Γιάννης Μακριδάκης
Την περασμένη εβδομάδα επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου τοπικός δημοσιογράφος, ιδιοκτήτης ραδιοφώνου, τηλεοπτικού σταθμού και εβδομαδιαίας εφημερίδας και μου είπε ότι θέλει να κάνουμε μια συνέντευξη στην τηλεόραση, στα πλαίσια μιας εβδομαδιαίας εκπομπής που έχει και παρουσιάζει διάφορους ανθρώπους του τόπου.
Μου έκανε εντύπωση η επιλογή του προσώπου μου διότι εδώ στο νησί μόνο σε εκτίμηση δεν με έχουν όλοι αυτοί οι τύποι των εξουσιών και του χρήματος αλλά δεν το πολυμελέτησα κιόλας. Πολύ κακώς. Μου είπε ότι δεν θέλει να ασχοληθούμε με την τοπική πραγματικότητα, αλλά να μιλήσουμε για την λογοτεχνία και για τα ευρύτερα ζητήματα. Γι’ αυτό δέχτηκα την πρότασή του και βρέθηκα στις 8.30 το πρωί του περασμένου Σαββάτου στο στούντιό του, όπου θα γινόταν η μαγνητοσκόπηση της εκπομπής, οποία θα μεταδοθεί σήμερα το βράδυ κι ακόμα δεν την έχω χωνέψει.
Ανάβουν οι κάμερες και ξεκινάει τον πρόλογο:
Φιλοξενώ σήμερα τον Μακριδάκη που είναι μια προσωπικότητα η οποία θα μπορούσε να είναι από τρομοκράτης της 17Ν μέχρι καλόγερος, λέει και μένω εμβρόντητος. Και συνεχίζει: Αν μου λέγανε πως έβαζε βόμβες με την 17Ν δεν με εξέπληττε.
Καταλαβαίνετε τι έπαθα. Πρωί Σαββάτου, έξω από τα νερά μου, αντί να είμαι στα φυτά μου, να κάθομαι δίπλα σε έναν άνθρωπο που λέει όλες αυτές τις παπάρες μπροστά στις αναμμένες κάμερες.
Για να είμαι ευγενικός και να μη σηκωθώ να φύγω, (διότι δεν έχω καμιά εμπειρία από κάμερες και εκπομπές, οπότε αργότερα το σκέφτηκα ότι ήταν μαγνητοσκόπηση και θα έπρεπε να έχω κόψει την εκπομπή και να ‘χω φύγει από την πρώτη αυτή στιγμή), του απάντησα χιουμοριστικά ότι βάζω βόμβες από ντοματάκια άνυδρα και με αυτόν τον τρόπο έκανα μια προσπάθεια να εγκλιματιστώ κάπως στο μαρτύριο της μιας ώρας, που όπως φαινόταν πεντακάθαρα, θα με υπέβαλλε (αφού ως βλαξ και χωρικός δεν έβγαλα το μικρόφωνο να απελευθερωθώ και να μην ξαναπατήσω εκεί)
Και όντως έτσι ήταν. Μαρτύριο μέγιστο. Ήταν τόσο βαρετό και εξοργιστικό όλο αυτό που ακολούθησε, ώστε δεν είχα καμιά διάθεση ούτε να απαντήσω όπως θα θελα στις ερωτήσεις του.
Προχωράμε στην πρώτη ερώτηση η οποία έχει σχέση με την λογοτεχνία και δεν είναι άλλη από το αν βγάζω λεφτά από τα βιβλία.
Λέω μέσα μου, Γιάννη την πάτησες και είσαι απόλυτα υπεύθυνος για όλο αυτό που σου συμβαίνει διότι το ξερες, το ψιλλιαζόσουν κι όμως δεν το απέφυγες.
Πάμε παρακάτω και αρχίζει να με ρωτάει για ποιον λόγο κυκλοφορώ συνέχεια ντυμένος με “παλιά ρούχα” και δεν είμαι καλοντυμένος να με βλέπει η κοινωνία να με χαίρεται!
Εκεί έχει πλέον ανέβει το αίμα μου στο κεφάλι. Θα πρεπε να σηκωθώ και να κάνω μια γύρα τον εαυτό μου μπρος στην κάμερα, να δούνε την αμφίεσή μου οι θεατές και να τον ρωτήσω αν την εγκρίνει αλλά δεν το σκέφτηκα εκείνη την ώρα, είχα συνεχώς το μυαλό μου αλλού μιας και το επίπεδο της συζήτησης ήταν τόσο υψηλό, ήμουν και θολωμένος από τα νεύρα. Με τον εαυτό μου τα είχα και όχι μ’ εκείνον. Ψέλλισα κάτι του στυλ ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε το φαίνεσθαι και πως δεν είμαι καταναλωτής απλά για να καταναλώνω αλλά μέσα μου είχα αρχίσει να εξοργίζομαι για όλο αυτό που μου συνέβαινε, σε μια στιγμή μου φεύγει κι από τα χέρια το στυλό που κρατούσα και πετάγεται προς την κάμερα, παρωδία.
Και τέλος, πάει στο ψητό. Με ρωτάει γιατί βρίζω τους ανθρώπους που έχουν μια διαφορετική άποψη από μένα! Εννοεί βέβαια γιατί δεν κάθομαι ήσυχος να με καβαλάνε οι γελοίοι παραγοντίσκοι και πολιτικάντηδες της τοπικής συμφοράς αλλά γράφω συνεχώς κείμενα εκθέτωντάς τους και χαρακτηρίζοντάς τους κάποτε κάποτε με όποιον χαρακτηρισμό ταιριάζει στην περίσταση.
Και για να χρυσώσει το χάπι, αρχίζει το παραμύθι ότι με αυτή τη συμπεριφορά μου μειώνω το έργο μου στα μάτια του κόσμου, για να πάρει την απάντηση βέβαια ότι δεν με εδνιαφέρει κανενός η αναγνώριση και ότι είμαι πολιτικό ον που νιώθει την ανάγκη να παρεμβαίνει στα κοινά του τόπου του και δεν είμαι συγγραφέας που κάθεται να παρατηρεί αφ’ υψηλού τα ανθρωπάκια και την δράση τους από κάτω του. Θα θελα να του πω οτι νιώθω εκφραστής της οργής και της αγανάκτησης των πουλιών, των δέντρων, των φυτών και των ζώων απέναντι στην ύβρη και τα εγκλήματα των αντπυξιολάγνων αλλά, όπως είπα και πριν, μετρούσα τα λεπτά για να τελειώσει η υψηλού επιπέδου συνέντευξή μας και να φύγω (αφού ούτε ακόμα και τότε είχα σκεφτεί να τον αφήσω στα κρύα του λουτρού και να πετάξω το μικρόφωνο από πάνω μου)
Μετά από όλα αυτά πήγαμε κάπως να πιάσουμε τα θέματα του τρόπου ζωής στη φύση και της πρότασης ζωής που προτείνω αλλά και πάλι, σε κάθε τι που έλεγα αντέτεινε φτηνές ατάκες του στυλ “ναι, αλλά ρεύμα έχεις”, “ναι αλλά αυτοκίνητο έχεις”, “ναι, αλλά ίντερνετ έχεις” και διάφορες τέτοιες γελοιότητες, οι οποίες δεν επιδέχονται κανενός είδους σοβαρή έκθεση ή ακόμα και αντιπαράθεση απόψεων.
Με λίγα λόγια έπεσα θύμα της βλακείας μου, να μην αποφύγω μια τέτοιου είδους έκθεση και είμαι αδικαιολόγητος διότι βλέπω και ξέρω.
Σηκώθηκα κι έφυγα απολύτως χαλασμένος. Αυτή είναι τοπική πραγματικότητα, δυστυχώς. Γι’ αυτό έχω κλειστεί μαζί με τα φυτά στο μούρκι και όποτε ξεχαστώ και βγω, το μετανιώνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου