Γιάννης Μακριδάκης
Έλα, μου λέει, να πάμε μέσα στο χτήμα να σου δώσω αυγά. Μόλις είχε σταματήσει το τζιπ του κι εγώ περνούσα με τα πόδια από κει. Ήτανε κάπως αγουροξυπνημένος, με ένα τσιγάρο στο στόμα αλλά γελαστός και καμαρωτός για την επικείμενη επίσκεψή μας στο κοτέτσι του. Διότι είναι από τους ανθρώπους που άφησαν πρόσφατα την Αθήνα και ήρθαν στο χωριό για να αλλάξουν ζωή. Και κάθε νέα προσπάθεια, κάθε επιτυχία, κάθε καινούριο αυγό που πιάνουν είναι ευτυχία και δίνει τους ζωή και δύναμη για τον καθημερινό αγώνα.
Έρχομαι, του λέω, διότι οι δικές μου, όσες γλυτώσανε από την αλεπού, δεν ξαναγέννησαν, τρομάξανε από κείνη τη μέρα και τους κόπηκε τ’ αυγό.
Στα εκατό βήματα που κάναμε μέχρι να φτάσουμε στην πόρτα του χτήματος, μου είπε όλη του την εμπειρία με το κοτέτσι. Ότι γεννάνε οι 5 οι παλιές, ότι οι πουλάδες θα ξεκινήσουν να κάνουν αυγά σε κάνα μήνα, ότι πήρε χηνάρια και κάτι πετεινούς τεράστιους 70 ευρώ το ζευγάρι, στο τέλος μού είπε και ότι τα αφήνει όλα τα πουλιά αλιμπερτά μες στο περιβόλι μέρα νύχτα κι εκεί δαγκώθηκα.
Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε. Εκείνος το είδε πρώτος το πτώμα να κείτεται στα πόδια μιας μαντερινιάς και είπε ωχ. Δεν περίμενε με τίποτα πως θα έχει δεχτεί επίθεση νυχτερινή αγριμιού.
Αρχίσαμε να περπατάμε μες στο περιβόλι και να μετράμε πτώματα. Άλλα πνιγμένα κι άλλα αποκεφαλισμένα. 20 τον αριθμό, σε σύνολο 24. Και τα χηνάρια άφαντα. Έπαθε σοκ ο άνθρωπος, καλά, να φάνε και τα αγρίμια αλλά όλες ρε παιδί μου, όλες; Όλες; Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έβγαλε το κινητό και πήρε τον εργάτη του να ρθει να τις θάψει.
Κλείσαμε την πόρτα και βγήκαμε άρον άρον από το περιβόλι σκασμένοι, ξεφυσώντας. Στα μετρημένα μας βήματα επί του στενού τσιμεντόδρομου, καθώς μιλούσαμε και δεν κοιτούσαμε, καθώς η προσοχή μας ήταν περιορισμένη, άκουσα τη συριστική της απειλή να εκπέμπεται από κάπου πολύ κοντά μου. Χσσσσ, χσσσσσ, στρέφω το κεφάλι πλάι στο αριστερό μου πόδι και βλέπω την οχιά περίπου ένα μέτρο πιο δίπλα, σύριζα με το τοιχογύρι να προσπαθεί να ανέβει με κίνηση αργή και σπουρδιστή, να χει σηκωμένο και το κεφάλι ψηλά και να με απειλεί. Ίσα ίσα πρόλαβα τον Μάρτη που έσπευσε να βάλει τη μουσούδα του κοντά της, να δει τι ακριβώς είναι αυτό το πράμα που βρυχάται. Ήταν χοντρή, μάλλον μόλις είχε φάει, δεν ήταν σε κατάσταση εγρήγορσης, γι’ αυτό ίσως σωθήκαμε εγώ κι ο Μάρτης που την είδαμε ξαφνικά μες στα πόδια μας. Ο γείτονας που ήταν παρέα μας, έπαθε δεύτερο σοκ εντός λίγων λεπτών και ήταν τόσο ισχυρό που ξέχασε την επίσκεψη του βαμπίρ στο κοτέτσι.
Αργά αργά και σφυριχτά έφυγε η κυρία και εμείς είχαμε μαρμαρώσει και την βλέπαμε.
Σαν να ζήσαμε μέσα σε ένα ντοκυμαντέρ με διάφορα θέματα πρωί πρωί κυριακάτικα
Έλα, μου λέει, να πάμε μέσα στο χτήμα να σου δώσω αυγά. Μόλις είχε σταματήσει το τζιπ του κι εγώ περνούσα με τα πόδια από κει. Ήτανε κάπως αγουροξυπνημένος, με ένα τσιγάρο στο στόμα αλλά γελαστός και καμαρωτός για την επικείμενη επίσκεψή μας στο κοτέτσι του. Διότι είναι από τους ανθρώπους που άφησαν πρόσφατα την Αθήνα και ήρθαν στο χωριό για να αλλάξουν ζωή. Και κάθε νέα προσπάθεια, κάθε επιτυχία, κάθε καινούριο αυγό που πιάνουν είναι ευτυχία και δίνει τους ζωή και δύναμη για τον καθημερινό αγώνα.
Έρχομαι, του λέω, διότι οι δικές μου, όσες γλυτώσανε από την αλεπού, δεν ξαναγέννησαν, τρομάξανε από κείνη τη μέρα και τους κόπηκε τ’ αυγό.
Στα εκατό βήματα που κάναμε μέχρι να φτάσουμε στην πόρτα του χτήματος, μου είπε όλη του την εμπειρία με το κοτέτσι. Ότι γεννάνε οι 5 οι παλιές, ότι οι πουλάδες θα ξεκινήσουν να κάνουν αυγά σε κάνα μήνα, ότι πήρε χηνάρια και κάτι πετεινούς τεράστιους 70 ευρώ το ζευγάρι, στο τέλος μού είπε και ότι τα αφήνει όλα τα πουλιά αλιμπερτά μες στο περιβόλι μέρα νύχτα κι εκεί δαγκώθηκα.
Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε. Εκείνος το είδε πρώτος το πτώμα να κείτεται στα πόδια μιας μαντερινιάς και είπε ωχ. Δεν περίμενε με τίποτα πως θα έχει δεχτεί επίθεση νυχτερινή αγριμιού.
Αρχίσαμε να περπατάμε μες στο περιβόλι και να μετράμε πτώματα. Άλλα πνιγμένα κι άλλα αποκεφαλισμένα. 20 τον αριθμό, σε σύνολο 24. Και τα χηνάρια άφαντα. Έπαθε σοκ ο άνθρωπος, καλά, να φάνε και τα αγρίμια αλλά όλες ρε παιδί μου, όλες; Όλες; Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έβγαλε το κινητό και πήρε τον εργάτη του να ρθει να τις θάψει.
Κλείσαμε την πόρτα και βγήκαμε άρον άρον από το περιβόλι σκασμένοι, ξεφυσώντας. Στα μετρημένα μας βήματα επί του στενού τσιμεντόδρομου, καθώς μιλούσαμε και δεν κοιτούσαμε, καθώς η προσοχή μας ήταν περιορισμένη, άκουσα τη συριστική της απειλή να εκπέμπεται από κάπου πολύ κοντά μου. Χσσσσ, χσσσσσ, στρέφω το κεφάλι πλάι στο αριστερό μου πόδι και βλέπω την οχιά περίπου ένα μέτρο πιο δίπλα, σύριζα με το τοιχογύρι να προσπαθεί να ανέβει με κίνηση αργή και σπουρδιστή, να χει σηκωμένο και το κεφάλι ψηλά και να με απειλεί. Ίσα ίσα πρόλαβα τον Μάρτη που έσπευσε να βάλει τη μουσούδα του κοντά της, να δει τι ακριβώς είναι αυτό το πράμα που βρυχάται. Ήταν χοντρή, μάλλον μόλις είχε φάει, δεν ήταν σε κατάσταση εγρήγορσης, γι’ αυτό ίσως σωθήκαμε εγώ κι ο Μάρτης που την είδαμε ξαφνικά μες στα πόδια μας. Ο γείτονας που ήταν παρέα μας, έπαθε δεύτερο σοκ εντός λίγων λεπτών και ήταν τόσο ισχυρό που ξέχασε την επίσκεψη του βαμπίρ στο κοτέτσι.
Αργά αργά και σφυριχτά έφυγε η κυρία και εμείς είχαμε μαρμαρώσει και την βλέπαμε.
Σαν να ζήσαμε μέσα σε ένα ντοκυμαντέρ με διάφορα θέματα πρωί πρωί κυριακάτικα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου