Amphitheatrum Caesareum και το δικαίωμα στην πολυτέλεια
Αν θα μπορούσαμε να καταδείξουμε το Κολοσσαίο της Ευρωπαϊκής Αυτοκρατορίας, τότε δίχως αμφιβολία πρόκειται για τη Μεσόγειο. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως ο τρόπος με τον οποίο θα πατήσει κάποιος στη στεριά της, αποδεικνύει με μεγάλη ακρίβεια τη θέση και τον ρόλο του μέσα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Οι πρώτες κακοκαιρίες ήδη παρασέρνουν με αξιοσημείωτη αγριότητα τα υπολείμματα του θέρους στους υπονόμους και οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν ως ενθύμια των καλοκαιρινών μας αναμνήσεων μάς φέρνουν αντιμέτωπους με τις δύο όψεις ενός ανεξέλεγκτων διαστάσεων φαινομένου: στο ένα άκρο, ένας βομβαρδισμός της φωτογένειας, μια καταναγκαστική ευτυχία να κυκλοφορεί στις οθόνες μας με τα χαμόγελα να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο σε λάμψη και ομορφιά, ειδυλλιακά τοπία, ακρογιαλιές, παραλίες, η μαγεία της ανακυκλωμένης από τη βιομηχανία του πολιτισμού «φύσης», ο τουριστικός πλούτος του Νότου και η αιτία που οι λευκοί του Βορρά μας ζηλεύουν, η διάχυτη ανεμελιά και η αίσθηση πως ό,τι κι αν μας συμβεί εμείς απλά «θα περνάμε καλά», η μαζική αδιαφορία που βουτάει στα καταγάλανα νερά και απαθανατίζει τις εικόνες από την Εδέμ των υπερμοντέρνων σκλάβων· στο άλλο άκρο, παντόφλες, μουλιασμένος ρουχισμός και σωσίβια σωριασμένα, ζωντανά και νεκρά πτώματα να τα ξεβράζει το κύμα, δουλέμποροι, επιχειρήσεις του λιμενικού σώματος, στοιβαγμένες ζωές σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς, καταγραφή και αρχειοθέτηση όσων βούλιαξαν και όσων σώθηκαν, μια στρατιωτικού τύπου εκστρατεία μεταφοράς των επιζώντων στα σύνορα. Η Μεσόγειος εξελίσσεται σε μήτρα του πλεονάζοντος ανθρώπινου δυναμικού.
Η μαζική άφιξη των προσφύγων σε συνδυασμό με το πανευρωπαϊκό «δικαίωμα στις διακοπές» προσφέρουν ομολογουμένως ορισμένες ανάσες στον πνεύμονα της τουριστικής οικονομίας, σαν η δυστυχία και η καλοπέραση των άλλων να είναι οι μόνοι τρόποι να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να απελευθερωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου. Ίσως σε τελική ανάλυση η μια κοινωνική συνθήκη να είναι απαραίτητη για την ύπαρξη της άλλης, ίσως η σταδιακή μετατροπή των παραμεθόριων περιοχών της EE σε χωματερές απόκληρων πληθυσμών να προϋποθέτει εξίσου το τίμημα να σκεπάσουμε την αθλιότητα με την εικόνα μιας χώρας η οποία πάνω απ’ όλα εξυπηρετεί τις ανάγκες της διασκέδασης και της ξεκούρασης, ότι τα ντεσιμπέλ στα νυχτερινά clubs των νησιών πάντα θα επικαλύπτουν τις κραυγές των απεγνωσμένων: ό,τι κι αν συμβαίνει στ’ αλήθεια, εμείς εδώ θα είμαστε υπηρέτες σε ένα μεγαθέρετρο όπου ο καθένας μπορεί να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Όπως σε κάθε imperium, έτσι και στο δικό μας είναι απαραίτητη η μεγάλη αρένα που θα προσφέρει υπερθεάματα για να καταπολεμηθεί η διάχυτη πλήξη. Άλλωστε, όπως μας εξηγείται σε όλους τους τόνους όταν κλείνουν τα μικρόφωνα που το καθεστώς εκθειάζει τον εαυτό του, οι δομές υποδοχής, κοινωνικής ένταξης και αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης είναι κι αυτές μια ιδιότυπη πολυτέλεια, η υπερλούξ εμπειρία που προσφέρει ένα σύστημα σε εκείνους που ωφελούνται ή/και απασχολούνται σ’ αυτές αφού πρώτα έχει καταφέρει να τους εκμηδενίσει και υποδουλώσει ηθικά και υλικά εντός κι εκτός της λειτουργίας αυτών των δομών.
Περί του εξορθολογισμενου ελέγχου μιας ενδεχόμενης ταξικής ανάφλεξης στο προσφυγικό κύμα
Σε κάθε περίπτωση, οι πρόσφυγες είναι ένα πολύτιμο εμπόρευμα στον βαθμό που η ύπαρξή τους μας προτρέπει να καταναλώσουμε αλληλεγγύη, οίκτο και ανθρωπιά. Η οδύσσειά τους αφυπνίζει την εργαλειακή μας συμπάθεια, μας «ριζοσπαστικοποιεί» εξαιτίας της ανώδυνης επίκλησης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· πάνω απ’ όλα, μας υποχρεώνει να υποκριθούμε την ανωτερότητά μας, να διατυμπανίσουμε όλους τους πανηγυρικούς για την Ευρώπη ως την ήπειρο της ελευθερίας, να θυμηθούμε τον Σολζενίτσιν και όλους εκείνους τους κατατρεγμένους πολιτικούς φυγάδες από τα τυραννικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα που πάντα έβρισκαν θαλπωρή, άσυλο και κοινωνικά δικαιώματα σ’ αυτήν την κοιτίδα κοσμοπολιτισμού, αδελφοσύνης και ανεκτικότητας. Με άλλα λόγια, οι πρόσφυγες είναι το κατάλληλο προϊόν για να αντληθεί εκ μέρους των ελίτ, των εργολάβων της φιλανθρωπίας και των επαγγελματικών τάξεων της καταγγελίας και της ενσυναίσθησης η αναγκαία πολιτική υπεραξία. Η αλληλεγγύη έγινε ένα γραφειοκρατικού τύπου role playing για την αναπαραγωγή των δομών εξουσίας. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν την αυθόρμητη ανταπόκριση του απλού κόσμου, μέσα στην απόλυτη ανωνυμία του και δίχως τυμπανοκρουσίες, να γεμίσει τις κατά τόπους αποθήκες με τρόφιμα και ρουχισμό και να βοηθήσει με όποιον τρόπο είναι εφικτός δεδομένων των συνθηκών, γεγονός που συμβολίζει τη δύναμη της ηθικής ευπρέπειας που διατηρεί ακόμα τη συνοχή του κοινωνικού ιστού, οι οργανωμένες κινήσεις μοιάζουν περισσότερο να επιθυμούν αφενός την έπαρση της σημαίας τους με σκοπό την απαθανάτισή της μέσα σ’ αυτήν την ιδεολογική εμποροπανήγυρη και αφετέρου τη συμμετοχή τους ως υποκατάστατο του κρατικού μηχανισμού ώστε ο τελευταίος να μην διακινδυνεύσει ούτε στο ελάχιστο την κυριαρχία του. Τη στιγμή λοιπόν που παρακολουθούμε τη διάλυση του παλιού κόσμου, τη στιγμή που το όνειρο της ευρωπαϊκής κοινότητας με το μύθευμα περί «ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και προσώπων» ως τον μοναδικό ορίζοντα για να νιώσουμε Ευρωπαίοι φτάνει σε ένα ιστορικό τέλμα, πράγμα που επιβεβαιώνουν η Frontex, τα capital controls, το κλείσιμο των συνόρων και η άρση της Συνθήκης του Σένγκεν, παρακολουθούμε και μια παράλληλη θεαματική σκηνοθεσία του Καλού, ακτιβίστικα happenings για τον χαμό του μικρού Αϋλάν, μια τηλεοπτική δραματοποίηση, την ανάγκη να περιφέρουμε τους πρόσφυγες ως ιδεολογικό λάφυρο, τα δακρυσμένα μας μάτια που δεν αντέχουν άλλο και προσεύχονται στην επίλυση ενός προβλήματος που απ’ όλες τις απόψεις φαντάζει άλυτο.
Δεν ισχύει το ίδιο και για τους μετανάστες. Εδώ τα πράγματα είναι ασφαλώς πιο σοβαρά. Οι ελεημοσύνες του Κράτους-ευεργέτη δεν θα πρέπει να θεωρούνται καθόλου δεδομένες αν η άλλη πλευρά δεν μπορεί να εγγυηθεί τη φήμη και το πρεστίζ στις θεραπευτικές δομές της γραφειοκρατίας. Οι μετανάστες δεν είναι θύματα κανενός πολέμου αλλά αντιθέτως είναι οι οικονομικά αποτυχημένοι στις πατρίδες τους, αυτοί που δεν έτρεξαν για να ξεφύγουν απ’ τις οβίδες και τα τανκς αλλά που απλώς κυνηγούν τους εργοδότες από χώρα σε χώρα. Η ζωή τους δεν τίθεται υπό κίνδυνο, παρά μόνον η επιβίωσή τους. Αυτοί οι λόγοι είναι υπεραρκετοί για να παραδεχτούμε πως οι μετανάστες δεν μπορούν να θρέψουν τον ναρκισσισμό της πολιτισμικής μας υπεροχής. Πρέπει, ως εκ τούτου, να χαραχτεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή σ’ αυτές τις δυο υποκατηγορίες των μη-υπηκόων, να ξεχωρίσουμε την «ήρα απ’ το στάρι», να διασαφηνίσουμε πως θα διατηρηθεί η πολιτική μηδενικής ανοχής για το «λαθραίο» εμπόρευμα, γι’ αυτές τις αφορολόγητες και duty-free υπάρξεις. Εκεί ισχύουν αυτά που ήδη ξέραμε: οι μετανάστες δεν έχουν δικαίωμα ούτε να μετακινούνται, ούτε να ενταχθούν στις τοπικές κοινωνίες παρά μόνο να «αποταμιευθούν» και να «αποθηκευτούν» στα στρατόπεδα καταναγκαστικής ανεργίας μέχρι να γίνουν χρήσιμοι για την αγορά εργασίας των κρατών-μελών της ΕΕ. Και όντως, παρά το γεγονός ότι, πέρα απ’ τη Συρία, τόσο στο Αφγανιστάν όσο και αλλού μαίνονται ένοπλες συρράξεις ή πολιτικές διώξεις και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, υπάρχει μια αμείλικτη ταξική τομή μεταξύ αυτών που καταναλώνονται από τον ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο ως «πρόσφυγες» και των υπολοίπων που καταναλώνονται ως «μετανάστες». Όπως προσπαθούν να αποδείξουν μέσα από μελέτες διάφοροι διεθνείς οργανισμοί, φερ’ειπείν ο ΟΟΣΑ, οι προερχόμενοι κυρίως απ’ τη Συρία πρόσφυγες φέρουν μαζί τους το απαραίτητο δυτικότροπο «πολιτισμικό κεφάλαιο». Επομένως, πέραν της όποιας απαλλαγής των Κρατών που θα τους απορροφήσουν απ’ το δαπανηρό σχέδιο της ανθρωπολογικής τους μετάλλαξης, επίσης θα είναι σε θέση να προσφέρουν μια πιο αποδοτική εκμετάλλευση της εργασιακής τους δύναμης, να γεμίσουν τα ασφαλιστικά ταμεία με οικονομικούς πόρους, θα συνεισφέρουν στη δημογραφική ανάπτυξη των γηρασμένων κοινωνιών του ευρωπαϊκού Βορρά.
«Refugees welcome», είναι γεγονός, αλλά όχι δίχως την ταυτόχρονη αμηχανία μας που όλοι τους είναι αλλοτριωμένοι απ’ τα selfiesticks και τα tablets. Φάνηκε τελικά πως πλανηθήκαμε και ξεγελαστήκαμε απ’ τις ασυναρτησίες των μεταμοντέρνων υποσχέσεων καθώς η όψη των προσφύγων διαβεβαιώνει ρητά πως δεν υπάρχει πολυπολιτισμικότητα, έχουμε γίνει όλοι ένα, σαν ένα ανθρώπινο πρωτόπλασμα που πολλαπλασιάζεται επ’ άπειρον ανά τον πλανήτη. Οι άνθρωποι αυτοί που έρχονται δεν είναι οριεντάλ, τουναντίον, είναι σαν κι εμάς, είναι ίσως εμείς οι ίδιοι σε ενεστώτα χρόνο: ο Θεός τους είναι προσωπικής χρήσης και δεν συμβολίζει την πολιτισμική ανομοιότητα, αναγορεύουν τα smartphones σε είδη πρώτης ανάγκης, βγαίνουν selfies για να επιβεβαιώσουν στον εαυτό τους ότι υπάρχουν, στέλνουν μανιωδώς μηνύματα και ψάχνουν για wifi ζώνες, εκλιπαρούν για λίγο ρεύμα ώστε να φορτίσουν τις συσκευές τους, θέλουν απλά να τους βάλουμε να δουλέψουν, να τους μπουκώσουμε το στόμα με κάποιο επίδομα ανεργίας ή κάποιο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ώστε να ξεχάσουν αυτό που τους συμβαίνει, υπόσχονται να είναι το ίδιο ήσυχοι και ανελεύθεροι όσο είμαστε κι εμείς· και είναι εξίσου συγκλονιστική η διείσδυση της εξατομίκευσης στις συνειδήσεις τους σε τέτοιο βαθμό ώστε οι εκκλήσεις τους προς τους ιθύνοντες να επικεντρώνονται στο αίτημα να τους διευκολύνουμε να σωθούν αυτοί οι ίδιοι, αντί για μια συλλογική διεκδίκηση με πιο πολιτική χροιά που θα σχετίζεται με την παύση του πυρός και το τέλος του πολέμου. Αν υπάρχει όντως διαφορά, αυτήν θα πρέπει να την εντοπίσουμε στο γεγονός ότι εμείς προς το παρόν εξακολουθούμε να απολαμβάνουμε τα υλικοτεχνικά και νομικοδιοικητικά προνόμια που μας παρέχει η Αυτοκρατορία. Και είναι συνταρακτικό που μαζί μ’ αυτούς τους ανθρώπους προσευχόμαστε για το ίδιο πράγμα, την πάση θυσία παραμονή μας στην ευρωζώνη, στη γεωγραφική περιφέρεια του μικρότερου κακού.
Η έννοια του πολίτη σε μια ήπειρο που «είμαστε όλοι μετανάστες»
Η αυστηρότητα με την οποία διεξάγεται ο διάλογος γύρω απ’ τα δικαιώματα του μη-πολίτη παραμερίζει πλήρως την αντιστοιχία της διαλεκτικής του σχέσης: τον απαραίτητο διάλογο για τα δικαιώματα του πολίτη, γι’ αυτό που τελικά είναι ο πολίτης. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο τελικά η μόνη απάντηση που νιώθουμε ότι μας αρμόζει να δώσουμε ενάντια στην αποτρόπαια στάση της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας είναι πως «είμαστε όλοι μετανάστες», δηλαδή η παραδοχή πως κι εμείς είμαστε το ίδιο αποξενωμένοι και υποτελείς στην Αυτοκρατορία, πως μοιάζουμε τόσο ταπεινωμένοι και άβουλοι όσο οι αντι-ήρωες του Ντοστογιέφσκι, πως δεν έχουμε καμιά δύναμη ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτή τη γενικευμένη κρίση σε κάθε έκφανση της ζωής, πως, τέλος, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξεπροβοδίσουμε τους πρόσφυγες με ευγενικό τρόπο στην πόρτα της εξόδου, στον «δρόμο προς την ελευθερία» όπως αποκαλείται η διαδρομή από το Αιγαίο προς το Βερολίνο. Φαίνεται σαν να έχουμε αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει πραγματική λύση, και, κατά έναν παράδοξο τρόπο, η ελευθερία που αγωνιζόμαστε για ν’ αποκτήσουν οι πρόσφυγες δεν είναι παρά μια ελευθερία λίγο-πολύ ισότιμη, ως και χειρότερη, με τη δική μας εθελοδουλεία. Η πολιτική σημασία της κρίσης του προσφυγικού και του μεταναστευτικού ζητήματος απορρέει ακριβώς απ’ την αδεξιότητα ως και απροθυμία του πολιτικού σώματος να επανατοποθετηθεί απέναντι στον εαυτό του και στον Άλλον – ή μάλλον, η ίδια η απόφανση πως «είμαστε όλοι μετανάστες» αποδεικνύει ότι πέρα απ’ την πολιτισμική ομοιογένεια ο Άλλος εξαφανίζεται και από τα χνάρια του πολιτικού δικαίου.
Και, πράγματι, είναι ακριβώς αυτή η εντύπωση που επικρατεί στη δημόσια σφαίρα: το κύμα των προσφύγων, μακράν του να μας ανοίγουν στον Άλλον, μας αναδιπλώνουν στον εαυτό μας. Ευτυχώς που υπάρχουν σε τελική ανάλυση και οι πρόσφυγες και έχουμε κάποιον να λυπόμαστε ή, έστω, να θυμόμαστε πως εμείς είμαστε σε καλύτερη μοίρα εφόσον έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να γευόμαστε τα ψίχουλα του καταναλωτικού ονείρου. Ας μην είμαστε και πλεονέκτες, ας μην διεκδικήσουμε τίποτα έξω απ’ τον εαυτό μας: επιτέλους, οι πρόσφυγες μας δίνουν μια καλή ευκαιρία να βρούμε ένα άλλοθι για την πολιτική μας απραξία. Εξ’ ου και η εικονική συγκινησιολογία, οι μικροσκοπικές αγαθοεργίες, οι αναρτήσεις πανό στους ποδοσφαιρικούς αγώνες τις Κυριακές. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, είναι ίσως σημαδιακό που ρατσισμός και αντιρατσισμός συγκλίνουν ως προς τους σκοπούς αναφορικά με τους πρόσφυγες, μιας και αμφότεροι αγωνίζονται ώστε «να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι από εδώ», ανίεροι σύμμαχοι σε μια προσπάθεια για την αποεδαφικοποίηση των προσφύγων. Κοινή συνηγορία πως, κατά έναν όχι και τόσο περίεργο λόγο, αυτός ο τόπος είναι πλέον αφιλόξενος και εχθρεύεται τους ανθρώπους γενικώς, είναι ένας μη-τόπος όπου η πραγματικότητα είναι κυριολεκτικά ανυπόφορη, οπότε υπάρχει μια αμοιβαία κατανόηση πως οι πρόσφυγες θα έχουν καλύτερη τύχη αν καταλήξουν κατοικίδια στα διαμερίσματα των Ευρωπαίων ή αν διευκολύνουμε τη διάβασή τους προς αυτούς που κατά τ’ άλλα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο θεωρούμε θανάσιμους εχθρούς μας. Η αμηχανία μας μπρος στο δράμα των προσφύγων είναι αμηχανία απέναντι στη δική μας τελικά ανημπόρια και όχι τόσο στη δική τους. Με τον ξεριζωμένο νομαδισμό να συνιστά εντέλει την άλλη όψη του νομίσματος της αέναης κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας, η συνοχή των κοινωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οικοδομείται πάνω σε μια εργοστασιακή γραμμή παραγωγής εκπατρισμένων. Το μόνο σίγουρο είναι πως το αίσθημα της ανεστιότητας εξαπλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη και πιθανότατα στο εγγύς μέλλον, δίπλα στην αποσχιστική επιστροφή στο έθνος-κράτος ή στην απόλυτη αλλοτρίωση μέσα σε μια υπερεθνική γραφειοκρατία, η αναγκαιότητα συγκρότησης μιας πολιτικής χάρτας ομόσπονδων ηθικών κοινοτήτων να μπορούσε να συγκρουστεί και να ξεπεράσει διαλεκτικά τις υφιστάμενες αντιφάσεις όπως εκδηλώνονται στις προσφερόμενες επιλογές της εθνικής ενότητας και της φιλελεύθερης πολυπολιτισμικότητας.
Πηγή:ResPublica
Νικόλας Γκίμπης
apokoinou.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου