Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Στα δύο τελευταία χρόνια της Κατοχής οι εθνικές επέτειοι σηματοδοτήθηκαν από μεγάλες διαδηλώσεις τις οποίες οργάνωσαν οι φοιτητές, αν και βέβαια πήραν μέρος και πολλοί άλλοι. Το 1943 οι φοιτητές παρακολούθησαν τη δοξολογία στην Αχειροποίητο. Κατόπιν έκαναν πορεία, η οποία όταν περνούσε από την οδό Πολωνίας (σημ. Αλεξάνδρου Σβώλου) δέχθηκε μια πελώρια ελληνική σημαία που πέταξε από το μπαλκόνι του σπιτιού του ο καθηγητής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης. Η πορεία έφτασε στον Λευκό Πύργο όπου ο φοιτητής της Νομικής και ποιητής Άνθιμος Χατζηανθίμου (μετέπειτα γραμματέας της ΕΠΟΝ Δυτ. Μακεδονίας) στεφάνωσε την προτομή του ναυάρχου Βότση και έβγαλε λόγο προς το συγκεντρωμένο πλήθος.[1]
Την επόμενη χρονιά έγιναν συγκεντρώσεις σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης. Αυτήν στην πλατεία Αγίας Σοφίας περιγράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Γιώργος Ιωάννου. «Σάββατο 25 Μαρτίου 1944… πήγα στην πλατεία Αγίας Σοφίας, όπου έγιναν επεισόδια… Ξαφνικά, από τη μεριά της Ερμού ξεχώρισαν ήχοι, θαρρείς, ρυθμικοί, από ξύλα πολλά και σουρσίματα… Μπροστά έρχονταν νοσοκόμες, τρεις τον αριθμό, με μπέρτες μπλε και καλύμματα στο αγριωπό κεφάλι… Κατόπιν, έρχονταν με τη σειρά καμιά εκατοστή ανάπηροι νέοι, της Αλβανίας… Φορούσαν όλοι τα σκούρα τους, τα γαμπριάτικά τους, που ανέμιζαν απάνω τους, εξ αιτίας της αδυναμίας, φαρδιά φαρδιά, και που εκτός αυτού, σ’ άλλον το μανίκι, σ’ άλλον το μπατζάκι, και σε μερικούς και τα δύο ήταν διπλωμένα, πιασμένα πίσω με παραμάνες ή κρεμόντουσαν αδειανά και άχρηστα. Κάμποσοι προχωρούσαν με μπαστούνια, άλλοι με πατερίτσες και μερικοί μόνο με ξυλοπόδαρα. Και δυο τρεις στην ουρά, που δεν είχαν καθόλου πόδια, παρά μονάχα κορμό, ακολουθούσαν με πείσμα σερνάμενοι… Κάποια στιγμή αντήχησαν επιτέλους άγριες ζητωκραυγές μέσα από το ναό κι ο κόσμος άρχισε να βγαίνει κατά μάζες. Μαζευόντουσαν όμως στη μέση της πλατείας, μη λέγοντας να διαλυθούν. Κάποιος, που δεν ξεχώριζε, ακουγόταν να μιλάει με πάθος… Όμως πάλι από τη μεριά της Ερμού ακούστηκε κάτι. Μπροστά έτρεχαν δυο μοτοσικλέτες με γερμαναράδες και το κατόπιν ένα τζιπ, που είχε βιδωμένο στο κέντρο του ένα τεράστιο όπλο σαν πολυβόλο, στημένο όρθιο προς τον ουρανό… Ο πολυβολητής έλαβε θέση… Το πολυβόλο έφτασε σε σημείο θεριστικής βολής. Ο πολυβολητής σκόπευε προς το Κόκκινο Σπίτι. Έπεσε παγωνιά και σιγή απόλυτη. Τότε οι ανάπηροι, οι μόνοι που είχαν απομείνει στο κατάστρωμα της πλατείας, άρχισαν να κραυγάζουν. Μερικοί σήκωναν και τα μπαστούνια, τις πατερίτσες, προς το μέρος μας. “Φύγετε θα σας θερίσουν!” – “Θα σας σκοτώσουν, φύγετε!”. Ο κόσμος, σαν να έλαβε διαταγή, όρμησε προς όλες τις διευθύνσεις. Εμένα μ’ έσπρωξε κάποιος δυνατά μέσα σε μια εξώπορτα. Λουφάξαμε όλοι. Το πολυβόλο έκανε αργά αργά γύρο… Και μέσα στην απόλυτη σιγή ακούστηκαν ξανά τα ξύλα και τα δεκανίκια. Οι ανάπηροι με τη μουντή σημαία έφευγαν, όπως ήρθαν. Σε λίγο τσακιζόταν και το τζιπ, με σηκωμένη την κάννη, δήθεν εν θριάμβω».[2]
Αλλού η κατάσταση ήταν πιο τεταμένη. Οι συγκεντρώσεις, κυρίως φοιτητών, στις πλατείες Διοικητηρίου και Λευκού Πύργου διαλύθηκαν βίαια από τους Γερμανούς που προχώρησαν σε πολλές συλλήψεις. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ένας στρατιώτης της Βέρμαχτ πήρε το στεφάνι από την προτομή του Βότση (που την είχαν στεφανώσει όπως και την προηγούμενη χρονιά) και το ποδοπάτησε. Μόνο που δεν ήταν Γερμανός, αλλά εθνικόφρων Έλληνας που υπηρετούσε στον γερμανικό στρατό με συμμετοχή στο Ανατολικό μέτωπο. Επρόκειτο για τον Κύρο Γραμματικόπουλο, που για τη δράση του ανταμείφθηκε από τους πάτρωνές του τόσο αυτός όσο και μέλη της οικογένειάς του, με πολλές εβραϊκές περιουσίες.[3] Στο τέλος της Κατοχής ο Γραμματικόπουλος ακολούθησε την υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων και παρέμεινε για χρόνια στη Δυτική Γερμανία, χωρίς ποτέ να εκδοθεί ενώ αναφέρεται ότι τελικά μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου και απέκτησε σεβαστή περιουσία με βάση τα κέρδη των δραστηριοτήτων του στην κατοχική Θεσσαλονίκη.[4]
Παραπομπές:
[1] Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921-1944, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 241.
[2] Γιώργος Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, όπως παρατίθεται στο Κώστας Τομανάς, Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 43-45.
[3] Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων: Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 334.
[4] Στράτος Δορδανάς, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη: Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Εστία, Αθήνα 2011, σ. 211-212.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου