Ερχόμαστε στη ζωή και αποτελούμε τη χαρμόσυνη είδηση μια μικρής κοινωνικής ομάδας, της οικογένειάς μας. Καταφέρνουμε να αρθρώσουμε την πρώτη εκείνη σακατεμένη λέξη, ανάμεσα από μικρά κοφτερά δοντάκια που αρχίζουν να ξεπροβάλλουν . «Μαμά» λέμε, (ή μπαμπά, ανάλογα πάντα με τον ακροατή!) και ηχεί σαν μια λέξη μαγική, σαν άλλος ποτέ να μην την άκουσε. Είναι το πρώτο μεγάλο μας επίτευγμα.
Έπονται τα πρώτα δειλά βήματα και τα αμέτρητα παραπατήματα. Βλέπεις δυο χέρια ορθάνοιχτα να σε καλούν, παλεύεις να τα φτάσεις. Τελικά εγκαταλείπεις στα μισά, τα ποδαράκια αυτά δεν φτιάχτηκαν για μεγάλες διαδρομές. Μόλις πριν τ' αγγίξεις, πέφτεις και χτυπάς. Τα παιδικά χειλάκια βαραίνουν, δυο μεγάλες ρυτίδες χαράζονται με μιας στο μέτωπο και να, ξεσπάς σε θρήνο. Ας είναι. Κάθε πτώση και ένα φιλί. «Δεν πειράζει, θα μεγαλώσεις», λένε.
Μεγαλώνεις λίγο, πολύ λίγο, τόσο που έχεις γλιτώσει πια από τις αμέτρητες πτώσεις. Τόσο που τα ορθάνοιχτα χέρια μοιάζουν τώρα κομματάκι πιο μακρινά, παίρνουν νέο σχήμα και σε χαιρετούν με λαχτάρα, προσμένοντας την ώρα που θα σ' έχουν και πάλι αγκαλιά. «Πρώτη μέρα στο σχολείο, να είσαι καλό παιδί!» Ένα φιλί ξεκλέβεις, το στριμώχνεις στο τσεπάκι του τζιν μπουφάν να σου κρατά συντροφιά στο άλφα και στο βήτα που άρχισες μόλις να ψελλίζεις πιο καθαρά.
Κάθε ψέλλισμα γίνεται φωνή, καθαρή και βροντερή. Επιβάλλει στους γύρω όσα ποθεί και απαιτεί, απαιτεί γιατί τώρα μπορεί. Τα χέρια τώρα ορθώνονται ψηλά, φαντάζουν μαριονέτες που επαναλαμβάνουν ανελλιπώς την ίδια θεατρική παράσταση, τα ίδια λόγια: «να προσέχεις». Είναι στιβαρά, επιτακτικά και με τον δείκτη σε προέκταση σου μιλούν σε γλώσσα που δεν κατανοείς! Τι θέλουν; Τι εννοούν; Μπερδεύεσαι κι εσύ γιατί τα θυμόσουν ανοιχτά, στοργικά, φοβάσαι να έρθεις αντιμέτωπος. Γίνονται εχθροί. Μεγάλωσες πια.
Ψάχνεις μέσα σου βαθιά. Βλέπεις την καρδιά σου κρυμμένη, σκονισμένη, φοβισμένη, δε σκέφτεται σωστά. Δεν την νιώθεις, δεν την ακούς πια. Πού πήγε και κρύφτηκε τάχα; Πίσω από ξένες φορεσιές, πάνω σε χέρια άλλα; Ή άραγε την πούλησες φθηνά για μιαν άλλη πιο μεγάλη, πιο κόκκινη καρδιά; Κοιτάς πίσω ξανά. Βλέπεις δυο χέρια αδειανά, στις τσέπες χώθηκαν βαθιά. Δεν έχουν άλλα να σου πουν, ο δρόμος είναι δικός σου.
Είσαι μεγάλος και τρανός. Τα πόδια σου πατούν γερά, έχεις πια δύναμη να στηριχθείς μονάχος. Είσαι αυτόνομος, ανεξάρτητος, αυτοτελής. Είσαι ευτυχισμένος. Τα χέρια εκείνα θαρρείς δε σου χρειάζονται πια. Πλάθεις τη ζωή όπως ορθά σου δίδαξαν.
Και πάνω που είπες να σταθείς, σκοντάφτεις ξανά. Βλέπεις για άλλη μια φορά δυο μεγάλες ρυτίδες να χαράζουν το μέτωπο και ξεσπάς σε θρήνο. Μα πού πήγαν τα αμέτρητα «δεν πειράζει;» Τι απέγιναν τα τόσα «θα μεγαλώσεις;»
Η ευτυχία σου τώρα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τους περιορισμούς, τα θέλω, τα μπορώ, τις ανάγκες, τους νόμους και τους κανόνες που σου επέβαλαν. Και ξαφνικά λυγίζεις. Η γαλήνη που άλλοτε χαρακτήριζε τη ζωή σου γίνεται στενός βραχνάς και σου τρώει τα σωθικά. Δεν τα βγάζεις πέρα. Οπισθοχωρείς και παραδίνεσαι.
Κοιτάς πίσω ξανά. Αναζητάς τα χέρια που σ’ αγκάλιαζαν. Άχρωμα, γερασμένα και δυσκίνητα μα είναι ακόμη εκεί ανοιχτά. Θυμούνται την πρώτη σου άναρθρη λέξη, το πρώτο μικρό σου βήμα, το μπλε σχολικό τετράδιο, τον κατά φαντασίαν έρωτα, την πρώτη απογοήτευση, την τρελή επιτυχία, τη μεγάλη αποτυχία. Θυμούνται τα άπειρα θέλω σου, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες σου, τη μεγάλη σου προσπάθεια, την κάθε σου παραίτηση. Μα είναι ακόμα εκεί.
Γιατί τα χέρια αυτά δε φθονούν, δε σφίγγουν, δεν πνίγουν, δε χτυπούν, δε μισούν. Τα χέρια αυτά μονάχα αγαπούν, συμπονούν, συγκρατούν, προωθούν, καρτερούν. Κι αυτό είναι το μαγικό σ’ αυτό το ζευγάρι χέρια. Σου δίνουν δύναμη, όση ακριβώς χρειάζεσαι για να σταθείς ξανά. Σου δίνουν κουράγιο και θέληση, όση ακριβώς σου λείπει για να φτερουγίσεις ξανά.
Γιατί όλοι έχουμε ανάγκη δυο χέρια ανοιχτά, το ένα να βαστά τα λάθη, το άλλο τα σωστά. Μην τα παρατάς! Στην τελική, όσες φορές κι αν πέσεις, δεν πειράζει… θα μεγαλώσεις(λένε)!
Έπονται τα πρώτα δειλά βήματα και τα αμέτρητα παραπατήματα. Βλέπεις δυο χέρια ορθάνοιχτα να σε καλούν, παλεύεις να τα φτάσεις. Τελικά εγκαταλείπεις στα μισά, τα ποδαράκια αυτά δεν φτιάχτηκαν για μεγάλες διαδρομές. Μόλις πριν τ' αγγίξεις, πέφτεις και χτυπάς. Τα παιδικά χειλάκια βαραίνουν, δυο μεγάλες ρυτίδες χαράζονται με μιας στο μέτωπο και να, ξεσπάς σε θρήνο. Ας είναι. Κάθε πτώση και ένα φιλί. «Δεν πειράζει, θα μεγαλώσεις», λένε.
Μεγαλώνεις λίγο, πολύ λίγο, τόσο που έχεις γλιτώσει πια από τις αμέτρητες πτώσεις. Τόσο που τα ορθάνοιχτα χέρια μοιάζουν τώρα κομματάκι πιο μακρινά, παίρνουν νέο σχήμα και σε χαιρετούν με λαχτάρα, προσμένοντας την ώρα που θα σ' έχουν και πάλι αγκαλιά. «Πρώτη μέρα στο σχολείο, να είσαι καλό παιδί!» Ένα φιλί ξεκλέβεις, το στριμώχνεις στο τσεπάκι του τζιν μπουφάν να σου κρατά συντροφιά στο άλφα και στο βήτα που άρχισες μόλις να ψελλίζεις πιο καθαρά.
Κάθε ψέλλισμα γίνεται φωνή, καθαρή και βροντερή. Επιβάλλει στους γύρω όσα ποθεί και απαιτεί, απαιτεί γιατί τώρα μπορεί. Τα χέρια τώρα ορθώνονται ψηλά, φαντάζουν μαριονέτες που επαναλαμβάνουν ανελλιπώς την ίδια θεατρική παράσταση, τα ίδια λόγια: «να προσέχεις». Είναι στιβαρά, επιτακτικά και με τον δείκτη σε προέκταση σου μιλούν σε γλώσσα που δεν κατανοείς! Τι θέλουν; Τι εννοούν; Μπερδεύεσαι κι εσύ γιατί τα θυμόσουν ανοιχτά, στοργικά, φοβάσαι να έρθεις αντιμέτωπος. Γίνονται εχθροί. Μεγάλωσες πια.
Ψάχνεις μέσα σου βαθιά. Βλέπεις την καρδιά σου κρυμμένη, σκονισμένη, φοβισμένη, δε σκέφτεται σωστά. Δεν την νιώθεις, δεν την ακούς πια. Πού πήγε και κρύφτηκε τάχα; Πίσω από ξένες φορεσιές, πάνω σε χέρια άλλα; Ή άραγε την πούλησες φθηνά για μιαν άλλη πιο μεγάλη, πιο κόκκινη καρδιά; Κοιτάς πίσω ξανά. Βλέπεις δυο χέρια αδειανά, στις τσέπες χώθηκαν βαθιά. Δεν έχουν άλλα να σου πουν, ο δρόμος είναι δικός σου.
Είσαι μεγάλος και τρανός. Τα πόδια σου πατούν γερά, έχεις πια δύναμη να στηριχθείς μονάχος. Είσαι αυτόνομος, ανεξάρτητος, αυτοτελής. Είσαι ευτυχισμένος. Τα χέρια εκείνα θαρρείς δε σου χρειάζονται πια. Πλάθεις τη ζωή όπως ορθά σου δίδαξαν.
Και πάνω που είπες να σταθείς, σκοντάφτεις ξανά. Βλέπεις για άλλη μια φορά δυο μεγάλες ρυτίδες να χαράζουν το μέτωπο και ξεσπάς σε θρήνο. Μα πού πήγαν τα αμέτρητα «δεν πειράζει;» Τι απέγιναν τα τόσα «θα μεγαλώσεις;»
Η ευτυχία σου τώρα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τους περιορισμούς, τα θέλω, τα μπορώ, τις ανάγκες, τους νόμους και τους κανόνες που σου επέβαλαν. Και ξαφνικά λυγίζεις. Η γαλήνη που άλλοτε χαρακτήριζε τη ζωή σου γίνεται στενός βραχνάς και σου τρώει τα σωθικά. Δεν τα βγάζεις πέρα. Οπισθοχωρείς και παραδίνεσαι.
Κοιτάς πίσω ξανά. Αναζητάς τα χέρια που σ’ αγκάλιαζαν. Άχρωμα, γερασμένα και δυσκίνητα μα είναι ακόμη εκεί ανοιχτά. Θυμούνται την πρώτη σου άναρθρη λέξη, το πρώτο μικρό σου βήμα, το μπλε σχολικό τετράδιο, τον κατά φαντασίαν έρωτα, την πρώτη απογοήτευση, την τρελή επιτυχία, τη μεγάλη αποτυχία. Θυμούνται τα άπειρα θέλω σου, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες σου, τη μεγάλη σου προσπάθεια, την κάθε σου παραίτηση. Μα είναι ακόμα εκεί.
Γιατί τα χέρια αυτά δε φθονούν, δε σφίγγουν, δεν πνίγουν, δε χτυπούν, δε μισούν. Τα χέρια αυτά μονάχα αγαπούν, συμπονούν, συγκρατούν, προωθούν, καρτερούν. Κι αυτό είναι το μαγικό σ’ αυτό το ζευγάρι χέρια. Σου δίνουν δύναμη, όση ακριβώς χρειάζεσαι για να σταθείς ξανά. Σου δίνουν κουράγιο και θέληση, όση ακριβώς σου λείπει για να φτερουγίσεις ξανά.
Γιατί όλοι έχουμε ανάγκη δυο χέρια ανοιχτά, το ένα να βαστά τα λάθη, το άλλο τα σωστά. Μην τα παρατάς! Στην τελική, όσες φορές κι αν πέσεις, δεν πειράζει… θα μεγαλώσεις(λένε)!
~Μπουμπάρη Μαριλένα
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου