Συνέντευξη στην Αναστασία Τσιότσκα
Με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου τους cd συναντήθηκα με τους τέσσερις από τους έξι “Ital Light” (Χρήστο Παρλαπά, Ανδρέα Στυλιανού, Τάσο Μουσπούλη και Θάνο Παπαθανασίου, απόντες οι Αχιλλέας Ράδης και Γιώργος Μπακούλης) την περασμένη Παρασκευή στην αυλή του Πορτραίτου και συνομίλησα μαζί τους επί μιάμιση ώρα για όλα: την πορεία της μπάντας από την συγκρότησή της έως την κυκλοφορία του πρώτου cd με τίτλο “Tribes Arise”, τον ρασταφαριανισμό, την ινδική κάνναβη, το ταλέντο, την κρίση, τον έρωτα, τις χορτόπιτες, τον Βαγγέλη Αγγέλη. Μου έκαναν την τιμή να μου παραχωρήσουν αποκλειστική είδηση για το Pamvotis Press και φυσικά μου χάρισαν άφθονο γέλιο! Σήμερα Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014 κάνουν πάρτι για την κυκλοφορία του cd στην αυλή των εστιών Δόμπολης, ώρα έναρξης 23:00, είσοδος ελεύθερη. Τους ευχαριστώ θερμά για τη συνέντευξη- ιστορική καταγραφή και τους εύχομαι ολόψυχα καλή συνέχεια!
Φάση zero: Συγκρότηση της μπάντας
Ανδρέας: Η συγκρότηση της μπάντας έγινε μια βροχερή μέρα του 2009 σε ένα καφενείο όπου βρεθήκαμε με τη Σοφία Καμηνά κι εκείνη φώναξε στην παρέα τον Νίκο Κάλλη. Έχοντας βαρεθεί να παίζω ροκ ή λίγο απ’ όλα έριξα την ιδέα: «παιδιά, γιατί δεν κάνουμε μια reggae μπάντα;». «Ψήθηκε» ο Νίκος Κάλλης και άρχισε η αναζήτηση για άλλους μουσικούς. Ο πρώτος που δέχθηκε προς μεγάλη μου έκπληξη, γιατί την περίοδο εκείνη συμμετείχε στο πολύ πετυχημένο σχήμα των Blues People, ήταν ο Χρήστος Παρλαπάς.
Χρήστος: Εγώ έπαιζα παλιότερα reggae και afro κυρίως με ένα γκρουπ Ολλανδών που ερχόταν στην Κέρκυρα, αλλά πάντα μου άρεσε να παίζω σε reggae στυλ ακόμη και πράγματα που δεν ήταν reggae. Φαντάσου ότι την πρώτη φορά που έπαιξα το Μistreated των Deep Purple το έπαιξα σε στυλ reggae (γέλια).
Ανδρέας: Στη συνέχεια ζήτησα από τον Αχιλλέα Ράδη να μου βρει έναν ντράμερ, ο οποίος μου σύστησε τον Τάσο (Μουσπούλη) και ο Χρήστος «πλεύρισε» τον Σωκράτη Καραβίδα για τα πλήκτρα.
Χρήστος: Εσύ τον βρήκες τον Σωκράτη!
Τάσος: Πριν τον Σωκράτη κάναμε πρόβες με τον Κουρκουμέλη! Μετά ήρθε ο Σωκράτης.
Ανδρέας: Σωστά! Εγώ τον βρήκα τον Σωκράτη, το είχα ξεχάσει. Με τον Κουρκουμέλη κάναμε κάποιες πρόβες, αλλά δεν προχώρησε.
(ο Χρήστος ψάχνει στο laptop και βρίσκει στο αρχείο του φωτογραφία από το πρώτο live)
Χρήστος: Αυτή είναι από το πρώτο live στο πάρτυ των μοτοσυκλετιστών (ΛΕ.Μ.Η) στη Ζίτσα το 2010, όπου παίξαμε χωρίς όνομα, αλλά αποφασίσαμε ότι γουστάρουμε πολύ να το κάνουμε και να συνεχίσουμε. Κι εκεί κάπου περνάμε στη φάση ένα.
Φάση πρώτη: το όνομα
Χρήστος: Το όνομα ήταν μεγάλο ζήτημα γιατί η αρχική ιδέα ήταν ότι θα έπρεπε να έχει ως συστατικά κάτι σχετικό με τη reggae και κάτι αντιπροσωπευτικό της περιοχής μας, κάτι σχετικό με τα Γιάννενα δηλαδή. Έτσι, οι πρώτες ιδέες για όνομα ήταν του τύπου “Jah- nina”, “Jah- mala” κ.α. Φυσικά απορρίφθηκαν (γέλια).
Ανδρέας: Το “Ital Light” είναι τίτλος τραγουδιού του Jacob Miller. Το “ital” σημαίνει καθαρό, αγνό. Αναφέρεται περισσότερο στη διατροφή των rastafari, σπάνια χρησιμοποιείται αλλού και σημαίνει ό, τι μπαίνει στο σώμα καθαρό, δηλαδή τροφή χωρίς επεξεργασία, ζύμωση, προσθήκες κλπ. Ο J.M. χρησιμοποιεί τον όρο “ital light” στο συγκεκριμένο κομμάτι στο οποίο αναφέρεται στην ιδέα του ρασταφαριανισμού, στο πνευματικό φως που οδηγεί τους rastafari. Μου άρεσε αυτός ο όρος και τον εισηγήθηκα στην μπάντα. Ελλείψει άλλων «καθαρών» προτάσεων υιοθετήθηκε (γέλια).
Ερ.: Εκτός από το άκουσμα το μουσικό που προφανώς σας αρέσει να παίζετε η κουλτούρα της reggae σας εμπνέει και πως; Είναι τρόπος ζωής για σας;
Ανδρέας: Έχει να κάνει με την ατομική προσέγγιση του καθένα. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η reggae εκτός από τα μουσικά της χαρακτηριστικά έχει από πίσω μια ιδεολογία που είναι και θρησκεία, όπως θέλουν να το βλέπουν οι ίδιοι οι rastafari. Από κάθε τέτοια θρησκεία που έχει έντονα τα στοιχεία του ανθρωπισμού, της απελευθέρωσης, της επαφής με τη φύση κλπ, υπάρχουν πολλά καλά πράγματα να κρατήσει κανείς. Βέβαια, αυτή η θρησκεία όπως και κάθε θρησκεία έχει κατά τη γνώμη μου και πολλά πράγματα στη σφαίρα του μυστικισμού, του παράλογου, του μεταφυσικού, τα οποία αν τα δει κανείς ως αλληγορία μπορεί και πάλι να τα εντάξει στη σύγχρονη εποχή με έναν τρόπο, είτε σαν moto, είτε σαν επικλήσεις, αλλά όχι κυριολεκτικά.
Υπάρχει επίσης μια λανθασμένη ταύτιση στο Νότο της Ευρώπης και ειδικά στην Ελλάδα της reggae με τον ήλιο, τη θάλασσα και την ινδική κάνναβη. Υπάρχει όλη αυτή η φιλοσοφία της μουσικής που σχετίζεται με την κάνναβη ως βοηθητικό μέσο διαλογισμού, αλλά αυτό το στοιχείο είναι μόλις το 10% της ιδεολογίας της reggae. Το υπόλοιπο 90% είναι αυτά που έλεγα προηγουμένως. Η απόλυτη ταύτιση στην Ελλάδα της reggae με την κάνναβη, είναι μια παρεξήγηση της reggae. Είναι και αυτό η reggae, αλλά δεν είναι μόνον αυτό.
Χρήστος: Σύμφωνα με κάποιες ενδιαφέρουσες αναλύσεις σε ένα ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε πρόσφατα για τη reggae κουλτούρα και τον ρασταφαριανισμό υπήρξαν σε κάποια φάση στον ρασταφαριανισμό ζητήματα που αναδείκνυαν ότι δεν είναι απλά μια θρησκεία, αλλά μίξη θρησκείας και πολιτικής. Έχει χαρακτηριστικά πολιτικού κινήματος και είναι πολύ διαφορετικά αυτά από τα υπόλοιπα κινήματα απελευθέρωσης των αφρικανών της Αμερικής. Σε άλλη φάση, κυριάρχησε η αντίληψη ότι δεν μπορείς να είσαι ρασταφάρι εάν δεν είσαι αφρικανός, γιατί υπάρχει στο ρασταφαριανισμό πολύ έντονη η ιδέα του επαναπατρισμού, της επιστροφής στην Αφρική. Η αλήθεια είναι ότι στον 21ο αιώνα ο ρασταφαριανισμός είναι ένα κίνημα που έχει διευρυνθεί. Αγκαλιάζει πλέον πολύ κόσμο από όλες τις φυλές. Είναι ένα ζωντανό κίνημα, έχει αλλάξει πολλά χαρακτηριστικά και δεν είναι πλέον το «έχεις dreadlocks, άρα είσαι ρασταφάρι».
Υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι που έχουν πάρει τα στοιχεία της reggae μουσικής, τα πολιτικά στοιχεία, τα θρησκευτικά στοιχεία, αλλά δεν έχουν απαραίτητα dreadlocks. Έχουν ανακατέψει αυτά τα στοιχεία με άλλα, τα οποία μπορεί να είναι αφρικανικά, ανατολίτικα, μπορεί να είναι μεσογειακά (π.χ. οι Dubbing Corporation που έχουν ανακατέψει πολλά στοιχεία από διάφορες κουλτούρες) αλλά παραμένει ένα είδος που το χαρακτηρίζει μια συνέχεια.
Θάνος: Υπάρχουν πολλά καλά στοιχεία στη reggae που μπορεί κανείς να κρατήσει. Πρεσβεύει ιδέες πολύ αξιόλογες. Για παράδειγμα η reggae του Bob Marley και του Jacob Miller μιλάει για έναν συνεχή αγώνα. Μπορεί να περιλαμβάνει κάποια τραγούδια για την αγάπη, κάποια χαρούμενα τραγούδια, αλλά περιλαμβάνει επίσης πολλά τραγούδια αγωνιστικά, επαναστατικά, πολιτικά. Οπότε από τον ρασταφαριανισμό όπως και από πολλά άλλα πολιτικά ή θρησκευτικά κινήματα μπορεί κανείς να πάρει πολλά θετικά στοιχεία. Βέβαια, αν δούμε το ρασταφαριανισμό αποκλειστικά ως θρησκεία, έχει πάρα πολλές «τρύπες», δεν το συζητάμε.
Χρήστος: Ο ρασταφαριανισμός είναι έντονα χριστιανοκεντρικό κίνημα.
Ανδρέας: Ναι, αυτό το χριστιανοκεντρικό στοιχείο έχει να κάνει και με την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση των μαύρων στην αμερικάνικη ήπειρο. Δηλαδή οι πρώτοι μαύροι- και το βλέπεις αυτό και στη soul, τα gospel κλπ- χρησιμοποίησαν πολύ τις παραβολές της παλαιάς διαθήκης. Ταυτίστηκαν με τις φυλές του Ισραήλ, που βρέθηκαν σκλάβοι στην Αίγυπτο όπου στη συνέχεια έγινε όλο αυτό το κίνημα του επαναπατρισμού, όπως περιγράφεται στη Βίβλο. Στα τραγούδια και την κουλτούρα των μαύρων, βλέπει κανείς πολλές αναφορές στη Βίβλο και το ίδιο ισχύει και για τη reggae μουσική για μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της. Βέβαια, έχουν φτάσει να υπερβάλλουν, για παράδειγμα οι Τζαμαϊκανοί που είναι στην καταγωγή τους Αιθίοπες έφτασαν να ισχυρίζονται ότι είναι οι μόνοι γνήσιοι απόγονοι των 12 φυλών του Ισραήλ και ότι αυτοί είναι ο εκλεκτός λαός του θεού (γέλια).
Θάνος: Θέλω να πω ότι ο ρασταφαριανισμός έχει πολλές αξίες και ιδεώδη που μπορεί κανείς να ακολουθεί στη ζωή του και να είναι πολύ χρήσιμες. Όσον αφορά την κάνναβη είναι απλώς ένα μέσο, ιατρικό, διαλογισμού κλπ. Τα τραγούδια της reggae όπως προείπα μιλάνε για επανάσταση, συνεχή αγώνα, εγρήγορση.
Ερ.: Φαίνεται να υπάρχει μία αντίφαση ανάμεσα στην εγρήγορση στην οποία αναφέρεστε και στην εικόνα του ρασταφάρι που είναι χαλαρός, ας μου επιτραπεί η έκφραση, μες στη ντάγκλα. Υπάρχει πράγματι αυτή η αντίφαση ή είναι άλλη μία παρεξήγηση στο μυαλό του δυτικού κόσμου;
Χρήστος: Είναι θέμα ερμηνείας. Καταρχήν πρέπει να βάλεις απέναντι τον «εχθρό». Ποιός είναι ο εχθρός στον ρασταφαριανισμό; Είναι η “babylon”. “Babylon” είναι οι λευκοί, ο δυτικός κόσμος κι έχει όλα τα χαρακτηριστικά του άκρατου καταναλωτισμού, της έλλειψης αξιών κλπ. Πολύ χαρακτηριστικό όμως είναι ότι η “babylon” δεν είναι μόνο τα πράγματα για τα οποία εμείς δεν ενδιαφερόμαστε, είναι επίσης αυτός που καταδιώκει τον ρασταφάρι, είναι αυτός που δεν θα τον αφήσει σε ησυχία, δεν θα τον αφήσει να «αγιάσει», δεν θα τον αφήσει να είναι στο λόφο του ήρεμος με την γκάντζα του, όχι αποκομμένος, αλλά μόνος με όσα αυτός θεωρεί σημαντικά.
Φάση δεύτερη: εισέρχεται στο σχήμα ο «κρουστός» Θάνος
Χρήστος: Η δεύτερη φάση της πορείας των Ital Light σηματοδοτείται από τον ερχομό του Θάνου, οπότε γινόμαστε έξι. Αυτή εδώ η φωτογραφία είναι από το πρώτο live στο οποίο συμμετείχε και ο Θάνος σε ένα pool bar στην Ηγουμενίτσα. Το θέμα με την reggae είναι πως επειδή είναι καινούρια εμπειρία για μας, δύσκολα καταλαβαίνουμε την επιτυχία- αποδοχή την οποία μπορεί να έχει. Για παράδειγμα, στο συγκεκριμένο live θυμάμαι ότι ρώτησα τον μπάρμαν και μου είπε ότι έπαιζε να είμαστε η δεύτερη καλύτερη μπάντα που εμφανίστηκε στο μαγαζί. Από την άλλη έβλεπα ότι ο κόσμος έπινε χαλαρά το ποτό του γύρω από την πισίνα δίχως να σηκωθεί να χορέψει, δίχως δηλαδή να συμμετέχει ιδιαίτερα. Γεγονός που με έκανε να νιώθω ότι παίζαμε στο λάθος μέρος…
Θάνος: Η αλήθεια είναι ότι αν βλέπεις στατικό τον κόσμο από κάτω χάνεις τη διάθεση να συνεχίσεις, αντίθετα ένα κοινό που συμμετέχει σου φτιάχνει τη διάθεση να παίξεις και παραπάνω. Δεν παίζουμε στα λάθος μέρη πάντα…
Χρήστος: Πάντα; (γέλια)
Θάνος: Θέλω να πω ότι αν ένα κοινό δεν είναι τόσο εκδηλωτικό, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι παίζουμε στο λάθος μέρος. Έχει να κάνει με το πόσο παρεξηγημένη είναι η reggae. Όταν κάποιος πηγαίνει σε ένα reggae πάρτι ή live μπορεί να περιμένει να ακούσει για παράδειγμα Locomondo ή κάτι πολύ εμπορικό.
Ανδρέας: Αυτό ίσως έχει να κάνει και με τα κομμάτια που παίζουμε. Τα κομμάτια στην αρχή τα επιλέγαμε κατεβάζοντας και ακούγοντας αβέρτα δισκογραφίες για ένα δίμηνο- τρίμηνο και από αυτές διαλέγαμε τα πιο «μουσικά» κομμάτια, δηλαδή αυτά που ξέφευγαν από τα δύο ακόρντα, που είναι μια μεγάλη κατηγορία της reggae, που ξέφευγαν από το πιο μονότονο ρυθμικό, που διέθεταν δηλαδή στοιχεία πιο αξιόλογα από μουσικής άποψης.
Αυτό δεν ήταν κατ’ ανάγκη σωστό με την έννοια ότι έδινε τα χαρακτηριστικά μιας μπάντας «ψαγμένης» η οποία όμως έχανε τη λαϊκότητά της. Το διορθώσαμε στις επόμενες φάσεις της πορείας μας χωρίς- κατά τη γνώμη μου- να βάζουμε πολύ νερό στο κρασί μας. Τις προάλλες, ακούγαμε πάλι ένα πολύ ωραίο κομμάτι με ενδιαφέρουσα αρμονία, το οποίο δεν θα παίξουμε ωστόσο γιατί οι ακροατές μας δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοια ακούσματα.
Χρήστος: Ο μέσος μουσικός που μεγαλώνει στα Γιάννενα ή ο μέσος Γιαννιώτης που ασχολείται με τη μουσική μεγαλώνει αποκλειστικά με ροκ ακούσματα και ίσως η reggae- επειδή «κολλάει» πάνω σε ένα ακόρντο- να του φαίνεται τρομερά βαρετή. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια, γιατί αν κάτσει κάποιος και προσέξει τί συμβαίνει μέσα σε ένα reggae κομμάτι, θα δει ότι η δομή των πολλών ρυθμών που μπερδεύονται συνέχεια και κάνουν διάφορα παιχνιδάκια μεταξύ τους είναι το συστατικό που κάνει το υλικό να «γκρουβάρει» σε αντίθεση με μια ροκ μπάντα, η οποία εάν παίξει για παράδειγμα το “I shot the sheriff” θα παίξει όντως τρία ακόρντα.
Ανδρέας: Η reggae διανθίζεται με πάρα πολλές γραμμές, όχι μόνο ρυθμικές, αλλά και μελωδικές. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της είναι το μπάσο, το οποίο εκτός από δυνατό παλμό πρέπει να είναι και τρομερά πρωτότυπο ρυθμικά και μελωδικά.
Θάνος: Το μπάσο στη reggae μουσική είναι τόσο ιδιαίτερο που για να το πω απλά θα θέλανε όλοι οι μπασίστες να παίζουν μπάσο σε reggae μπάντες.
Ερ.: Τί άλλαξε με τον ερχομό του Θάνου στο σχήμα;
Τάσος: Με την είσοδο των κρουστών σε μια reggae μπάντα αλλάζει πολύ το ρυθμικό κομμάτι, δημιουργείται άλλο ηχόχρωμα, αλλάζει το παίξιμο του ντράμερ, που συνεργάζεται με τον κρουστό και μαζί πια μπαίνουν στον δυνατό παλμό του μπάσου. Πριν έρθει ο Θάνος, προσπαθούσα να καλύψω τα κενά των κρουστών, γιατί σε όλα τα κομμάτια που επιλέγαμε να παίξουμε υπήρχαν κρουστά, προσπαθούσα δηλαδή να κάνω δύο δουλειές: του ντράμερ και του κρουστού. Χάρη στον Θάνο απελευθερώθηκα, έβαλα δικές μου ιδέες στα κομμάτια, εξελίχθηκα κι εγώ και συμπληρωνόμαστε πολύ καλά οι δυο μας.
Φάση τρίτη: ένας μπασίστας έκπληξη και οι πρώτες δημιουργίες
Ανδρέας: Θα ήθελα να μιλήσω λίγο για τον Γιώργο (Μπακούλη).
Χρήστος: Μικρή παρένθεση. Λίγο πριν έρθει στη μπάντα ο Γιώργος κάναμε ένα live στην Πάργα και ο Γιώργος που είναι Παργινός ήταν από κάτω και μας παρακολούθησε. Δεν γνωριστήκαμε εκεί, μας το είπε αργότερα.
Ανδρέας: Τον Γιώργο, λοιπόν, μας τον είχε προτείνει ο Θύμιος Σφαιρόπουλος, του οποίου ήταν μαθητής. Στόχος μας ήταν ο ίδιος ο Θύμιος, αλλά εκείνος μας «πάσαρε» τον μαθητή του. Σκέφτηκα τότε: ας έχει τουλάχιστον όρεξη να μάθει για να μπορέσουμε να συνεργαστούμε!
Η αλήθεια είναι ότι ο Γιώργος ήταν μεγάλη έκπληξη παρά το νεαρό της ηλικίας του, μόλις δεκαοχτώ χρονών όταν ήρθε στην μπάντα στις αρχές του 2011. Ήταν το μεγάλο πείραμα, γιατί δεν είχε το κατάλληλο υπόβαθρο, ειδικά για τη reggae, αλλά είχε όρεξη να ακούσει, να μελετήσει, να μάθει. Είναι πολύ μεθοδικός και αυτό βοήθησε σημαντικά τη μεταξύ μας συνεργασία και το πείραμα πέτυχε!
Χρήστος: Κάτι άλλο που συμβαίνει στη φάση τρία είναι η ηχογράφηση των τριών πρώτων δικών μας κομματιών. Στην πραγματικότητα κομμάτια ηχογραφούσαμε από την αρχή και καθ’ όλη την πορεία μέχρι τη φάση τρία, αλλά στη φάση αυτή, δηλαδή το 2011 ηχογραφήσαμε τα δικά μας κομμάτια, το “Rastaman Odyssey”, το “Debt” και το “Just cant live without it”.
Κάτι που επίσης παραλείψαμε να αναφέρουμε είναι πως από την αρχή η ιδέα ήταν να τραγουδάμε όλοι στη μπάντα και μάλιστα να δουλέψουμε αρμονίες. Στα φωνητικά δώσαμε, λοιπόν, μεγάλη προσοχή. Κάναμε πρόβες στις οποίες δεν είχαμε τα όργανα μαζί, όπου προβάραμε μόνο φωνές. Στην αρχή τραγουδούσε και ο Νίκος (Κάλλης), ο οποίος κρατούσε μια πολύ μπάσα γραμμή. Οι μπασίστες δυσκολεύονται να τραγουδήσουν και να παίξουν γιατί έχουν πολύ αντίθετα ρυθμικά πράγματα. Αυτό σίγουρα μας προβλημάτισε όλους, γιατί όλοι πρέπει να τραγουδήσουμε κάτι, αλλά ταυτόχρονα να παίζουμε κάτι άλλο, που είναι τελείως ανάποδο ρυθμικά. Θέλει δουλειά αυτό το πράγμα, έρχεται σιγά σιγά.
Σημειωτέον ότι ο Νίκος Κάλλης είναι ο πρώτος μπασίστας που έχω δει να δουλεύει τόσο ταλαντούχα αφαιρετικά. Επειδή η reggae έχει πάρα πολλά πράγματα μέσα, δεν πάει να πει ότι όλοι θα παίζουμε ασταμάτητα από την αρχή μέχρι το τέλος του κομματιού. Οφείλει κανείς να παίζει πολύ αφαιρετικά και ο Νίκος το είχε αυτό από την αρχή και το έκανε πολύ ωραία.
Φάση τέταρτη: ο πολυάσχολος πλην ταλαντούχος Αχιλλέας
Ερ.: Να μιλήσουμε για τα κομμάτια του άλμπουμ; Πώς τα γράφετε, πώς τα δουλεύετε, πώς τα ενορχηστρώνετε;
Ανδρέας: Από τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ τα έξι είναι σε μουσική και στίχους δικά μου. Στο ‘Yet another love song’ όλα τα riff στις κιθάρες τα έγραψε ο Αχιλλέας (Ράδης).
Τάσος: Παρότι μπήκε στο σχήμα σαν πληκτράς τέλη 2011, αρχές 2012.
Ανδρέας: Ο Αχιλλέας είναι από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς που έχουμε στα Γιάννενα και γι’ αυτό πολυάσχολος. Όταν έφυγε ο Σωκράτης από την μπάντα για να κάνει νέα πράγματα (βλ. συνεργασία με Δημήτρη Υφαντή) προσπαθήσαμε πολύ και τελικά καταφέραμε να πείσουμε τον Αχιλλέα να συνεργαστεί μαζί μας.
Χρήστος: Τόσο ο Ανδρέας, όσο κι εγώ είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές με τον Αχιλλέα. Επίσης, ο Θάνος και ο Τάσος συνεργάζονταν μαζί του στον ΘΕ.Σ.Π.Ι. και όλοι γνωρίζαμε ότι ο Αχιλλέας εκτός από καλός πληκτράς διαθέτει και καλή φωνή, ό, τι ακριβώς δηλαδή χρειαζόμασταν. Ο Αχιλλέας δούλεψε πάρα πολύ το ύφος του. Έχει δουλέψει πάρα πολλά πράγματα στη μουσική, αλλά δεν είχε δουλέψει ποτέ πριν το reggae στυλ. Κάθισε και το έψαξε πολύ, είδε πως λειτουργεί. Στις πρώτες συναυλίες, βέβαια, σαν ταλαντούχος μουσικός που είναι και όπως κάνουμε όλοι οι ταλαντούχοι- τεμπέληδες μουσικοί, είπε «θα μπω μέσα και θα παίξω». Εγώ άρχισα να του λέω «χμ, ξέρεις δεν είναι έτσι ακριβώς αυτό, θέλει λίγο μελέτη το άλλο» κι εκείνος κάθισε και μελέτησε.
Ανδρέας: Η γενική ιδέα για το πώς δουλεύουμε τα κομμάτια μας είναι ότι εγώ γράφω ένα demo του κομματιού περίπου ολοκληρωμένο με midi στον υπολογιστή και το φέρνω στους υπόλοιπους να το ακούσουν, να πάρουν μια ιδέα και να κάνουν την κριτική τους. Σε πολλά από αυτά η κριτική είναι «φίλε μου, έφαγες «χ», back to the laptop!», οπότε ξαναδοκιμάζω.
Χρήστος: Η πρώτη ιδέα του Ανδρέα για κομμάτι ήταν «παίζουμε reggae γιατί…» και στο γιατί είχει βάλει ό, τι πιο επαναστατικό- κομμουνιστικό- αντάρτικο μπορείς να φανταστείς! Η δική μας αντίδραση ήταν «μα τί είναι αυτά που γράφεις!» (γέλια).
Ανδρέας: Αυτό ήταν το πρώτο και πιο κραυγαλέο «χ» και μετά από αυτό δεν ξέρω πως αποφάσισα να παρουσιάσω το δεύτερο κομμάτι. Το πρώτο κομμάτι που έγινε αποδεκτό ήταν το “Debt”. Συνοψίζοντας, ο τρόπος δουλειάς είναι ότι φέρνω κάτι που έχει μέσα ιδέες για όλα τα μουσικά μέρη, τα οποία είναι ανοικτά στο να αλλάξουν, δεν επιβάλλω δηλαδή π.χ. στον μπασίστα να παίξει σώνει και καλά τη γραμμή που έγραψα εγώ, που έχει το στίχο και την ενορχήστρωση στην τελική της μορφή την κάνουμε όλοι μαζί.
Ερ.: Πώς εμπνεύστηκες/ από πού άντλησες ιδέες για τα κομμάτια που έγραψες;
Ανδρέας: Ας τα πάρουμε ένα- ένα με χρονολογική σειρά. Το πρώτο κομμάτι που έγραψα ήταν όπως ήδη είπα το ‘Debt’. Το έγραψα τέλος του 2010, αρχές του 2011. Το κομμάτι μου ήρθε «πακέτο», ολοκληρωμένο δηλαδή στο μυαλό και οι αλλαγές που του κάναμε όλοι μαζί ήταν ελάχιστες. Το κομμάτι αυτό όπως φαίνεται και από τον τίτλο του μιλάει για την κρίση. Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχε κομμάτι άλλο που να μιλάει για την κρίση, εκτός από το «περνάω κρίση» (γέλια). Ήταν αυτή μια επισήμανση του φίλου μου Δημήτρη Ζαχαράκη, ότι δηλαδή κανένας μουσικός δεν έγραφε για το θέμα κι έτσι αποφάσισα να γράψω εγώ.
Χρήστος: Το ενδιαφέρον σε αυτό το κομμάτι είναι ότι ο στίχος είναι γραμμένος σε διάλεκτο. Οι ρασταφάρι για να κόψουν τους δεσμούς με την «babylon» έχουν μετατρέψει τα αγγλικά σε μια δικιά τους διάλεκτο. Δεν είναι απλά θέμα προφοράς των λέξεων. Χρησιμοποιούν συγκεκριμένες λέξεις με ένα συγκεκριμένο για τους ίδιους νόημα, διαφορετικό από το αρχικό τους νόημα.
Ανδρέας: Εκτός από το να ακούω δισκογραφίες μελετώ και τους στίχους των κομματιών κι έτσι έμαθα τα βασικά στοιχεία αυτής της διαλέκτου που είναι τροποποιημένη συντακτικά, έχει αλλάξει νόημα σε κάποιες λέξεις, προφέρει διαφορετικά κάποια φωνήεντα κλπ. Έτσι ενσωμάτωσα αυτή τη γνώση στον στίχο που έγραψα για το Debt.
Η οδύσσεια ενός κομματιού
Ανδρέας: Το επόμενο κομμάτι που έγραψα ήταν το “Rastaman Odyssey” και ήταν το αποτέλεσμα μιας άσκησης που έβαλα στον εαυτό μου. Μπορώ να γράψω ένα κομμάτι σε ρυθμό 5/4 (Ηπειρώτικη παράδοση); Τί μπορώ να κάνω για να ακουστεί το 5/4 σαν reggae; Ξεκίνησα με μια μπασογραμμή που να είναι κατανεμημένη σε πέντε χτυπήματα αντί τέσσερα που έχει συνήθως η reggae, που να μην είναι «σπασμένη» σε δύο μέρη «τρία/δύο», δηλαδή «εν-δυο-τρία/ εν-δυο» ή «κάστανο/μήλο» όπως λένε και οι λαϊκοί μουσικοί εδώ στην Ήπειρο και που ήταν πολύ πιο αργή. Πάνω σ’ αυτή προσάρμοσα με τη βοήθεια των παιδιών και κάποια άλλα μέρη μέχρι που πήρε την τελική του μορφή. Τον στίχο τον έγραψα μετά. Το σκεπτικό ήταν η μελωδική γραμμή της φωνής να είναι όσο πιο απλή γίνεται. Σκάρωσα διάφορα τετράστιχα, κατέληξα σε ένα, από το οποίο τελικά «έφαγα» τον τρίτο στίχο και έμειναν τρεις.
Ποιος είναι ο Mr Kaliman
Ανδρέας: Το αμέσως επόμενο κομμάτι που έγραψα ήταν το “Just cant live without it” το οποίο μεταξύ μας το λέμε “Coliman” γιατί ξεκινάει «Hey, Mr Coliman!».
Το εμπνεύστηκα σε ένα πάρτι σε μαγαζί φίλου στην Κύπρο όπου ήταν μαζεμένες όλες οι φυλές του σύμπαντος και γινόταν ένας χαβαλές απίστευτος. Το μαγαζί ήταν μικρό με μια εξίσου μικρή αυλή, όπως αυτή εδώ (σ.σ. Θυμωμένο Πορτραίτο), στο μπαρ γινόταν το αδιαχώρητο, στο WC οι ουρές ατελείωτες, αλλά όλοι μιλούσαν και πείραζαν όλους και γενικά υπήρχε ένα πολύ όμορφο κλίμα που έβγαλε από μέσα μου το “we need love”, “love is everywhere” κλπ κι έτσι έγραψα αυτό το κομμάτι.
Χρήστος: το “Just cant live without it” είναι το πρώτο κομμάτι που μιλάει για γκάντζα (σ.σ. μαριχουάνα). Ο “coliman” (διαβάζεται «κάλιμαν») είναι ο ντήλερ (σ.σ. από τον slang όρο “coli” που σημαίνει μαριχουάνα, βλ. εδώ). Ο Kaliman είναι ένας Ινδός υπερήρωας που ανακάλυψα τυχαία όταν έφτιαχνα το βίντεο για το “Just cant live without it” στο movie maker και κολλούσα διάφορες φωτογραφίες σε αυτό (γέλια). Το συγκεκριμένο κομμάτι στην αρχική του μορφή ήταν πολύ σύντομο, πολύ γρήγορο και πολύ angular, είχε δηλαδή πολλά σημεία έντασης. Σκέφτηκα ότι χρειάζεται μια μεγάλη εισαγωγή, η οποία θα είναι τελείως διαφορετική. Σε μια πρόβα ο Σωκράτης έπαιξε για πλάκα την εισαγωγή από το «ένα πρωινό» και από αυτή όχι μόνο εμπνευστήκαμε την εισαγωγή στο κομμάτι, αλλά βασίσαμε και το concept του βίντεο που φτιάξαμε, «στάσου μύγδαλα!» κλπ (γέλια).
Οι χορτόπιτες της κυρίας Χρυσάνθης
Ανδρέας: Το επόμενο κομμάτι που έγραψα ήταν οι «χορτόπιτες» (“grasspies”). Δούλευα στην Αλβανία τότε στο ελληνικό σχολείο στη Χιμάρα. Κάθε σαββατοκύριακο συνήθιζα να κατεβαίνω Γιάννενα και μετέφερα και μια συνάδελφο δασκάλα την κυρία Χρυσάνθη. Η κυρία Χρυσάνθη κάθε φορά που φτάναμε Γιάννενα και τη βοηθούσα να ξεφορτώσει τα πράγματά της και να τα ανεβάσει στο σπίτι της που ήταν δίπλα στο δικό μου, μού έδινε και δυο ταπεράκια με φαγητό. Μια μέρα παίρνω ένα ταπεράκι και όπως ήμουν πεινασμένος από το ταξίδι αρχίζω και τρώω. Ήταν μια καταπληκτική χορτόπιτα και σκέφτηκα ότι αυτό πρέπει να γίνει τραγούδι! Έκανα τη «μετάφραση» στα αγγλικά (“grass” χόρτο, “pies” πίτες) κι έγραψα ένα σατιρικό τραγουδάκι (ξεκίνησα δηλαδή από τον στίχο) όπου η ιστορία είναι ότι εγώ είμαι αραχτός στο σπίτι, σκάνε οι μπάτσοι, με ανακρίνουν «τί είναι αυτό που μυρίζει;» κι εγώ τους απαντάω «η μαμά μου ψήνει χορτόπιτες!». Έγραψα μια πρώτη μουσική για το κομμάτι, η οποία έφαγε ένα τρανταχτό «χ». Μετά το «χ» κι ενώ ήμουν στο σπίτι της Μάιρας (σ.σ. η σύντροφος του Ανδρέα) και γρατζουνούσα την κιθάρα μου προσπαθώντας να βρω την κατάλληλη μουσική για το κομμάτι, σκέφτηκα ότι αφού είναι σατιρικό πρέπει να το γεμίσουμε με ημιτόνια κι έβαλα έτσι πολλές μικρές και μεγάλες «τρίτες» και χρωματικά πολλά και μια αρμονία που είναι βασικά σε ντο ματζόρε, αλλά πετάει και ένα σι ματζόρε από το πουθενά και το πήγα στον Χρήστο. Στον Χρήστο άρεσε η μελωδία, αλλά κόλλησε στην αρμονία του κομματιού εξαιτίας και της κλασικής του παιδείας και επί ώρα πολλή προσπαθούσε να βρει μια άλλη συγχορδία να αντικαταστήσει το σι ματζόρε. Τελικά, δεν μπόρεσε να βρει κάτι άλλο που να ταιριάζει και αποφασίσαμε να το κρατήσουμε έτσι (γέλια).
Χρήστος: Νομίζω ότι αυτή η «τριβή» στην αρμονία του κομματιού είναι το δυνατό του σημείο. Φαντάσου μια μελωδιούλα που περπατάει και στο σι ματζόρε σκοντάφτει και συνεχίζει: περπατάει, περπατάει, σκοντάφτει, περπατάει, περπατάει, σκοντάφτει κοκ (γέλια). Επίσης, σε αυτό το κομμάτι παίζουμε για πρώτη φορά dancehall reggae.
Ανδρέας: Ναι, στο “grasspies” έχουμε συνδυάσει τρία είδη της reggae, κλασική, dancehall και ska.
Ο έρωτας και τα «μπλιμπλίκια»
Ανδρέας: Μετά ακολουθεί το ‘Yet another love song”. Αυτό το έγραψα για την μεγάλη μου αγάπη, την Μάιρα. Συγκεκριμένα το έγραψα τον καιρό που ήμουν στην Αλβανία, αφού το έβαλα ως “project” στον εαυτό μου. Την περίοδο εκείνη, λοιπόν, έκανα πολλή παρέα με έναν συνάδελφο και φίλο, τον Γιώργο Μάτη. Ένα βράδυ βλέπαμε μαζί το “Sin City” και μου λέει «να, ρε συ, αυτό θα γράψεις για την Μάιρα!». Αναφερόταν στην ατάκα του Marv από την δεύτερη ιστορία της ταινίας για την τύπισσα που κοιμήθηκε μαζί της και του χάρισε μια αξέχαστη νύχτα “She smells like angels ought to smell, the perfect woman… the Goddess”. Και το πήρα και το έκανα κομμάτι. Οι στίχοι του κομματιού λένε «δεν είμαι καλός στο να γράφω ερωτικά κομμάτια κι αν χρησιμοποιήσω λόγια αυτά θα είναι τα μόνα που μπορώ να αφιερώσω στο κορίτσι μου». Ο τίτλος είναι άλλο ανέκδοτο. Η έκφραση «yet another» χρησιμοποιείται πολύ στον χώρο της πληροφορικής κι εγώ σαν προγραμματιστής και καθηγητής πληροφορικής είπα να βάλω έναν τέτοιο τίτλο. Σε αυτό το κομμάτι ο Αχιλλέας είχε πολύ σημαντική συμβολή. Μου είπε να το κάνω πιο γρήγορο και έβαλε όλα αυτά τα ριφάκια που δουλεύουν απίστευτα καλά.
Το σπασμένο παράθυρο και άλλες ιστορίες
Ανδρέας: Το τελευταίο δικό μου κομμάτι είναι το “Broken window in the van”.
Χρήστος: Αυτό είναι κομματάρα. Ενορχηστρωτικά πλησιάζει την full μπάντα των Wailers στις καλές τους στιγμές. Είναι αρκετά περίπλοκο κομμάτι.
Θάνος: Κατά τη γνώμη μου, παρακολουθώντας κάποιος την πορεία της μπάντας και ακούγοντας αυτό το κομμάτι, θα έβλεπε σε αυτό ότι έχουμε ωριμάσει στις μουσικές ιδέες, την ενορχήστρωση και το παίξιμο.
Ανδρέας: Τους στίχους του κομματιού έγραψα με αφορμή ένα ταξίδι στη Λευκάδα όπου πήγαμε για να παίξουμε και επιστρέψαμε πίσω με το τζάμι του van σπασμένο, οπότε το «δαγκώσαμε» κανονικά. Στο συγκεκριμένο κομμάτι δοκίμασα κι έγραψα ένα σόλο κιθάρας το οποίο προσπάθησα πολύ να είναι reggae, αλλά τελικά είναι ροκ.
Χρήστος: Στείλαμε το κομμάτι σε φίλους να μας πουν τη γνώμη τους και οι περισσότεροι σχολίασαν «πολύ ωραία η ροκ κιθάρα!» (γέλια).
Πώς να κάνετε σωστά το λάθος
Χρήστος: Το “Resist me” το έγραψα επειδή εδώ και πολλά χρόνια πολλοί άνθρωποι με πίεζαν να γράψω ένα τραγούδι. Διάφορες μουσικές έγραφα πάντα και γράφω, αλλά τραγούδια όχι. Και τί έκανα; Χρησιμοποίησα τους βασικούς κανόνες της ροκ μουσικής και βασίστηκα στο δυνατό μου σημείο στη σύνθεση, δηλαδή στις μελωδικές γραμμές, ενώ «έπαιξα» από την αρχή με την ιδέα του τίτλου. Ήθελα να γράψω ερωτικό στίχο, αλλά όχι τον τυπικό ερωτικό «σε θέλω, με θέλεις» κλπ κι έτσι σκέφτηκα να γράψω «αντιστάσου μου». Τους αρχικούς στίχους έγραψε ο Ανδρέας. Στην πρώτη στροφή είχε πιάσει ακριβώς το νόημα, στις υπόλοιπες όμως κάπου έγινε λυρικός και δεν μου άρεσε. Έτσι για πολύ καιρό υπήρχε η μελωδία και το κομμάτι το τραγουδούσαμε με συλλαβές (τι- ρι- ρι) και το λέγαμε «τιρίρι». Κάποια στιγμή στρώθηκα τελείωσα τον στίχο και το πήγαμε στο στούντιο.
Το ενδιαφέρον στοιχείο στο κομμάτι είναι το τέλος του. Πολύ συχνά στις πρόβες που κάνουμε, όταν κάποιος κάνει ένα λάθος, όλοι οι υπόλοιποι σπάμε πλάκα παίζοντας κι εμείς λάθος στο πολλαπλάσιο, παίζουμε δηλαδή έναν καταιγισμό λαθών και τελικά αυτοσχεδιάζουμε. Το ίδιο κάνουμε και στα live και είναι πολύ απελευθερωτικό το να κάνεις πράγματα επίτηδες λάθος, αλλά και πολύ δύσκολο γιατί για να κάνεις πράγματα επίτηδες λάθος θα πρέπει να είσαι σε θέση να ξέρεις τί ακριβώς θα ακουστεί. Αυτό κάναμε και στο φινάλε του “Resist me” και αυτό βγάζει και μια ειρωνεία που ενισχύει την αρχική ιδέα του κομματιού του τύπου «νομίζατε ότι παίζουμε αισθησιακές μπαλαντίτσες, ε; γελαστήκατε!»
Και ο Βαγγέλης Αγγέλης reggae
Χρήστος: Ο Βαγγέλης Αγγέλης έχει γράψει κάποια κομμάτια τα οποία είναι πραγματικά καταπληκτικά και διαχρονικότατα. Η ουσία τους είναι απλή, αλλά έχουν κάτι που τα κάνει ιδιαίτερα. Τα «Κουμπάκια» από τότε που τα πρωτάκουσα μου άρεσαν πάρα πολύ. Ο στίχος του κομματιού είναι μάλλον εσκεμμένα «αφελής» γεγονός που αφήνει πολλά περιθώρια στον ακροατή να τον ερμηνεύσει. Το κομμάτι το διασκεύασα σε στυλ reggae το 1996 τότε που «ερωτεύτηκα» το «τσανγκ» της reggae και άρχισα να το βάζω σε όλα τα κομμάτια που έπαιζα ως μουσικός του δρόμου σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, ακριβώς γιατί μέσα στη φασαρία του δρόμου τα έκανε αξιοπρόσεκτα από τους περαστικούς.
Ερ.: Τί είπε ο Βαγγέλης όταν άκουσε το κομμάτι;
Χρήστος: «Καλό, καλό!». Περισσότερο μιλούσα εγώ «εδώ έχω κάνει αυτό, εκεί έχω κάνει το άλλο» παρά εκείνος, αλλά νομίζω ότι του άρεσε. Όταν τον ρώτησα αν μπορώ να διασκευάσω το κομμάτι για το άλμπουμ, μου είπε «τί με ρωτάς, αφού το έχεις κάνει ήδη!»
Ανδρέας: Του έκανε θετική εντύπωση του Βαγγέλη ότι τον βρήκαμε και τον βάλαμε να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση ότι το κομμάτι είναι δικό του, ότι έχει όλα τα δικαιώματα στους στίχους και τη μουσική, τυπική διαδικασία που απαιτείται για την κυκλοφορία ενός cd, κάτι όμως που άρεσε στον Βαγγέλη μάλλον γιατί δεν επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε το κομμάτι σαν δικό μας.
Χρήστος: Στην αρχή του κομματιού ακούγεται να τραγουδάει ο ίδιος ο Βαγγέλης το κομμάτι κάπου έξω, μάλλον στην αυλή του σπιτιού του. Είναι μια πρόχειρη ηχογράφηση που βρήκαμε στο youtube, μας άρεσε και τη χρησιμοποιήσαμε.
Ερ.: Γιατί δεν προτείνατε στον Βαγγέλη να το κάνετε μαζί;
Χρήστος: Επειδή το κομμάτι είναι αρκετά αλλαγμένο από την αρχική του μορφή και θα ήταν δύσκολο να προσαρμόσουμε την εκτέλεση του Βαγγέλη στη δική μας. Ο Βαγγέλης είναι αντισυμβατικός στο παίξιμό του, άρα και δύσκολος στις συνεργασίες. Επίσης, γιατί είναι κάπως προβληματικό κατά τη γνώμη μου να καλείς κάποιον να τραγουδήσει διασκευασμένο κάτι δικό του από σένα χωρίς να του επιτρέπεις να παρέμβει σε αυτό. Και δυστυχώς, τα στενεμένα οικονομικά μας, δεν μας άφηναν περιθώρια να μπορούμε να γράφουμε στο στούντιο για όσο καιρό θα απαιτούσε μια τέτοια συνεργασία με τις όποιες παρεμβάσεις του Βαγγέλη στη δική μας διασκευή. Πολύ θα το ήθελα να τον έχω τον Βαγγέλη στο κομμάτι, αλλά δεν ήταν εφικτό.
Ερ.: Η συνεργασία με τις πιτσιρίκες πώς προέκυψε;
Χρήστος: Είναι μαθήτριές μου στο σχολείο όπου εργάζομαι, έχουμε συνεργαστεί σε αρκετές ηχογραφήσεις μαζί για project του σχολείου, αλλά και εκτός σχολείου και ήξερα τί μπορούσα να περιμένω από τα παιδιά. Επικοινώνησα με τους γονείς τους, δεν είχαν αντίρρηση και έτσι ηχογραφήσαμε. Νομίζω ότι ταιριάζει πολύ στην αφέλεια και την παιδικότητα του κομματιού η παιδική χορωδία και του δίνει αυτό το κάτι που κάνει την διαφορά.
Όλα τα καλά τελειώνουν γρήγορα… (μιάμιση ώρα μετά για την ακρίβεια!)
Ερ.: Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι στο κλείσιμο της κουβέντας μας;
Χρήστος: Προσκαλούμε όλους τους φίλους, «απόστολους» και «αγίους» που μας προσέχουν να είναι μαζί μας στο πάρτι για την κυκλοφορία του cd την Πέμπτη 17/7 στην αυλή των εστιών Δόμπολης. Ώρα 23:00, είσοδος ελεύθερη. Μουσική διαλέγουν οι γνωστοί ύποπτοι “Thanos DeFunkt” και “Mous” (σ.σ. Θάνος Παπαθανασίου και Τάσος Μουσπούλης).
Ανδρέας: Εγώ θέλω να πω ότι κάναμε προσπάθεια να μειώσουμε σημαντικά το κόστος του cd και για να μην μπούμε πολύ μέσα, αλλά και για να μπορούμε να το προσφέρουμε σε όσο το δυνατόν πιο χαμηλή τιμή που θα είναι προσιτή. Η τιμή ενίσχυσης, λοιπόν, είναι 5 ευρώ και το cd διατίθεται στο Θυμωμένο Πορτραίτο, στο Woodstock, στο Άσυλο, στο Θηρίο και φυσικά από εμάς.
Και μια αποκλειστική είδηση για το Pamvotis Press, για να κλείσω: ετοιμάζω δυο νέα κομμάτια. Το ένα κομμάτι θα έχει σοβαρό στίχο, γιατί πρέπει να σοβαρευτούμε (γέλια) και θα τιτλοφορείται “A song about my dog”, αλλά δεν θα είναι αυτό που λέει ο τίτλος. Το άλλο κομμάτι θα τιτλοφορείται “Tribes Arise” θα έχει δηλαδή τον τίτλο του cd που μόλις κυκλοφόρησε. Δεδομένου ότι τρία τουλάχιστον από τα κομμάτια του cd έχουν ένα καθαρά πολιτικό μήνυμα θέλαμε ο τίτλος του να είναι μια παρακίνηση στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και επιλέξαμε αυτόν για την αλληγορία του. Δεν αναφερόμαστε με τον τίτλο στις φυλές του Ισραήλ με την αυστηρή ρασταφαριανή σημασία, αλλά στους λαούς που πρέπει να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου