«Ήμασταν 32 άνθρωποι πάνω σε μια βαρκούλα με μηχανή. Κρυβόμασταν για οχτώ ημέρες σε ένα φορτηγάκι στα τουρκικά παράλια, μέχρι οι διακινητές να αποφασίσουν ότι μπορούμε να περάσουμε απέναντι. Αν γνώριζα τις συνθήκες, δεν θα έκανα το ταξίδι. Όμως απ’ τη στιγμή που έφτασα στην Ελλάδα, ποτέ δεν σκέφτηκα να την εγκαταλείψω, χωρίς να τη γνωρίσω πρώτα. Ήθελα –αφού ήρθα– να ενταχθώ» δηλώνει κατηγορηματικά ο Μαμαντού, βγάζοντας απ’ τη τσάντα του βιαστικά τις «αποδείξεις»: χαρτιά που αποδεικνύουν ότι είναι αναγνωρισμένος πρόσφυγας, άδεια εργασίας, συμβόλαιο ενοικίασης σπιτιού.
Η επταετής παραμονή του στην Αθήνα άφησε τα σημάδια της επάνω του: τα αρκετά καλά ελληνικά του, το ντύσιμο, τις ιστορίες που διηγείται από φίλους που τον βοήθησαν να σταθεί επαγγελματικά. Κυρίως όμως, το σημάδι στο μέτωπο. Τη βαθιά ουλή που διατρέχει το κρανίο του, θυμίζοντάς του μόνιμα πόσο πλησίασε το θάνατο. Παράλληλα, του άφησε φόβο, απογοήτευση, αλλά και τη βαθιά ανασφάλεια που νιώθει, αφού η βία για το Μαμαντού πολλαπλασιάζεται από το ρατσισμό της καθημερινότητας.
Η πρώτη του επαφή με τα ακροδεξιά τάγματα εφόδου ήταν τον περασμένο Μάιο στο Γκάζι – όσο περίμενε το λεωφορείο τα χαράματα, αφού είχε τελειώσει τη δουλειά. «Ήξερα γι’ αυτούς. Είχαν επιτεθεί σε πολύ κόσμο. Όταν αντιλήφθηκα τις τέσσερις μηχανές, η καρδιά μου ξεκίνησε να χτυπάει δυνατά. Ύστερα, είδα τα στρατιωτικά παντελόνια, τις μαύρες μπλούζες και τα τατουάζ. Σκέφτηκα: «Μαμαντού είσαι νεκρός. Όλα τελείωσαν». Θυμήθηκα ότι κυνηγούν το μαύρο δέρμα. Κι έτσι τους γύρισα την πλάτη και κοίταξα απ’ την άλλη. Η πρώτη μηχανή προσπέρασε. Με κατάλαβε ο συνεπιβάτης στο δεύτερο μηχανάκι. Σφύριξε και σταμάτησαν μπροστά μου. “Τι κάνεις ακόμη στην Ελλάδα, ρε μ…;” ρώτησαν. Φοβήθηκα και άρχισα να τρέχω προς την Ομόνοια, ενώ εκείνοι με κυνηγούσαν. Όμως, είχα ξεχάσει το πρώτο μηχανάκι, στο φανάρι» διηγείται. «Μόλις έφτασα σε εκείνο το ύψος, ο συνεπιβάτης έβγαλε ένα σίδηρο και με χτύπησε στο κεφάλι. Μπροστά, βαθιά, μέχρι μέσα στα μαλλιά. Έπεσα κάτω. Το αίμα κυλούσε και προσπαθούσα να σηκωθώ. Ζαλιζόμουν, τα μάτια μου ήταν θολά, κι άρχισα να περπατάω ανάμεσα στα αυτοκίνητα που περνούσαν στο δρόμο. Οι οδηγοί φρέναραν απότομα, αλλά δεν μπορούσα να ελέγξω πού πάω. “Αφήστε τον” είπε εκείνος που με χτύπησε. “Τον έχω. Τώρα θα πάει να πεθάνει”. Γι’ αυτό ήμουν τυχερός. Επειδή νόμιζαν πως πέθαινα».
Αφού κρύφτηκε σ’ ένα στενό, ο Μαμαντού κάλυψε την πληγή με το πουκάμισό του, ώστε να σταματήσει η αιμορραγία. Μετά από 30-40 λεπτά άρχισε να συνέρχεται. «Βγήκα στην Ιερά Οδό και σταμάτησα ένα ταξί. Ρώτησα τον οδηγό: “Μπορείς να με πας στην Πατησίων;” “Έχεις τα λεφτά;” απάντησε, κι είπα ναι. “Πρόσεξε μην λερώσεις με το αίμα σου το ταξί μου…” μου είπε».
Ο Μαμαντού δεν πήγε στο νοσοκομείο. «Θα ήταν χάσιμο χρόνου», αναφέρει. «Θα μου έκαναν ράμματα, ενώ χρειαζόμουν ακτινογραφίες. Ωστόσο, ήξερα ότι δεν θα τις βγάλουν. Είχα ήδη δοκιμάσει δύο φορές να πάω σε νοσοκομείο, ενώ ήμουν άρρωστος. Αφού με εξέτασαν, μου έδωσαν συνταγή για φάρμακα. Όμως στο φαρμακείο του νοσοκομείου μου έλεγαν συνεχώς πως δεν τα είχαν. “Έλα αύριo” άκουγα επί μία εβδομάδα. Μέχρι που ένας φίλος μού εξήγησε ότι συστηματικά δεν δίνουν τα φάρμακα, όταν αυτά κοστίζουν πάνω από πέντε ευρώ. Τότε, πρέπει να τα προμηθευτείς μόνος σου, από ιδιώτη φαρμακοποιό».
Το περιστατικό δεν καταγγέλθηκε στις αρχές. «Τι μου λες; Ότι η αστυνομία νοιάζεται για μένα; Δεν δίνει δεκάρα!» υποστηρίζει ο Μαμαντού. «Στην ίδια στάση λεωφορείου που μου επιτέθηκαν, κάποιοι αστυνομικοί μου είχαν κλέψει 40 ευρώ – το μεροκάματο δύο ημερών. Σε ένα αστυνομικό τμήμα με εξευτέλισαν, όταν με έβαλαν σε ένα δωμάτιο ολόγυμνο για έλεγχο. Σε ένα άλλο τμήμα, με είχε σακατέψει κάποιος με τις αρβύλες του, γιατί επιχείρησα να τηλεφωνήσω στο αφεντικό μου και να του πω ότι θα αργήσω στη δουλειά, επειδή μου έκαναν εξακρίβωση στοιχείων».
«Όλος ο κόσμος ξέρει ότι η αστυνομία μπορεί να σε σταματήσει ανά πάσα στιγμή» συνεχίζει. «Στην πλατεία Αμερικής μπαίνουν στο λεωφορείο και λένε: “Αφρικανέ, Μπαγκλαντεσιανέ, Πακιστανέ, όλοι κάτω”. Μπορεί να χάσεις μία ώρα έτσι. Αν δεν καταλαβαίνει το αφεντικό, θα σε απολύσει. Γιατί πρέπει να σταματούν τις ζωές των ανθρώπων κατ’ αυτό τον τρόπο;»
Τη δική του δουλειά ο Μαμαντού αποφάσισε να την περιορίσει μόνος του. Όταν, πριν από κάποιες εβδομάδες, συναντήθηκε και πάλι με τις ομάδες κρούσης, έξω από το μαγαζί όπου εργάζεται στην κουζίνα. «Όταν τελείωσα γύρω στις 3:00, έπρεπε να βάλω τα σκουπίδια της κουζίνας και του μπαρ σε ένα καρότσι και να τα πάω στους κάδους όπου τα πετάμε, σε απόσταση 200-300 μέτρων. Οι χρυσαυγίτες είχαν έρθει με δύο μηχανάκια σε ένα κοντινό μαγαζί κι έτρωγαν hot dog. Εγώ δεν τους είχα δει. Όμως ένας Αλβανός, που δουλεύουμε μαζί χρόνια, τους αντιλήφθηκε κι άρχισε να μου κάνει νοήματα ενώ προχωρούσα. Τον κοίταζα και δεν καταλάβαινα, γιατί εκείνοι βρίσκονταν στην άλλη μεριά. Όταν με είδαν, άφησαν κάτω το hot dog και άρχισαν να έρχονται στο μέρος μου. “Μαμαντού φύγε!” φώναξε ο φίλος μου. Παράτησα το καρότσι κι έγινα καπνός».
«Ωστόσο, είδαν πού δουλεύω» προσθέτει με ανησυχία. «Και τώρα φοβάμαι, μην μπουν κρυφά από την πόρτα της κουζίνας, που βλέπει σε ένα μικρό στενό. Πρέπει να την αφήνω ανοιχτή, γιατί όταν φεύγει ο Έλληνας μάγειρας της προηγούμενης βάρδιας, μου κλείνουν το air condition. Κάνω τη δουλειά τριών ατόμων –στο μαγείρεμα, στη λάντζα και στο μπαρ– είμαι ο μόνος που δεν έχω ΙΚΑ και δεν έχω καν δικαίωμα στον εξαερισμό. Δεν είναι δείγμα ρατσισμού αυτό;»
«Ακόμη και οι νεαροί που δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα μπορούν να σου επιτεθούν στο δρόμο χωρίς λόγο. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Μπορεί να είναι με τις φίλες τους, να πηγαίνουν να διασκεδάσουν και να βρουν έναν Αφρικανό και να κάνουν βλακείες, να του πετάξουν κάτι… Κάποια φορά που πάλι περίμενα στη στάση, μια κοπέλα που ήταν σε ένα αυτοκίνητο με φίλους της και τραγούδαγε, επιβράδυνε, μου πέταξε ένα μπουκάλι νερό και με έκανε μούσκεμα. Αυτό δεν έχει να κάνει με τη δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής. Είναι άλλο πράγμα»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου