Του Γιάννη Μακριδάκη
Αυτές τις μέρες ζούμε εδώ στο χωριό μια εξαιρετική περίοδο, την οποία θα προσπαθήσω να σας περιγράψω για δύο λόγους:
1. Επειδή τέτοιες καταστάσεις συμβαίνουν καθημερινά σε κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά δεν τις μαθαίνουν πολλοί άνθρωποι και κυρίως οι στα αστικά κέντρα διαμένοντες, αν δεν τύχουν οι ίδιοι σε αυτές και
2. Επειδή αυτές οι μικρές όμορφες στιγμές είναι η απόδειξη του ότι υπάρχει ακόμα αυτό που αποκαλούμε ελληνικότητα. Έστω κι αν πιέζεται προς ισοπέδωση τόσα χρόνια από την Ευρώπη, όσο κι αν μεγάλο ποσοστό νεοελλήνων με στημένες συμπεριφορές την έχουν απωθήσει ή κουκουλώσει μέσα τους. Η ελληνικότητα δεν έχει πεθάνει και αντιστέκεται σθεναρά.
Τρεις μέρες στη σειρά λοιπόν μαζεύεται η παρέα εδώ στην ταβέρνα του Μήτσου και πίνει σούμες. Όλα ξεκίνησαν δι ασήμαντον αφορμή. Από τον κάπελα τον Μήτσο ο οποίος Πέμπτη βράδυ που ήθελε παρέα για πιόμα, έπλασε μια ιστορία δήθεν για την γιαγιά κατσίκα, που ανέλαβε να θρέψει τα νεογέννητα κατσικάκια της κόρης της, η οποία είχε πάθει μαστίτιδα και δεν είχε γάλα κι έτσι τα δυο ρίφια σώθηκαν. Και μας κάλεσε για να το γιορτάσουμε το ευτυχές αυτό γεγονός!
Την επόμενη μέρα όμως έσκασαν μύτη δυο Αθηναίοι δημοσιογράφοι κι ένας Κρητικός περιπλανώμενος. Γνωριστήκαμε και τα τσιμπούσια συνεχίστηκαν. Και συνεχίζονται ακόμα. Τη μια μέρα κερνάει ο ένας, την άλλην ο άλλος, την άλλην ο ταβερνιάρης. Οι ξενομερίτες φυσικά δεν πληρώνουν. Είναι μουσαφιραίοι και οι μουσαφιραίοι είναι ιεροί.
Το πιο όμορφο απ όλα όμως συμβαίνει με τον Κρητικό. Ο οποίος πάτησε το πόδι του στο νησί την Παρασκευή το ξημέρωμα και έχει σοκαριστεί, αν και γνωρίζει καλά την παραδοσιακή φιλοξενία ως Κρητικός από τους παλαιάς κοπής που είναι ο ίδιος. Κάποιος άγνωστος άνθρωπος τού έδωσε την μηχανή του για να κάνει τις εκδρομές του όσες μέρες μείνει στο νησί. Ένας άλλος, μέχρι προ δύο ημερών άγνωστος άνθρωπος, τον φιλοξενεί στο σπίτι του εδώ στο χωριό. Κάθε βράδυ παρακάθεται σε ένα τσιμπούσι όπου κανείς δεν τον αφήνει να πληρώσει. Σε ένα ζαχαροπλαστείο της πόλης πήγε να πάρει γλυκά και τον κέρασαν όχι μόνο τα γλυκά αλλά και μια τρίωρη βόλτα και ξενάγηση στον περίφημο και ονομαστό Κάμπο της Χίου. Κατέληξε χτες ο άνθρωπος να μου δείχνει ένα εικοσάευρω που είχε στην τσέπη του και να μου λέει ότι από την Παρασκευή το ξημέρωμα που κατέβηκε από το πλοίο στο λιμάνι της Χίου, προσπαθεί να το ξοδέψει και κανείς δεν τον αφήνει να πληρώσει!
Και δώστου λοιπόν οι σούμες και τα τσουγκρίσματα τρία βράδια στη σειρά. Και δώστου τα μεζεκλίκια από τους κήπους μας κι από τα ζώα εκτροφής μας. Κι όλα αυτά δια ασήμαντον αφορμή αλλά και ένεκα σμιξίματος με τους ξενομπάτες.
Αν αυτή η Ελλάδα ζει και αναπνέει ακόμα μετά από τόσες δεκαετίες προσπαθειών αλλοτρίωσης και μετατροπής του Έλληνα σε ιδιώτη καταναλωτή αδιάφορο για τον Άλλον, τότε δεν υπάρχει καμία ελπίδα να μας ισοπεδώσει ποτέ κανένας εξωτερικός εχθρός. Διότι όσοι το προσπάθησαν και το προσπαθούν ακόμα είναι άψυχοι. Κι έχουν για Θεό και για όπλο τους, αυτό που εμείς το έχουμε για το πλέον ευτελές και το περιφρονούμε. Το χρήμα.
Οι Έλληνες πάντα ήταν πλούσιοι χωρίς χρήμα. Το ίδιο ισχύει και σήμερα παρ’ όλη την αστικοποίηση και την ανελέητη επιχείρηση μιζεροποίησης του πληθυσμού. Το ελληνικό τοπίο, ελληνική φύση και το ελληνικό κλίμα έχουν γράψει στις ψυχές επί αιώνες. Κι αυτά τα γονίδια δεν γίνεται να σβήσουν και να χαθούν μέσα σε τριάντα χρόνια. Όσο κι αν σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έχουν κουκουλωθεί βαθιά, κι εκεί όμως ακόμα υπάρχουν. Το χρήμα, το μεγάλο όπλο των εχθρών μας, φαντάζει σαν χαρτούτσο του 1821 μπροστά στο δικό μας υπερόπλο. Την ζυμωμένη ψυχή που νιώθει πλούσια με το τίποτα. Που μπορεί να είναι και να νιώθει αυτάρκης δίχως χρήμα. Όπως ήταν ανέκαθεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου