του Γιάννη Μακριδάκη
Δέκα γενιές μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς, κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να μη φας τη ζωή σου απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ για να σας θρέψω.Και πήγε κι έγινε καπετάνιος. Και έβγαλε όλη τη ζωή του μες στη θάλασσα, μα έκαμε σπίτι καλό και είχε άνεση οικονομική, έκαμε και παιδιά, και όχι μόνο τα ‘θρεψε μα τους κουβαλούσε κι όλα τα καλά, τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Ιδίως σαν ξεμπαρκάριζε από Ιαπωνία ή Σιγκαπούρη.
Να πας να σπουδάσεις, μου λεγε εμένα, να γίνεις άνθρωπος, να μην καταντήσεις σαν κι εμένα, μακριά από τη θάλασσα, μακριά, να μάθεις μια επιστήμη και να ‘χεις δουλειά στεριανή καλή, να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κάθε μέρα, όχι όπως εγώ, μία φορά στον χρόνο, έτσι μου λεγε. Και πήγα κι εγώ και σπούδασα. Έγινα προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. ΚΙ έπιασα ύστερα δουλειά σε εταιρία μεγάλη.
Μακριά από τη γη ο ένας, μακριά από τη θάλασσα ο άλλος, να η κατάντια μου.
Δεν το είχα καταλάβει διόλου στο ξεκίνημα, αλλιώς μού είχανε περάσει τη ζωή μες στον σκληρό μου δίσκο βλέπεις. Μα ύστερα από δυο χρόνια δουλειάς, με καλές αποδοχές δε λέω, αλλά νύχτα με νύχτα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη, απόκαμα. Τα ‘βαλα κάτω ένα βράδυ. Σκλάβος ένιωθα.
Νοικιασμένος στην επιχείρηση, με άδεια ένα μήνα κάθε χρόνο σαν φυλακισμένος. Δίχως να έχω χρόνο προσωπικό για να ασκώ ούτε την τέχνη μου τη ζωγραφική που μ’ άρεσε από μικρό παιδί κι όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος άστραφτε και βροντούσε ο πατέρας και μου λεγε πως θα πεθάνω στην ψάθα σαν όλους τους. Και πως να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά, σκέφτηκα, να τα βλέπεις πότε; Τη νύχτα που θα κοιμούνται;
Έκατσα λοιπόν τότε, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα που ‘μαι σαράντα, και το λογάριασα το πράγμα σαν μορφωμένος και γραμματιζούμενος που είχα γίνει πια. Και κατέληξα πως όσα και να βγάζω κάθε μήνα, το βιολί αυτό δεν με συμφέρει. Δεν συμφέρει γενικώς. Ποιος και με πόσα θα μου ξεπληρώσει εμένα τη ζωή που δεν ζω επειδή νοίκιασα το τομάρι μου, έστω και με όρους ευνοϊκούς, για να βγάζω λεφτά;
Λεφτά που είμαι αναγκασμένος να τα δίνω πίσω από κει που τα πήρα, έτσι ώστε να αγοράζω την τροφή, τη διασκέδαση και τη ζωή μου όλη; Ποιος θα μου ξεπληρώσει τη χαμένη μου ελευθερία, τον πρωινό μου ύπνο που πάει χαράμι, τις νύχτες μου που σέρνομαι και δεν είμαι εις θέση ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο μονάχα αποβλακώνομαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω διαφημίσεις, τις ώρες της μιας και μοναδικής ζωής μου που περνάνε μπρος σε μια οθόνη υπολογιστή;
Να πάω να νοικιαστώ αλλού, σκέφτηκα στην αρχή άτολμα. Με λιγότερη δουλειά και λιγότερες αποδοχές. Πάλι δεν με συμφέρει διότι θα χάσω κι αυτά που έμαθα να έχω, και πάλι δέσμιος θα μαι. Να μπω στο δημόσιο, ψέλλισα κατόπιν. Είναι κι αυτό μια πρόταση. Μόνιμος ο εκμισθωτής μου, δίχως πολλές πολλές απαιτήσεις και με νοίκι σταθερό βρέξει χιονίσει. Μα γιατί; Υπάρχει κάνας λόγος; Αφού όσα και να με πληρώνουν, εγώ τους τα επιστρέφω, είτε για τις ανάγκες μου είτε για τις επιθυμίες, που τις πιο πολλές από αυτές μού τις δημιουργούν οι ίδιοι για να μου τα πάρουν πίσω.
Κατέληξα λοιπόν πως δεν συμφέρει να δουλεύεις για να ζήσεις. Δεν συμφέρει καθόλου. Είναι η πιο οφθαλμοφανώς ασύμφορη συμφωνία την οποίαν όμως, παραδόξως, συνάπτουν με περισσή ευκολία στην ζωή τους οι άνθρωποι γύρω μου διότι έτσι τους μάθανε οι μεγαλύτεροί τους, αυτά τους περάσανε μες στον σκληρό τους δίσκο ως βασικά δεδομένα. Κι ύστερα γκρινιάζουν και περνούν μια ζωή μίζερη ακόμα κι αν, λένε, πως τους αρέσει και τους γεμίζει η δουλειά που κάνουνε. Βαυκαλίζονται κι εγώ τους θεωρούσα ευτυχείς όσους, λίγους, τέτοιους γνώριζα. Το πήρα χαμπάρι κι αυτό κατόπιν. Σαν τα παράτησα όλα.
Σαν πήγα στον προϊστάμενο και παραιτήθηκα, μάζεψα ένα πρωί τα υπάρχοντά μου κι έφυγα, γύρισα πίσω δυο γενιές, να ξαναζήσω στο παλιό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι του παππού μου στο χωριό. Όλοι μου λέγανε τότε πως είμαι τυχερός που έφυγα από την πόλη. Μα που την είδανε την τύχη; Αφού κάθισα και σκέφτηκα. Τα πήρα από την αρχή και είδα πως το σύστημά μου είχε κολλήσει και πήγαινε ντουγρού προς το αδιέξοδο.
Το πήρα απόφαση κι έκανα ένα μεγαλοπρεπές φορμάτ.
Ξέρω από υπολογιστές, ευτυχώς. Κράτησα ό,τι πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη απ’ όσες είχα αποθηκεύσει στον σκληρό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάτησα το κουμπί κι εξαφάνισα το σύστημα που με είχε γαλουχήσει. Ύστερα εγκατέστησα ένα καινούριο. Δηλαδή το παλαιότερο, εκείνο που είχε ο παππούς μου, αλλά με βελτιώσεις σύγχρονες. Και βρήκα την υγειά μου.
Μονάχα ο πατέρας μου πήγε να σκάσει. Είδα κι έπαθα να σε σπουδάσω, να πας μπροστά στη ζωή σου κι εσύ τα παρατάς όλα και γυρίζεις πίσω; Αντί να προοδεύεις γίνεσαι οπισθοδρομικός; Τι θα πει ο κόσμος; Μάλλον αυτό τον ένοιαξε περισσότερο.
Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα απ’ αυτά. Εϊχα κάνει πλέον το φορμάτ και όσα έλεγε δεν μου ήταν πληροφορίες αναγνωρίσιμες πια. Κι έφυγα.
Πήγα και βρήκα την υγειά μου και τη λευτεριά μου. Βρήκα και τους σπόρους που φύτευε στους κήπους ο παππούς και τους φύλαγε μέσα σ’ ένα ντουλάπι ξύλινο στον βορινό τοίχο.
Κι απελευθερώθηκα από τη νοικιασμένη εργασία, άρχισα να ζω παράλληλα με την οργανωμένη κοινωνία, σαν πουλί, σαν Κότσυφας, σε ένα άλλο σύμπαν, πιο αληθινό, που έχει ελάχιστα σημεία τομής με το προηγούμενο που ζούσα ως άτομο.
Δεν περιμένω πια να μου δώσουνε χαρτιά κάθε τέλος του μήνα για να πάω να τα κάνω τρόφιμα, ποτά και θεάματα. Έχω τα πάντα. Το τραπέζι μου χειμώνα καλοκαίρι γεμάτο, το κελάρι φίσκα, τα θεάματα και τα ακούσματα κάθε μέρα σ’ όλη την πλάση γύρω μου μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Άσε που, από τότε που επέστρεψα, ξεκίνησα και να ζωγραφίζω. Λευτερώθηκε η ψυχή μου, βρήκε τον δρόμο της. Και κατεβαίνω μια φορά στο τόσο στην πόλη και τα κάνω έκθεση τα έργα μου. Βγάζω ένα χαρτζιλίκι απ’ αυτά για να πληρώνω όσα, ελάχιστα πια, με συνδέουνε ακόμα με τον “πολιτισμό”.
Και ξαφνικά τσουπ, δεκατόσα χρόνια μετά, να η οικονομική κρίση. Τώρα την είδες ρε πατέρα; Το αδιέξοδο που με τάιζες τόσα χρόνια και μάλιστα με το ιδρώτα σου μέσα στους σκυλοπνίχτες που μπαρκάριζες, δεν το είχες πάρει χαμπάρι ποτέ;
Τώρα μου λένε, κι ο πατέρας μου μαζί με όλους, πως έκανα την πιο καλή κίνηση τότε που έφυγα κι επέστρεψα στη γη. Και πως είμαι πολύ τυχερός που το είδα και πιο πολύ που το τόλμησα. Μα πάλι τυχερός; Πάλι στην τύχη τα ρίχνουνε όλα; Γι αυτό ίσως κάθονται ατάραχοι και βλέπουνε την καταστροφή να έρχεται.
Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το κακό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Ένα φορμάτ είναι ρε παιδιά, μονάχα ένα φορμάτ.
Κότσυφας
πρώην προγραμματιστής η/υ
Για την αντιγραφή
Γιάννης Μακριδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου