτισμού της” και στο τέλος πενθεί και ακυρώνεται κι αυτή, πάει η ζωή της στράφι.
Χτες είδα τον Σπύρο. Έναν σαρανταπεντάρη γνωστό μου από τα παιδικά χρόνια, ως λίγο μεγαλύτερο από μένα, παιδί λαϊκής οικογένειας, από γειτονιά προσφυγική. Ένα παιδί από αυτά που οι μεσοαστοί των δεκαετιών του 70 και του 80, ανερχόμενοι σε μικροαστοί όπως ήσαν, τα κατέτασσαν σε αυτά που δεν έχουν μέλλον, που δεν θα σπουδάσουν, που θα γίνουν χαμάληδες και μας τα έδειχναν ως παράδειγμα προς αποφυγήν για να διαβάζουμε και να γίνουμε καλοί μαθητές…
Ο Σπύρος πράγματι έγινε χαμάλης μεγαλώνοντας, δεν έπεσαν έξω οι μεγάλοι. Και οδηγός φορτηγού έγινε, όνειρο πολλών μικρών. Δούλευε για χρόνια πολλά σε μεταφορική εταιρία, ξυπνούσε χαράματα, έβγαζε φορτηγά από το βαπόρι, ξεφόρτωνε τριαξονικά, κουβαλούσε πακέτα στην πλάτη, φόρτωνε μικρά φορτηγά, έκανε δρομολόγια εντός της πόλης, έβαζε φορτηγά στο βαπόρι τις νύχτες, όλη του η μέρα ήταν ένα συνεχές κουραστικό χαμαλίκι.
Εγώ που σπούδασα και έγινα μαθηματικός, πήρα ένα μεγάλο μάθημα ζωής κάποτε από τον Σπύρο. Ήμουν σε μιαν έκθεση όπου είχα περίπτερο και πρόβαλα το Πελινναίο και τις εκδόσεις του σαν πέρασε εκείνος οικογενειακώς, με τη γυναίκα και τον μικρό γιο του, Σάββατο απόγευμα ήτανε και φορούσε ο Σπύρος τα καλά του, κι ήτανε εντελώς παράταιρα με το παρουσιαστικό του το κουρασμένο, με τα χέρια του τα ροζιασμένα, με τα λαιμά του τα κατακόκκινα και με τα στοιβαρά του σβέρκα.
Είχα να τον δω χρόνια πολλά αλλά τον γνώρισα αμέσως. Κι εκείνος με αναγνώρισε. Σταμάτησε εμπρός στο περίπτερό μου και άρχισε να μου μιλά για τις εκδόσεις μου, για το περιοδικό, για τις φωτογραφίες τις παλιές που δημοσίευα κατά καιρούς, για τα άρθρα τα δικά μου και των συνεργατών μου, μου είπε για το μεράκι του σχετικά με εκδόσεις παλιές για το νησί, με φωτογραφίες αρχειακές από τοπία και πρόσωπα της Χίου, και όλα αυτά δίχως τρόπο επιδεικτικό αλλά μονάχα σαν κουβέντα της στιγμής μιας και το φερε η ζωή να συναντηθούμε εκεί. Ήταν ο Σπύρος αναγνώστης και συλλέκτης των εκδόσεών μου παρόλο που η κάθε μέρα του ήταν γεμάτη χαμαλίκι από νύχτα μέχρι νύχτα και να διαβάσει προλάβαινε μονάχα στο κρεβάτι λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος.
Με συγκίνησε ο Σπύρος τότε. Με συγκίνησε και χτες που τον ξανάδα πάλι μετά από χρόνια πολλά. Φορούσε τη μπλε ποδιά του κουβαλητή και πάλι και στεκότανε εμπρός στα ψυγεία με τα λαχανικά του σούπερ μάρκετ της παιδικής μας γειτονιάς, το μοναδικό που μπαίνω πότε πότε, να ψωνίσω κάνα αβοκάντο και με χαιρέτισε εγκάρδια με ένα αγνό χαμόγελο. Πήγα κοντά του αμέσως, εδώ δουλεύεις, τον ρώτησα, έφυγες από τη μεταφορική;
Ήρθαμε εδώ, μου είπε, να μη σκεφτόμαστε, να περνά η μέρα, να περνά η ζωή και να μη σκεφτόμαστε, έτσι μου είπε, ακριβώς, σε πρώτο πληθυντικό μίλησε για τον εαυτό του και βουρκώσανε τα μάτια του. Απόμεινα και τον κοιτούσα ερευνητικά, κατάλαβα πως κρύβει μεγάλο πόνο και πως θέλει να μιλήσει, τι έγινε ρε Σπύρο, τι έπαθες;
Και μου είπε πως έχασε ένα γιο, δεκαεφτά χρονών παιδί, εκείνο το μικρό, σκέφτηκα αμέσως, που είχε μαζί του σαν πέρασε από την έκθεση τότε και μου λεγε για την μεγάλη του αγάπη, τα βιβλία και τις εκδόσεις τις παλιές, καρκίνο στο κεφάλι, δεν είχε πια όρεξη ο Σπύρος όχι για δουλειά μα ούτε για ζωή, είχε πεθάνει μαζί με το παιδί του, γι’ αυτό ίσως μιλούσε σε πρώτο πληθυντικό, ήταν πεθαμένος ο Σπύρος πια μαζί με το παιδί του κι εκεί, μπροστά στο ψυγείο των λαχανικών στεκόταν ένα ομοίωμά του, ένας Σπύρος άψυχος, τι να πα να κάνουμε πια στις μεταφορικές, να πα να σκοτωνόμαστε στη δουλειά όλη μέρα, για ποιο λόγο, δεν υπάρχει λόγος πια, δεν έχουμε και όρεξη καμιά, ήρθαμε εδώ που είναι πιο ήσυχα, για να μη σκεφτόμαστε.
Ό,τι κι αν του απάντησα, με τα λόγια ή με τα μάτια ήτανε λίγο και ανίκανο να του πει οτιδήποτε του Σπύρου, τον χτύπησα στον ώμο αναστενάζοντας και έκανα να φύγω από κοντά του, να ξεφορτιστεί κι αυτός, μα τότε ήτανε που ένιωσα ότι μιλά έτσι διότι ασυνείδητα εκπροσωπεί όλη την ανθρωπότητα.
Γύρισα και τον κοίταξα ξανά. Στο ευγενικό του ζαρωμένο πρόσωπο είδα το δράμα της ανθρωπότητας, που έφτασε πια στο σημείο της το τελικό, να αποβγάζει όλο και πιο συχνά από τη ζωή τα τέκνα της, αφού από την ώρα που τα γεννά, τα θρέφει πια με θάνατο, με αργό, επώδυνο και ανώριμο θάνατο, αντίτιμο “της ανάπτυξης και του πολιτισμού της” και στο τέλος πενθεί και ακυρώνεται κι αυτή, πάει η ζωή της στράφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου