Γραμμένο πριν από 135 χρόνια, το κείμενο του Εμμανουήλ Ροΐδη που ακολουθεί περιγράφει την πολύ σκοτεινή προϊστορία της δημοσιογραφίας στη χώρα μας. Ευτυχώς όλα αυτά δεν έχουν πια καμιά σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, ειδικά την τηλεοπτική:
«Ο ποιητής Βωδελαίρος, θέλων να εικονίση το ιδανικόν του σικχαμερού, παρέστησε πτώμα χοίρου σηπόμενον υπό τας ακτίνας θερινού ηλίου. Το ψωφήμιον κείται ύπτιον επί της χλόης, ανοικτάς έχον τας αγκάλας ως εταίρα προκαλούσα τον εραστήν. Η πλευρά αυτού είναι εστιατόριον σκωλήκων, η δε δυσωδία τοσαύτη, ώστε ο διαβάτης λιποθυμεί.
Την δύναμιν της εικόνος εκείνης δεν αμφισβητούμεν, νομίζομεν όμως ότι, αν εγνώριζεν ο ποιητής την Ελλάδα, ήθελε προτιμήση του νεκρού χοίρου ζώντα και υγιαίνοντα αντιπρόσωπον τάξεώς τίνος των παρ’ ημίν δημοσιογράφων.
Προς αποφυγήν και σκιάς συγχύσεως πρέπει προ παντός άλλου να εγείρωμεν σινικόν τείχος μεταξύ των αξιότιμων ημών συναδέλφων και των κυρίων τούτων, παρέχοντες τα ιδιαίτερα γνωρίσματα άτινα διακρίνουσι τους δυναμένους να αμφισβητήσωσι την δάφνην της δυσωδίας εις τον ανωτέρω ήρωα του Βωδελαίρου.
Αι Αθήναι έχουσι πεντάκις μυρίους κατοίκους και εφημερίδας υπέρ τας εκατόν, οι Παρίσιοι κατοίκους διακοσιάκις μυρίους και πολιτικά εφημερίδας είκοσι το πολύ. Αν εις εκατόν χιλιάδας Γάλλων αναλογή μία εφημερίς, εις χιλίους Αθηναίους αναλογούσι δύο.
Εκ τούτων τρεις ή τέσσαρες συντηρούνται παρά των συνδρομητών, πέντε ίσως αποζώσιν εκ των κομμάτων, αι δε λοιπαί, αι γεννώμεναι και θνήσκουσαι καθ’ εκάστην, ουδένα άλλον έχουσιν ωμολογημένον πόρον ζωής πλην της ύβρεως, της συκοφαντίας και του σκανδάλου.
Των τελευταίων αν ο αριθμός είναι μέγας, η ύπαρξις αφ’ ετέρου είναι βραχεία. Τας εφημερίδας ταύτας ηθέλομεν αδικήση λέγοντες ότι ζώσι μίαν ημέραν, ως τα ρόδα. Βέβαιον όμως είναι ότι αι πλείσται αυτών θάλλουσιν επί τινας μόνον εβδομάδας, όσον δηλαδή τα σκόρδα.
Αιτία του μεγάλου αριθμού και του συντόμου βίου των εφημερίδων είναι ότι οι συντάκται αυτών θεωρούσι το δημοσιογραφικόν επάγγελμα ως απλήν βαθμίδα προς υψηλότερον στάδιον. Και τω όντι πολλοί τούτων, υβρίζοντες και συκοφαντούντες, κατορθώνουν μετ’ ού πολύ να διορισθώσιν αστυνομικοί κλητήρες, σαρωταί υπουργείων, νεκροσκόποι, αγροφύλακες, δημοδιδάσκαλοι ή καρραγωγείς. Αλλοι πάλιν, ουδέν τούτων επιτυγχάνοντες ένεκα συναγωνισμού, τρέπονται εις άλλο επάγγελμα, την ψηφοθηρίαν, το λαθρεμπόριον ή την μαγειρικήν. Αλλ’ αποχωρούντες του σταδίου, τον κάλαμον αυτών κληροδοτούσιν εις έτερον πλήρη ζήλου νεόφυτον δημοσιογράφον. Ωστε, αν τα πρόσωπα και τα ονόματα των φύλλων αλλάσσουσιν ανά πάσαν σελήνην, η δημοσιογραφική φάλαγξ μένει αναλλοίωτος κατά τε την ποιότητα και τον αριθμόν.
Ως οι ελεύθεροι σκοπευταί κατά τον τελευταίον πόλεμον, ούτω και οι φαλαγγίται δεν έχουσιν ομοιόμορφον στολήν, αλλά μόνον ιδιαίτερά τινα εμβλήματα, τον μεν χειμώνα σάλιον αντί επανωφορίου, το δε θέρος ιδιάζον τι άρωμα εντάλματος, καταγωγίου, τράγου και κυνισμού.
Κρίνων τις εκ του ύφους αυτών πολλάκις υποπτεύει ότι πάσχουσιν εκ λύσσης, η δε θέα και η οσμή του υποκειμένου των επιβεβαιοί ότι φοβώνται το ύδωρ».
(Απόσπασμα από το κείμενο «Δημοσιογραφικόν Δελτίον», περιοδικό «Ασμοδαίος», φ. 35, 21.9.1875).
Πηγή: Ιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου