Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί πως αυτό που μ’ ένοιαζε περισσότερο ήταν το παιχνίδι. Αργότερα εκτίμησα τη σημασία των φίλων και λίγο μετά και τις χαρές της συντροφικότητας. Η πραγματικότητα όμως, αν και δε στάθηκε ιδιαίτερα σκληρή απέναντί μου, ήταν αυτή που «με προσγείωσε» και δυστυχώς όχι και τόσο ομαλά.
Έτσι, ενώ μου άρεσε να παίζω μπάσκετ, ν’ ακούω μουσική, να ζωγραφίζω και να γράφω, σπούδασα οικονομικά. Ενώ ήθελα να μείνω στην Ελλάδα και να ταξιδέψω με ένα σακίδιο στην πλάτη, έφυγα για το εξωτερικό με σκοπό να «επενδύσω» στη μόρφωσή μου. Ενώ ονειρευόμουν έναν κόσμο χωρίς πολέμους, κατατάχθηκα στο στρατό. Κι ενώ είχα ανακαλύψει ήδη την απέχθειά μου στα μαθηματικά, συνέχισα να αναζητώ δουλειές όπου θα έκανα μαθηματικές πράξεις.
Και δυστυχώς κάτι παρόμοιο έχει συμβεί με πολλούς από εμάς. Μας μάθανε να νοιαζόμαστε για τους οικονομικούς όρους περισσότερο από την ίδια μας την ευτυχία. Μας μάθανε να έχουμε ως πρότυπα κάποιον κύριο με κουστούμι και γραβάτα, με ακριβό ρολόι και αυτοκίνητο που θα ζήλευαν πολύ. Μας μάθανε να έχουμε ως πρότυπο τη γυναίκα νοικοκυρά ή τη γυναίκα-καριερίστα με ακριβά ταγιέρ και σοφιστικέ γυαλιά με κοκάλινο σκελετό και κατάλευκα δόντια. Μας μάθανε να έχουμε ως πρότυπο τον ακριβοπληρωμένο ποδοσφαιριστή με τα τατουάζ, τον κοκάκια τραγουδιστή και το ανορεκτικό μοντέλο. Μας μάθανε το ένα ή το άλλο – δεν έχει πια και πολύ σημασία – ώστε να μπορούμε να ενταχθούμε στο πλαίσιο μιας πολυποίκιλης κανονικότητας. Κι όπως φαίνεται, η εκπαίδευσή μας πάει αρκετά καλά μέχρι τώρα.
Κάποτε, αν ρωτούσες ένα παιδί τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, λάμβανες απαντήσεις όπως το «κτηνίατρος γιατί αγαπώ τα ζώα», «γιατρός για να κάνω καλά τη γιαγιά μου», «πιλότος γιατί μου αρέσει να πετάω». Σήμερα, έχω την αίσθηση πως τα παιδιά μας ονειρεύονται καριέρα τραγουδιστή, μοντέλου ή ποδοσφαιριστή, ζηλεύοντας πρωτίστως τη δόξα που θα τους προσφέρει κάτι τέτοιο, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που αποζητούν είναι λίγη από τη σημασία που δεν τους δόθηκε από τους γονείς τους, όσο οι τελευταίοι έμεναν προσκολλημένοι στο «να μη τους λείψει τίποτα» και στις ασήμαντες ζωές τους πίσω από ευθύνες, απλήρωτους λογαριασμούς και μία οθόνη.
Και οι έφηβοί μας ονειρεύονται να γίνουν ο,τιδήποτε φαίνεται πως θα τους εξασφαλίσει μία «καλή ζωή», ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που αποζητούν είναι να καλύψουν το κενό που δημιούργησε η ίδια τους η οικογένεια και το ίδιο τους το σχολείο – εξασφάλιση σε υλικά αγαθά και λίγη σημασία, άλλοτε ως δόξα και άλλοτε ως εξουσία. Γι’ αυτό δεν έχουμε εξάλλου τόσους πολλούς οικονομολόγους και δικηγόρους; Γι’ αυτό δεν έχουμε τόσους αστυνομικούς, τόσους στρατιωτικούς, τόσους δημοσίους υπαλλήλους; Γι’ αυτό δεν έχουμε τόσα ανεκπλήρωτα όνειρα, τόσα απωθημένα και τόσους κομπλεξικούς ανθρώπους;
Μας πήραν μικρά αγοράκια και κοριτσάκια και μας εκπαίδευσαν ως γενίτσαρους να βλέπουμε τηλεόραση, να διαβάζουμε άχρηστα έντυπα, να τρώμε ό,τι μας ταΐσουν και να ποθούμε άχρηστα πράγματα, εξοπλίζοντάς μας πάντοτε με τα λάθος πρότυπα και με τη λάθος γνώση μέσα στο σπίτι μας, μέσα στα σχολεία και τα φροντιστήρια, στο στρατό και τέλος, στο χώρο εργασίας μας.
Και θα ‘πρεπε στ’ αλήθεια να είμαστε όλοι τόσο πολύ οργισμένοι με αυτή την ανηθικότητα που τη στιγμή ακριβώς αυτής της συνειδητοποίησης θα έπρεπε να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να τα γκρεμίσουμε όλα ξεκινώντας από την ίδια μας την καθημερινότητα, έτσι ώστε να ξαναφτιάξουμε έναν άλλο κόσμο από την αρχή, αυτή τη φορά με νέα υλικά.
Δυστυχώς όμως πολλοί, για τους οποίους δεν αξίζει να μιλήσω, θα φοβηθούν να μη χάσουν αυτά που έχουν κι έτσι θα αρνηθούν οποιαδήποτε εναλλακτική λύση. Άλλοι πάλι θα σκεφτούν πως αξίζει να παλέψουμε με αυτά που έχουμε και πως θα έπρεπε να κρατήσουμε τα καλά αυτού του κόσμου, διορθώνοντας απλώς τα κακώς κείμενα. Ωστόσο η παγίδα «αυτού του κόσμου» είναι αυτή ακριβώς, τα καλά που μας προσφέρονται είναι το ηρεμιστικό μας χάπι και ό,τι στραβό συμβαίνει στις ανθρώπινες κοινωνίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα αυτού του κόσμου, αυτού του τρόπου ζωής. Έτσι παραμένουνε όμηροι της οικονομικής μας ευμάρειας ή – ακόμη χειρότερα – της ελπίδας που τρέφουμε γι’ αυτή και της ανάγκης μας να νιώσουμε επιτέλους λίγο πιο σημαντικοί από αυτό που μας έμαθαν πως είμαστε, πληρώνοντας πάντα προκαταβολικά με υποτέλεια, φτώχεια, βία και ανοχή στη διεφθαρμένη εξουσία, την προπαγάνδα, τις διεθνείς χρηματαγορές κοκ.
Βεβαίως, στα πολιτικά συμβούλια ή στις διεθνείς χρηματαγορές η ανθρώπινη αξία, ως μη μετρήσιμη, δε λαμβάνεται υπόψιν. Εκεί ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μεταβλητή, ένα υποκείμενο, ένα ον το οποίο οφείλει να ικανοποιεί τις ανάγκες του ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την φυσική εξόντωση κάποιου άλλου ανθρώπου ή την καταστροφή του περιβάλλοντος στο οποίο ζει. Αυτή, λένε, είναι η ζωή κι η ζωή μερικές φορές είναι σκληρή. Κι εμείς, αποδεχόμενοι την παραπάνω βελτιωμένη έκδοση του νόμου της ζούγκλας ως θεμέλιο λίθο του πολιτισμού μας, ακολουθούμε ως ζόμπι με μοναδική μας βούληση όχι το αίμα, αλλά το χρήμα.
Υπάρχει όμως κάτι που οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι πάντοτε θέλουν να ξεχνούν κι αυτό είναι πως η οικονομική ευμάρεια δε σημαίνει ευτυχία. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε ευτυχείς αρκεί να καταφέρουμε πρώτα να ξαναγίνουμε ελεύθεροι. Μόνο αν μεταστραφούμε από ζόμπι που διψούν για χρήμα σε ελεύθερους ανθρώπους, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ξανά την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης – της δικής μας και των γύρω μας. Και μόνο τότε θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την αξία ενός ξένου ώμου ή ενός χεριού. Κι ένας άνθρωπος που έχει έναν ώμο ν’ ακουμπήσει κι ένα χέρι να πιαστεί δε μπορεί παρά να είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου