Του Γιάννη Κύρκου Αικατερινάρη αρχιτέκτονα, π. προέδρου του ΤΕΕ/ΤΚΜ
Στις μαύρες μέρες που βιώνουμε δεν είναι και τόσο σύνηθες γεγονός να απολαμβάνουμε ταλαντούχους μουσικούς σε τραγούδια μεγάλων δημιουργών. Όταν αυτό συμβαίνει σ’ ένα τόπο, ιδιαίτερα σε μικρές πόλεις ή περιθωριοποιημένες συνοικίες μεγάλων αστικών κέντρων, αποκτά διαφορετική σημειολογία, ενδεικτική του επιπέδου του πολιτισμού των κατοίκων. Γιατί σ’ αυτές τις περιοχές οι συνθήκες είναι πολύ πιο δύσκολες. Οι κάτοικοι «βομβαρδίζονται» καθημερινά από τα ΜΜΕ με κάθε λογής κακόηχα τραγούδια -που στα τελευταία χρόνια απέκτησαν χαρακτηριστικά συρμού- ενώ οι εναλλακτικές προτάσεις διασκέδασης και επαφής τους με τις Τέχνες είναι περιορισμένες …
Δεν είναι λοιπόν και τόσο εύκολη υπόθεση να αποφεύγουν οι κάτοικοι κι ως ένα βαθμό να μην επηρεάζονται -ακόμη και οι περισσότερο «υποψιασμένοι- από την ηχορύπανση μιας απαράδεκτης «μουσικής», που έχει αποκλειστικό κίνητρο παραγωγής το ευκολότερο κέρδος… Αλλά αυτή η ανεξέλεγκτη προώθηση μουσικών υποπροϊόντων δεν αποβλέπει μόνο σ’ αυτό. Αποτελεί, θα μπορούσε να πει κανείς, μια γενικευμένη προσπάθεια χειραγώγησης του πολίτη, μια μεθόδευση παράλληλη με εκείνη της πανθομολογούμενης παραπληροφόρησης στο πολιτικό πλέον πεδίο…
Μπορεί ωστόσο να πει κανείς πως αυτό το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο, ούτε τωρινό. Από παλαιότερες ακόμη εποχές η ποιοτική μουσική, όπως άλλωστε κι όλες οι Καλές Τέχνες και τα Γράμματα αποτελούσαν τους πυλώνες του Πολιτισμού, τα στηρίγματα της Δημοκρατίας και σημαντικά ερεθίσματα της αφύπνισης των λαών. Θυμίζω ότι τα καλά τραγούδια λαϊκών δημιουργών, όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης κι άλλοι, αλλά και εκείνα των μεταγενέστερων χαρισματικών μουσικών μας, που άνθισαν σε περιόδους κρίσιμες για την κοινωνία και την χώρα, καταπολεμήθηκαν λυσσαλέα ή ακόμα και απαγορεύτηκαν…
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην τελευταία δικτατορία με τα τραγούδια μεγάλων συνθετών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής κι άλλοι. Κι αυτό γιατί για τους συνειδητοποιημένους πολίτες αυτά λειτουργούσαν ως μοχλοί αντίστασης, ως πάλης ξεκίνημα ενάντια στον αυταρχισμό του καθεστώτος.
Αλλά τέτοια φαινόμενα χαρακτήρισαν κι άλλες σκοτεινές περιόδους της ιστορίας μας, όπως αυτές του Πάγκαλου, του Μεταξά και άλλων, στις οποίες η Μουσική, η Λογοτεχνία και οι άλλες Τέχνες μπήκαν στο στόχαστρο της λογοκρισίας. Οι μουσικές επιλογές των σκεπτόμενων πολιτών, ιδιαίτερα της νεολαίας, αποτελούσαν την εν δυνάμει αντίσταση στις αντιλαϊκές εξουσίες, στα …«ιδεώδη» και στα «ελληνικά μουσικά πρότυπα» που προσπαθούσαν να επιβάλουν… Πάντα χαρακτηρίζονταν ως «επικίνδυνες για το αστικό καθεστώς» κι έμπαιναν στο στόχαστρό τους, καθώς ανέβαζαν το φρόνημα του πολίτη και στέκονταν εμπόδια στην επιβολή αντιλαϊκών μέτρων. Η μουσική πάντα όρθωνε αναχώματα σε γενικευμένες πολιτισμικές και πολιτικές κρίσεις!
Το ίδιο όμως αφύπνιζαν τις συνειδήσεις των πολιτών τα σπουδαία τραγούδια μουσικών ρευμάτων, που δημιουργήθηκαν έξω από τα σύνορα της χώρας. Ήταν αυτά των δύσκολων περιόδων του περασμένου αιώνα, των κοινωνικών διεκδικήσεων και των άδικων πολέμων που συγκλόνισαν την Ανθρωπότητα. Ήταν αυτά που τραγουδήθηκαν ιδιαίτερα στην εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, από μουσικά ινδάλματα της εποχής, όπως ο Bob Dylan, η Joan Baez, ο δικός μας Διονύσης Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι.
Και εδώ θα πρέπει να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις για συνήθη σχόλια που αφορούν σε μουσικές αυτού του είδους, σε μουσικές που κριτικάρονται μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκαν έξω από τον ελλαδικό χώρο, είτε αυτός προσδιορίζεται με τα σημερινά γεωγραφικά του όρια, είτε βρίσκεται έξω από αυτά, εκεί δηλαδή όπου άνθισε ελληνικός πολιτισμός (Μ. Ασία, κ.λπ.). Πιστεύω λοιπόν πως στην εποχή της ταχείας επικοινωνίας και του συγχρωτισμού των λαών, η Μουσική όπως άλλωστε και όλες οι Τέχνες (Αρχιτεκτονική, Ζωγραφική κ.ά.) δεν θα πρέπει να περιχαρακώνονται, να παραμένουν μόνο στον τόπο της προέλευσής τους, αλλά να ταξιδεύουν… Γιατί οι αυθεντικές Τέχνες εξελίσσονται και συχνά, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, ευδοκιμούν και "ριζώνουν" στον Πολιτισμό των χωρών όπου αυτές μεταφέρονται.
Τέτοιες συνάφειες είναι ζωογόνες και ωφελούν τους νέους τόπους, καθώς η ντόπια μουσική «παράδοση» μπολιάζεται και μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δώσει διαφορετικά ακούσματα κι άλλες πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές της! Θα έλεγα μάλιστα πως στον τομέα αυτό οι επιπτώσεις της «παγκοσμιοποίησης» είναι τελείως διαφορετικές και δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνες τις τραυματικές, που εμφανίζονται σχεδόν πάντα στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο και δεν αφήνουν τίποτε αλώβητο!
Πιστεύω, λοιπόν, πως η σημερινή προβολή και προώθηση των προϊόντων της κακής μουσικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι τυχαία. Αντιθέτως θα μπορούσε κανείς να διαβλέψει σ’ αυτή και μια προσπάθεια μεθόδευσης με στόχο την πολιτισμική υποβάθμιση, που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια κοινωνία ευάλωτων και άβουλων πολιτών… Αυτών που μπορούν να δεχθούν ευκολότερα κι αδιαμαρτύρητα την υποβάθμιση της ζωής τους, αλλά και των παιδιών τους!
Γνωρίζουν οι κρατούντες πως τα σωστά μουσικά ακούσματα συμβάλουν, από την δική τους πλευρά, στην αναβάθμιση της αισθητικής και της γενικότερης Παιδείας των πολιτών, και μέσω αυτών στην κατοχύρωση της αξιοπρέπειας και της ποιότητας ζωής, των βασικών δηλαδή συστατικών της Δημοκρατίας. Με αυτή την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι θεωρούν την ποιοτική μουσική ως ένα εν δυνάμει «αντίπαλό» τους στην προσπάθεια χειραγώγησης των πολιτών. από εξουσίες που έχουν λόγους να την επιχειρούν.
Είναι λοιπόν γενικώς παραδεκτό πως στις γενικευμένες πολιτισμικές και πολιτικοοικονομικές κρίσεις οι Τέχνες όρθωναν πάντα αναχώματα!
Ερέθισμα γι’ αυτό το κείμενο αποτέλεσε η επίσκεψη στον Πολύγυρο, για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, της εξαιρετικής blues μπάντας “ Nick & the Backbone” (σημ. ο Nick είναι ο Νίκος Ντουνούσης που ανήκε παλαιότερα στους πασίγνωστους και εκτός ελλαδικών συνόρων “blues wire”).
Στις μαύρες μέρες που βιώνουμε δεν είναι και τόσο σύνηθες γεγονός να απολαμβάνουμε ταλαντούχους μουσικούς σε τραγούδια μεγάλων δημιουργών. Όταν αυτό συμβαίνει σ’ ένα τόπο, ιδιαίτερα σε μικρές πόλεις ή περιθωριοποιημένες συνοικίες μεγάλων αστικών κέντρων, αποκτά διαφορετική σημειολογία, ενδεικτική του επιπέδου του πολιτισμού των κατοίκων. Γιατί σ’ αυτές τις περιοχές οι συνθήκες είναι πολύ πιο δύσκολες. Οι κάτοικοι «βομβαρδίζονται» καθημερινά από τα ΜΜΕ με κάθε λογής κακόηχα τραγούδια -που στα τελευταία χρόνια απέκτησαν χαρακτηριστικά συρμού- ενώ οι εναλλακτικές προτάσεις διασκέδασης και επαφής τους με τις Τέχνες είναι περιορισμένες …
Δεν είναι λοιπόν και τόσο εύκολη υπόθεση να αποφεύγουν οι κάτοικοι κι ως ένα βαθμό να μην επηρεάζονται -ακόμη και οι περισσότερο «υποψιασμένοι- από την ηχορύπανση μιας απαράδεκτης «μουσικής», που έχει αποκλειστικό κίνητρο παραγωγής το ευκολότερο κέρδος… Αλλά αυτή η ανεξέλεγκτη προώθηση μουσικών υποπροϊόντων δεν αποβλέπει μόνο σ’ αυτό. Αποτελεί, θα μπορούσε να πει κανείς, μια γενικευμένη προσπάθεια χειραγώγησης του πολίτη, μια μεθόδευση παράλληλη με εκείνη της πανθομολογούμενης παραπληροφόρησης στο πολιτικό πλέον πεδίο…
Μπορεί ωστόσο να πει κανείς πως αυτό το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο, ούτε τωρινό. Από παλαιότερες ακόμη εποχές η ποιοτική μουσική, όπως άλλωστε κι όλες οι Καλές Τέχνες και τα Γράμματα αποτελούσαν τους πυλώνες του Πολιτισμού, τα στηρίγματα της Δημοκρατίας και σημαντικά ερεθίσματα της αφύπνισης των λαών. Θυμίζω ότι τα καλά τραγούδια λαϊκών δημιουργών, όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης κι άλλοι, αλλά και εκείνα των μεταγενέστερων χαρισματικών μουσικών μας, που άνθισαν σε περιόδους κρίσιμες για την κοινωνία και την χώρα, καταπολεμήθηκαν λυσσαλέα ή ακόμα και απαγορεύτηκαν…
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην τελευταία δικτατορία με τα τραγούδια μεγάλων συνθετών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής κι άλλοι. Κι αυτό γιατί για τους συνειδητοποιημένους πολίτες αυτά λειτουργούσαν ως μοχλοί αντίστασης, ως πάλης ξεκίνημα ενάντια στον αυταρχισμό του καθεστώτος.
Αλλά τέτοια φαινόμενα χαρακτήρισαν κι άλλες σκοτεινές περιόδους της ιστορίας μας, όπως αυτές του Πάγκαλου, του Μεταξά και άλλων, στις οποίες η Μουσική, η Λογοτεχνία και οι άλλες Τέχνες μπήκαν στο στόχαστρο της λογοκρισίας. Οι μουσικές επιλογές των σκεπτόμενων πολιτών, ιδιαίτερα της νεολαίας, αποτελούσαν την εν δυνάμει αντίσταση στις αντιλαϊκές εξουσίες, στα …«ιδεώδη» και στα «ελληνικά μουσικά πρότυπα» που προσπαθούσαν να επιβάλουν… Πάντα χαρακτηρίζονταν ως «επικίνδυνες για το αστικό καθεστώς» κι έμπαιναν στο στόχαστρό τους, καθώς ανέβαζαν το φρόνημα του πολίτη και στέκονταν εμπόδια στην επιβολή αντιλαϊκών μέτρων. Η μουσική πάντα όρθωνε αναχώματα σε γενικευμένες πολιτισμικές και πολιτικές κρίσεις!
Το ίδιο όμως αφύπνιζαν τις συνειδήσεις των πολιτών τα σπουδαία τραγούδια μουσικών ρευμάτων, που δημιουργήθηκαν έξω από τα σύνορα της χώρας. Ήταν αυτά των δύσκολων περιόδων του περασμένου αιώνα, των κοινωνικών διεκδικήσεων και των άδικων πολέμων που συγκλόνισαν την Ανθρωπότητα. Ήταν αυτά που τραγουδήθηκαν ιδιαίτερα στην εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, από μουσικά ινδάλματα της εποχής, όπως ο Bob Dylan, η Joan Baez, ο δικός μας Διονύσης Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι.
Και εδώ θα πρέπει να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις για συνήθη σχόλια που αφορούν σε μουσικές αυτού του είδους, σε μουσικές που κριτικάρονται μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκαν έξω από τον ελλαδικό χώρο, είτε αυτός προσδιορίζεται με τα σημερινά γεωγραφικά του όρια, είτε βρίσκεται έξω από αυτά, εκεί δηλαδή όπου άνθισε ελληνικός πολιτισμός (Μ. Ασία, κ.λπ.). Πιστεύω λοιπόν πως στην εποχή της ταχείας επικοινωνίας και του συγχρωτισμού των λαών, η Μουσική όπως άλλωστε και όλες οι Τέχνες (Αρχιτεκτονική, Ζωγραφική κ.ά.) δεν θα πρέπει να περιχαρακώνονται, να παραμένουν μόνο στον τόπο της προέλευσής τους, αλλά να ταξιδεύουν… Γιατί οι αυθεντικές Τέχνες εξελίσσονται και συχνά, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, ευδοκιμούν και "ριζώνουν" στον Πολιτισμό των χωρών όπου αυτές μεταφέρονται.
Τέτοιες συνάφειες είναι ζωογόνες και ωφελούν τους νέους τόπους, καθώς η ντόπια μουσική «παράδοση» μπολιάζεται και μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δώσει διαφορετικά ακούσματα κι άλλες πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές της! Θα έλεγα μάλιστα πως στον τομέα αυτό οι επιπτώσεις της «παγκοσμιοποίησης» είναι τελείως διαφορετικές και δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνες τις τραυματικές, που εμφανίζονται σχεδόν πάντα στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο και δεν αφήνουν τίποτε αλώβητο!
Πιστεύω, λοιπόν, πως η σημερινή προβολή και προώθηση των προϊόντων της κακής μουσικής παραγωγής δεν μπορεί να είναι τυχαία. Αντιθέτως θα μπορούσε κανείς να διαβλέψει σ’ αυτή και μια προσπάθεια μεθόδευσης με στόχο την πολιτισμική υποβάθμιση, που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια κοινωνία ευάλωτων και άβουλων πολιτών… Αυτών που μπορούν να δεχθούν ευκολότερα κι αδιαμαρτύρητα την υποβάθμιση της ζωής τους, αλλά και των παιδιών τους!
Γνωρίζουν οι κρατούντες πως τα σωστά μουσικά ακούσματα συμβάλουν, από την δική τους πλευρά, στην αναβάθμιση της αισθητικής και της γενικότερης Παιδείας των πολιτών, και μέσω αυτών στην κατοχύρωση της αξιοπρέπειας και της ποιότητας ζωής, των βασικών δηλαδή συστατικών της Δημοκρατίας. Με αυτή την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι θεωρούν την ποιοτική μουσική ως ένα εν δυνάμει «αντίπαλό» τους στην προσπάθεια χειραγώγησης των πολιτών. από εξουσίες που έχουν λόγους να την επιχειρούν.
Είναι λοιπόν γενικώς παραδεκτό πως στις γενικευμένες πολιτισμικές και πολιτικοοικονομικές κρίσεις οι Τέχνες όρθωναν πάντα αναχώματα!
Ερέθισμα γι’ αυτό το κείμενο αποτέλεσε η επίσκεψη στον Πολύγυρο, για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, της εξαιρετικής blues μπάντας “ Nick & the Backbone” (σημ. ο Nick είναι ο Νίκος Ντουνούσης που ανήκε παλαιότερα στους πασίγνωστους και εκτός ελλαδικών συνόρων “blues wire”).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου