Γειά σου φίλε,
Δεν γνωριζόμαστε, δεν είμαστε φίλοι, δεν είμαστε γνωστοί, αλλά η κοινή μας συμμετοχή στον αγώνα δρόμου, μου επιτρέπει να σε ρωτήσω, «γιατί τερματίζεις μπροστά μου ρε φίλε:».
Σε είδα που ξεκίνησες φουριόζος στην εκκίνηση και μάλιστα έλεγα μέσα μου, αυτός Ηρακλή έχει κάνει πιο πολλές προπονήσεις από σένα, έχει καλύτερη σωματοδομή. καλύτερη υδατανθράκωση. και γι αυτό φεύγει σαν σφαίρα.
Και τα έλεγα αυτό γιατί πρέπει να σου πω ότι σε όλη μου τη ζωή, έμαθα να αναγνωρίζω τις αξίες, να παραμερίζω για να περάσουν οι πιο άξιοι από μένα, όχι μόνο δρομείς αλλά και επιστήμονες, και επιχειρηματίες, και πολιτικοί, γιατί πιστεύω, ότι μια κοινωνία που δεν αναγνωρίζει τις αξίες, είναι καταδικασμένη να αφανιστεί.
Ο αγώνας προχωρούσε, κι άλλοι σαν και σένα, με προσπερνούσαν με ευκολία, εγώ ακολουθούσα το δικό μου ρυθμό, μέχρι εκεί ήμουν προπονημένος, μέχρι εκεί άξιζα να βρίσκομαι.
Και ξαφνικό σε βλέπω μπροστά μου, να αγκομαχός στην ανηφόρα, να την περπατάς με δυσκολία, εγώ συνέχιζα στο δικό μου αργό τέμπο. μέχρι που σε πέρασα.
Ξέρεις φίλε, είναι κινητήριος μοχλός μιας κοινωνίας η επιβράβευση της προσπάθειας, η άνοδος των άξιων, γιατί μέσα από αυτή την εξελικτική πορεία, γίνεται καλλίτερος ο λιγότερο καλός, αν γνωρίζει ότι θα επιβραβευθεί για την προσπάθεια του.
Περνώντας κι εκείνον με τη κόκκινη φανέλα, δυνάμωσε πιο πολύ η αυτοπεποίθηση μου, και συνέχισα τον αγώνα, προσπαθώντας για το καλλίτερο. Ηταν ημιμαραθώνιος θυμάμαι ο αγώνας, και στο 10,5 χιλιόμετρο κάναμε αναστροφή, και γυρίζαμε πάλι πίσω από τον ίδιο δρόμο.
Στο 15° χιλιόμετρο βλέπω μπροστά μου εκείνον το δρομέα με τη κόκκινη φανέλα, αναρωτήθηκα δεν μπορεί, άλλος θα είναι, τον προηγούμενο τον πέρασα, μα ύστερα από λίγο είδα μπροστά μου κι εσένα!
Κουρασμένος εγώ, ξεκούραστος εσύ, έλεγα να σε φτάσω να σε ρωτήσω «Πως βρέθηκες μπροστά μου ρε φίλε;», αλλά δεν σε πρόλαβα, προφανώς έκανες την αναστροφή, στο χιλιόμετρο που αποφάσισες εσύ, ελπίζοντας ότι θα πείσει στους διοργανωτές ότι δεν σε κατέγραψε ο τάπητας από λάθος του χρονομέτρη.
Οση ώρα έτρεχα πίσω σου, προσπαθώντας να καλύψω τα χιλιόμετρα που εσύ απλά είχες κλέψει, αναρωτιόμουνα τι σόι έινθρωπος μπορεί να είσαι. Πολιτικά σε κατέταξα σ εκείνους που όποιος άχρηστος πολιτικός τους τάξει ένα πενηντάρι, είναι έτοιμοι να τον ψηφίσουν, και αν τους διορίσει και το παιδί, είναι ικανοί να βγουν στο μπαλκόνι και να σκίζουν τα ρούχα τους, ότι μια ζωή ήταν «του κόμματος», και οι οποίοι στις επόμενες εκλογές είναι του άλλου κόμματος για ένα νέο πενηντάρι, σε κατέταξα δηλαδή σ εκείνη τη πολιτική σαπίλα των ψηφοφόρων που δυστυχώς καθορίζουν τις τύχες της χώρας, γιατί αυτοί αποτελούν πάντα τη σιωπηρή πλειοψηφία των πονηρών «ΟΦΑ», που σαν φελλοί επιπλέουν πάντα.
Κοινωνικά σε κατέταξα στη κοινωνική ομάδα των «κουτσαβάκηδων του καφενείου», ξέρεις εκείνων που στο καφενείο, το παίζουν άντρες και μάγκες, και η γυναίκα σούζα ντε, και έτσι και περάσουν τη πόρτα του σπιτιού «Κουταλιανοί» οι τύποι, σούζα μπροστά στη κυρά «πάλι καφενείο ήσουν αχαίρευτε;» και να η παντόφλα.
Με τις σκέψεις μου αυτές σ έφτασα, και σε πέρασα για δεύτερη φορά. Ηθελα να σε ρωτήσω «πως βρέθηκες μπροστά;», αλλά θυμήθηκα τη κουβέντα που μου έχει πει ο φίλος μου ο Γιώργος, μην παλεύεις μέσα στις λάσπες με γουρούνια, εσύ λερώνεσαι ενώ αυτά το διασκεδάζουν, κι έτσι σε προσπέρασα χωρίς να σου πω τίποτε.
Το φίλο με την κόκκινη φανέλα δεν τον έβλεπα πια.
Εσένα σε είχα πίσω μέχρι που έστριψα στη γωνιά και από εκεί και μετά σ' έχασα. Ευτυχώς εγκατέλειψε σκέφτηκα. Μέχρι το 19° χιλιόμετρο, που ξαφνικά σε είδα να τρέχεις και πάλι μπροστά μου.
Θυμήθηκα εκείνη τη στροφή που έκανε η διαδρομή, και πως αν περνούσες κάτω από τη κορδέλα που έκλεινε το στενό, γλύτωνες περίπου 700 μέτρα. Θύμωσα. Οχι με σένα, εσύ πια δεν ήσουν για μένα παρά ένα σκουπίδι, που προσπαθούσε κλέβοντας τον εαυτό του ν αποδείξει ότι αξίζει κάτι παραπάνω από το τίποτα που είναι η πραγματική του αξία.
Ξέρεις τι κάνεις κατά βάθος φίλε;
Στο μηδενικό που άξιζες σαν άνθρωπος προσέθετες δίπλα πολλά αθλητικά μηδενικά προσπαθώντας να γίνεις αριθμός αλλά αν δεν είσαι πρώτα ΜΟΝΑΔΑ, όσα μηδενικά και να προσθέσεις πίσω, η αξία σου πάντα θα είναι ΜΗΔΕΝ.
Δεν μπορώ να θυμώσω με σένα λοιπόν.
Εκείνο που με θύμωσε και με έκανε θηρίο, ήταν η σκέψη ότι αυτό που τελικά επιχειρείς να κάνεις δεν είναι να κόψεις δρόμο, δεν είναι να κλέψεις κάποια χιλιόμετρα, και λίγες θέσεις στη κατάταξη, αυτό που επιχειρείς να κάνεις, είναι να αναγκάσεις κι εμένα να γίνω σαν τα μούτρα σου.
Στη τελευταία στροφή το σοκάκι δίπλα μου, ήταν πια πρόκληση. Σκεφτόμουν πόσο εύκολο ήταν να σε προσπεράσω, έτσι για να μη μου κάνεις τον έξυπνο. Μια ασπροκόκκινη ταινία, περνάς από κάτω κόβεις περίπου 700 μέτρα, να το ρεκόρ, περνάς και τον τύπο που σε κοροϊδεύει, σκέφτηκα.
Αυτό θες, φίλε έ;
Να γίνω όμοιος σου. να ζω με τα δικά σου κριτήρια, να ψηφίζω με τα δικά σου κριτήρια, να κοροϊδεύω, να αλλοιώνω, να διαβάλλω, να επιπλέω, αυτό θες, ε;
Η ασπροκόκκινη κορδέλα πρόκληση, δεν υπήρχε άνθρωπος δίπλα να με δει, όμως εγώ φίλε.
τρέχω για μένα, τρέχω για τον εαυτό μου,
τρέχω για να βελτιώσω και όχι να καταρρακώσω τη προσωπικότητα μου, τρέχω για να νοιώσω καλά, να νοιώσω αξία, ο χρόνος που θα κάνω είναι το μέσον για να μετράω τη προσπάθεια μου. και όχι ο φερετζές για να κρύψω πίσω του. την ανικανότητα μου.
Συνέχισα κανονικά στο δρόμο που μου δείχναμε τα βέλη.
Διακόσια μέτρα πριν τον τερματισμό, έβλεπα την αψίδα, έβλεπα και σένα να τερματίζεις με σηκωμένα χέρια πανηγυρίζοντας, αλήθεια τι πανηγύριζες; Σκέφτηκα πως αύριο θα είσαι στους δρόμους γιατί σε κλέβει το κράτος γιατί σε κλέβει η ΔΕΗ, γιατί σε κλέβει ο χασάπης, ίσως να διαδηλώνεις ζητώντας κοινωνική δικαιοσύνη.
Αρκεί φυσικά αυτή η δικαιοσύνη να μη θίγει τις δικές σου παρανομίες.
Τερμάτισα σκασμένος στα γέλια παρασυρμένος από τις σκέψεις μου, σ έβλεπα ακόμα και διευθυντή πολιτικού γραφείου Υπουργού, με κρεμασμένο στο τοίχο πίσω από το γραφείο σου το μετάλλιο του αγώνα, σαν προσόν διορισμού σου, περήφανος για τον πλαστό σου χρόνο.
Πιο μπροστά από σένα είχε τερματίσει ο τύπος με την ασπροκόκκινη φανέλα, τον υποδέχτηκε ένας φίλος του, καθώς περνούσα δίπλα τους τον άκουσα να του λέει «είδες που στο έλεγα μαλάκα, αυτό το χαπάκι κάνει θαύματα».
Αλλου είδους κλοπή αυτή, μα η φιλοσοφία ίδια. Και η απάντηση ίδια.
Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, μέχρι που πιστεύουμε ότι είμαστε αξίες, με θράσος επιβάλλουμε στους άλλους τον τρόπο που λειτουργούμε, σαν καρκίνος, καταστρέφουμε τα υγιή κύτταρα, και όταν όλο το σώμα θα έχει σαπίσει, εμείς σαν εμπνευστές αυτού του φαινομένου θα είμαστε κυρίαρχοι της σαπίλας, βασιλιάδες της λάσπης, αυτοκράτορες της αναξιοκρατίας.
Σ αυτή την απάντηση δεν μπορεί παρά να ταιριάζει αυτή η ερώτηση: Γιατί τερματίζεις μπροστά μου, κλέβοντας δρόμο, ρε μαλάκα;;;
~ Ηρακλής Σωτηράκης
Υ.Γ. Δεν ελπίζω στην ευαισθητοποίηση αυτών που κλέβουν, στοχεύω απλά στην προστασία των υπολοίπων, για να μην τους μοιάσουν.
Πηγή: runningnews.gr
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου