Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Μ. Καραστέργιου «Είδαμεν ζωήν ελευθέραν»
του Γιάννη Κ. Αικατερινάρη
Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεώτερης
ιστορίας της Ιερισσού είναι ασφαλώς η απελευθέρωσή της από τον Οθωμανικό ζυγό,
τον Νοέμβρη του 1912. Το ιστορικό όμως αυτό γεγονός, όσο σπουδαίο και σημαντικό
κι αν είναι για ολόκληρη την Χαλκιδική, δεν αναδείχθηκε στο βαθμό και στον
χαρακτήρα που του άρμοζε. Ο Χρήστος Καραστέργιος απετέλεσε μια εξαίρεση, καθώς το
βιβλίο του «είδαμεν ζωήν ελευθέραν» επιχείρησε
και μας έδωσε βασικά ιστορικά στοιχεία της απελευθέρωσης του γενέθλιου τόπου. Πιστεύω,
για τους λόγους που θα αναφερθώ στη συνέχεια, ότι το πέτυχε. Κυρίως όμως
στάθηκε η αφορμή να βρεθούμε εδώ και να αναφερθούμε χωρίς σκοπιμότητες και
υστεροβουλίες στα του οίκου μας, στη Χαλκιδική μας.
Παραβρέθηκα εφέτος στους εορτασμούς αυτής της
επετείου στην Ιερισσό και διαμόρφωσα ιδία αντίληψη γι’ αυτούς, σε σύγκριση με
την εκεί ταυτόχρονη εκδήλωση για το βιβλίο του Χρήστου. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθώ
για άλλη μια φορά σε προβληματισμούς. Οι τυποποιημένες, χρόνια τώρα, εκδηλώσεις
με τις οποίες τοπικοί φορείς επιχειρούν να αναδείξουν τα ιστορικά γεγονότα,
συχνά αφήνουν αδιάφορη την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων. Κατά πάσα
πιθανότητα κάτι ανάλογο συνέβη και σ’ όλες σχεδόν τις αποκαλούμενες «Νέες
χώρες», τις περιοχές δηλαδή που απελευθερώθηκαν στην ίδια περίοδο την ίδια
περίπου περίοδο με την Β.Α. Χαλκιδική.
Χρειάζονται λοιπόν πειστικές απαντήσεις για την
χρησιμότητα της οργάνωσης τέτοιων εκδηλώσεων και παράλληλα, αντί γι’ αυτές ή με
αλλαγή του χαρακτήρα τους, προσπάθειες για την ίδρυση ιστορικών αρχείων του
τόπου ή -αν υποτεθεί ότι έχουμε- για τον εμπλουτισμό τους. Συχνά αναρωτιέμαι ως
πότε μπορεί να ανεχόμαστε ως Χαλκιδικιώτες την περιορισμένη αναφορά στα απελευθερωτικά
κινήματα της Χαλκιδικής, τόσο στις γνωστές μελέτες πανελλαδικού ενδιαφέροντος,
όσο και στα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας; Οφείλουμε ακόμη να δώσουμε απαντήσεις για τους λόγους που όλο και λιγότεροι συμπολίτες
μας, ιδιαίτερα οι νεώτεροι, ενδιαφέρονται γι’ αυτά! Και εδώ θέλω να πω ότι
έχοντας εμπιστοσύνη στους νέους, θα πρέπει εμείς οι παλαιότεροι να κάνουμε την
αναγκαία ενδοσκόπηση.
Το φαινόμενο αυτό έχει κατά την άποψή μου την
εξήγησή του. Και αυτή δεν ανάγεται αποκλειστικά στις σημερινές οικονομικές
δυσκολίες της εποχής, ούτε είναι μόνο απότοκο της απογοήτευσης που γεννά το
κλίμα κρίσης των αξιών και η υποβάθμιση της ίδιας της ζωής των πολιτών. Είναι
χρόνια παθογένεια.
Το πέπλο σιωπής που σκεπάζει τα ιστορικά γεγονότα,
το μεγάλο έλλειμμα δηλαδή δημοσιεύσεων σε ότι τουλάχιστο αφορά στα επαναστατικά
κινήματα της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Χαλκιδικής κατά τον 19ο
αιώνα, υπάρχει εδώ και πολλές δεκαετίες. Τις περισσότερες φορές η κεντρική εξουσία,
και όχι μόνο, διέθετε κονδύλια για εκδηλώσεις εορτασμών, σαν αυτή που
προανέφερα, αντί για την συχνότερη οργάνωση συνεδρίων και εκδόσεων βιβλίων για
την τοπική ιστορία με την κατά το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή συμπολιτών. Για να ωθηθούν οι νεώτεροι στην ιστορική
έρευνα είναι απαραίτητη, πιστεύω, η θέσπιση κινήτρων.
Έχω στο αρχείο μου μια σειρά εκθέσεων που έγραψαν το
1932 οι μαθητές του Γυμνασίου Πολυγύρου για την ιστορία του χωριού τους. Στη
δύσκολη οικονομική συγκυρία της χώρας, όπως άλλωστε και τώρα, υπήρξαν σ’ εκείνο
το ξέφωτο της εκπαίδευσης του μεσοπολέμου φωτισμένοι δάσκαλοι, που συγκέντρωναν
με αυτό τον τρόπο στοιχεία για την τοπική ιστορία. Ακόμη διατηρώ στη μνήμη μου
τις μαρτυρίες που κατέγραψε για το χωριό του Μεγαλοπαναγιώτης μαθητής, από
διηγήσεις μεγαλύτερων συγχωριανών του, που ήταν πιο κοντά στα γεγονότα εκείνης
της περιόδου.
Η συγκέντρωση ακόμη ιστορικών στοιχείων, με αναφορές
στη Χαλκιδική, από τα βιβλία απομνημονευματογράφων και ιστορικών του 1821, θα
ήταν ακόμη μια συνεισφορά μεγάλης αξίας.
Και εδώ, με αφορμή το εγχείρημα του συμπατριώτη
μας Χρήστου Καραστέργιου, θεωρώ χρήσιμο να μεταφέρω όσα στοιχεία ανίχνευσα με
την βοήθεια μιας πρόσφατης εργασίας του ιστορικού Φάνη Καψωμάνη με θέμα «Το
σημασιολογικό περιεχόμενο των όρων «Μακεδονία», «Μακεδών», «μακεδονικός», σε
κείμενα της περιόδου 1770-1850 - Εκπρόσωποι του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού-απομνημονευματογράφοι και ιστορικοί του 1821». Αναρτήθηκε στον
ιστότοπο «eranistis net» στον οποίο συμμετέχω ως τακτικός αρθρογράφος, όπως
και ο προαναφερόμενος ερευνητής.
Παρουσιάζω, λοιπόν, εν συντομία τους σημαντικότερους
από τους συγγραφείς, που άμεσα ή έμμεσα συμμετείχαν στον αγώνα και τις αναφορές
τους στην Μακεδονία και ιδιαίτερα στη
Χαλκιδική.
Πρώτα θα αναφερθώ στους Μωραΐτες συγγραφείς :
- Ο Γενναίος
Κολοκοτρώνης, γιος του Θεόδωρου, στο «Υπόμνημά» του το 1848, όταν διηγείται τα γεγονότα του Αγώνα
κάνει δύο μόνο αναφορές στον όρο Μακεδόνας.
- Ο Φώτιος
Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, κάνει στα δύο κυριότερα έργα του, στα «Απομνημονεύματα
περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» (1858) και στους «Βίους Πελοποννησίων ανδρών…» (1868) τέσσερις αναφορές του ίδιου
όρου. Αντιθέτως ο ανεψιός του Νικήτας
Σταματελόπουλος (Νικηταράς ) στα σύντομα «Απομνημονεύματά» του δεν
αναφέρεται καθόλου στον όρο.
- Ο Μιχαήλ
Οικονόμου, γραμματέας του Κολοκοτρώνη στα «Ιστορικά της Ελληνικής
Παλιγγενεσίας» (1873), ένα δίτομο έργο που κινείται μεταξύ
ιστοριογραφίας και απομνημονευμάτων, κάνει 15 συνολικά αναφορές. Στο κεφάλαιο «Μακεδονία», σημειώνει μεταξύ των άλλων
για τις εξεγέρσεις στη Χαλκιδική και
στη Νάουσα ότι «της Επαναστάσεως μετέσχε
κατά τα μέσα Μαΐου 1821 και η Μακεδονία
και η μεν της Κασσάνδρας
επανάστασις διήρκεσε μέχρι τέλους Οκτωβρίου, του δε Αγίου Όρους μέχρι
τέλους Δεκεμβρίου, αλλά μετά πολλάς γενναίας μάχας πολλά και πράξαντες, και
παθόντες, οι γενναίοι Μακεδόνες, και
ούτοι απέτυχον».
- Ο Φιλαίος Θεόδωρος
Ρηγόπουλος, τελευταίος βαφτισιμιός του Θ. Κολοκοτρώνη, ανώτερος δικαστικός
αργότερα και γραμματέας των Κολοκοτρωναίων (αρχικά του Πάνου και μετά τον θάνατό
του του Θεόδωρου), αλλά και του Νικηταρά στα «Απομνημονεύματα από
των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881» κάνει αντίστοιχες και
αρκετά ενδιαφέρουσες αναφορές στη Μακεδονία, αλλά καμιά για την Χαλκιδική.
- Ο ιερέας Αμβρόσιος
Φραντζής, που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, στην «Επιτομή της Ιστορίας της
Αναγεννηθείσης Ελλάδος» (1839) κάνει έξι αναφορές στους όρους Μακεδονία
και Μακεδόνας, με ιδιαίτερα σημαντική αυτή
της σ. 224 του Γ΄ τόμου, που μνημονεύει την
επανάσταση της Χαλκιδικής.
- Ο Παλαιών
Πατρών Γερμανός στην αρχή του έργου του
«Υπομνήματα» (σ.σ. πρόκειται για τα απομνημονεύματά του που εκδόθηκαν το 1837)
αναφέρει στη σ. 76: «Τοιούτοι Καπιταναίοι
περιεφέροντο και εις τα μέρη της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Βοιωτίας, της
Θεσσαλίας και Μακεδονίας, οίτινες πολλάκις κατά καιρούς έδειξαν αξιέπαινον
ανδρείαν εναντίον των καταδιωκόντων αυτούς Οθωμανών». Στις σελίδες 79, 80,
152 και 161 κάνει αντίστοιχες αναφορές στις οποίες η Μακεδονία τοποθετείται
επίσης μέσα στις περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού, όπου δρούσαν Έλληνες
αρματολοί και κλέφτες.
- Ο Κανέλλος
Δεληγιάννης, από τις ηγετικές μορφές του Αγώνα στην Πελοπόννησο στο τρίτομο
έργο του «Απομνημονεύματα» κάνει ανάλογες αναφορές. Οι τρεις πρώτες
σχετίζονται με τη Φιλική Εταιρία και την προσπάθειά της να οργανώσει τον Αγώνα
στην Πελοπόννησο. Στον Α’ τόμο, σ. 95, αναφέρεται στα σχέδια του Α. Υψηλάντη,
όπως του τα μετέφερε ο Παπαρρηγόπουλος : «
…έκρινε καταλληλότερον αυτόν τον καιρόν…να κινήση αυτός την επανάστασιν εις την
Μολδαυΐαν…και συγχρόνως του είπε να κινήσωμεν και ημείς την Επανάστασιν… Και αν
εγώ, τον λέγει, επιτύχω , το ερχόμενον έαρ θέλω εκστρατεύσει …να διασχίσω την
Σερβίαν ή την Βουλγαρίαν, να φθάσω εις την Μακεδονίαν, και υμείς δια της
Ηπείρου , να κατακτήσωμεν την Θεσσαλίαν και όλην την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν…»
. Στη σελίδα 110 μεταφέρει τα λόγια του Παπαφλέσσα στη συνάντηση των ηγετών της
Πελοποννήσου στη μονή Ταξιαρχών τον Ιανουάριο του 1821: «…να έλθη το έαρ , να φθάση και ο Υψηλάντης διά της Βουλγαρίας εις
Μακεδονίαν με πολλά στρατεύματα θα αναγκασθή η Ρωσία να κηρύξη τον πόλεμον της
Τουρκίας». Στην τρίτη αναφορά του στη σελίδα 128 μιλά κι αυτός για τη
σύλληψη του Υπάτρου « εις την Μακεδονίαν,
εις την Νιάουσταν».
Οι απόψεις
του, ωστόσο, θεωρούνται αμφιλεγόμενες, κυρίως γιατί δικαιολογεί τον κοτζαμπάση
πατέρα του για την διαλλακτική στάση του έναντι των Τούρκων, θεωρώντας ότι έτσι
διατηρούσε την ειρήνη στον Μοριά και προστάτευε τον ελληνικό πληθυσμό. Μια
στάση που ατυχώς ξαναεμφανίστηκε και στην πιο πρόσφατη ιστορία μας…
Πέρα όμως απ’ αυτό, μέσα στα κείμενα του Κανέλλου
Δεληγιάννη, είναι εμφανής η επιθετική κριτική του σε γνωστούς αγωνιστές της
επανάστασης και κυρίως στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Οι Στερεοελλαδίτες Αγωνιστές-συγγραφείς παρόλο που συγκριτικά
μ’ αυτούς της Πελοποννήσου κάνουν λιγότερες αναφορές του όρου Μακεδονία και των
παρεπόμενων, είναι σαφέστεροι ως προς τον προσδιορισμό της, ότι πρόκειται δηλαδή
για περιοχή ελληνική, της οποίας οι Έλληνες κάτοικοι αγωνίστηκαν ταυτόχρονα με
αυτούς για την ελευθερία της πατρίδας τους:
Ο στρατηγός Ιωάννης
Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του, έργο θεωρούμενο
ως μεγάλης ιστορικής αλλά και λογοτεχνικής αξίας, πρωτοαναφέρει τους όρους που
σχετίζονται με την Μακεδονία, πολύ μετά τη μέση του έργου του. Συγκεκριμένα
στις σελίδες 316-328 αναφέρεται τρεις
φορές στη Μακεδονία, τέσσερις στη Θεσσαλομακεδονία και μία φορά στον όρο
Μακεδόνας.
Ο Σπυρίδων
Τρικούπης, Μεσολογγίτης, που μετείχε από το 1824 στην πολιτική ζωή της Ελλάδας,
στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Α΄ έκδ. 1853-7 ) κάνει πολλές αναφορές στη Μακεδονία. Είναι
ιδιαίτερα σημαντική, από πολλές σκοπιές, η περιγραφή των γεγονότων της
Μακεδονίας, σ’ ένα ιστορικό έργο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η
αναφορά του στους Έλληνες από τη Μακεδονία, που συνέχισαν να πολεμούν από το
1822 και μετά στη νότια Ελλάδα.
Ο Δημήτριος
Αινιάν, ο αγωνιστής, ανώτατος δικαστικός και πολιτικός από τη Φθιώτιδα, στα
«Απομνημονεύματα
περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» κάνει στη σ. 65 μία και μοναδική
αναφορά στον όρο Μακεδονία, ως «Θετταλομακεδονοθρακικόν
σώμα υπό την οδηγία του Περραιβού και Στέφου» κατά τις μάχες στο Χαϊδάρι.
Ο Κ.
Μαργαρίτης στα «Σύντομα τινά Απομνημονεύματα της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος»,
έκδ. 1853, κάνει λίγες αναφορές στους προαναφερθέντες όρους. Στη μία μνημονεύει «τον εν Ναούση της Μακεδονίας προύχοντα Ζαφειράκην» (σ. 20) και
στην άλλη τον Εμμανουήλ Παπά «εκ Σερρών της Μακεδονίας» και τον αγώνα
που οργάνωσε στη Χαλκιδική (σ. 33), επισημαίνοντας
στη σ. 75 πως «η επανάστασις αυτών των μερών μεγάλως ωφέλησεν την Πελοπόννησον και
την λοιπήν Ελλάδα, διότι πληθύς εχθρών από τα παράλια του Δουνάβεως και από
διάφορα μέρη της Μακεδονίας κατ’ επιταγήν του Σουλτάνου εξεστράτευσε δι’
εκεί…».
Ο Αριστείδης
Χρυσοβέργης , παρά το γεγονός ότι τυπώνει, το 1853, το έργο του « Η Ελληνική Επανάστασις» στην
Ερμούπολη, στο τυπογραφείο του …«Γεωργίου Μελισταγούς Μακεδόνος» κάνει λίγες αναφορές στους παραπάνω όρους.
Ο Γεώργιος
Θεόφιλος, σύγχρονος του απελεθερωτικού αγώνα του 1821 στο έργο του «Επίτομος
Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» κάνει μία και μοναδική αναφορά στον
όρο Μακεδονία.
Τώρα σε συσχετισμό και μετά τα όσα ανάφερα
παραπάνω για τους Μωραΐτες και Ρουμελιώτες συγγραφείς, τους σύγχρονους με τα
γεγονότα, ας έρθουμε στα «καθ’ ημάς». Ας ψάξουμε, με αφορμή την έρευνα του
Χρήστου Καραστέργιου, πόσες αυθεντικές -έστω και ελεγχόμενες- μαρτυρίες των
αντίστοιχων γεγονότων της Χαλκιδικής αναδείξαμε εμείς ως Χαλκιδικιώτες. Φοβάμαι
πολύ λίγες και σε κάθε περίπτωση χωρίς την δέουσα ανάδειξη και προβολή τους…
Αν αφαιρέσει κανείς τις μεμονωμένες δημοσιεύσεις στις
τακτικές και πολύτιμες εκδόσεις των «Χρονικών της Χαλκιδικής» και των «Μακεδονικών
χρονικών», ελάχιστα ιστορικά κείμενα Μακεδόνων αγωνιστών είδαν το φως
της δημοσιότητας, όπως για παράδειγμα συνέβη με το συγγραφικό έργο του Μακεδόνα
Νικόλαου Κασομούλη. Άλλες μαρτυρίες συμμετασχόντων στον αγώνα, όπως αυτής του
Χαλκιδικιώτη γερου Αργυρού, παρέμειναν άγνωστες ή και υποβαθμίστηκαν, έστω και
σαν υπό έλεγχο μαρτυρίες.
Έχουμε λοιπόν ιερή υποχρέωση να ερευνήσουμε
αξιόπιστα τα κοσμογονικά γεγονότα, που οδήγησαν στην ισοπέδωση όλων των
οικισμών της Χαλκιδικής, στην αναγκαστική προσφυγιά και σε ό, τι άλλο αυτά
επέφεραν..
Με αυτή την
έννοια δεν κατανοώ πως ούτε ένας φορέας της Χαλκιδικής δεν ανέλαβε την έκδοση
και προβολή των όσων αναφέρει για τις επαναστατικές κινητοποιήσεις και τα
γεγονότα της Χαλκιδικής ο διάσημος Άγγλος ιστορικός Γεώργιος Φίνλεϋ στην «Ιστορία
της Ελληνικής επαναστάσεως». Όσο κι αν από ορισμένους χαρακτηρίστηκε
ακόμη και …μισέλλην (!), υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων κατά τη διάρκεια
του αγώνα και μετέπειτα στα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, ως
ανταποκριτής των «Τάϊμς», της μεγαλύτερης και αρχαιότερης αγγλικής εφημερίδας.
Συνεργάστηκε μάλιστα για την επιλογή και καθιέρωση του τύπου των ελληνικών
γραμμάτων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, με τον λόγιο και πολιτειακό παράγοντα
Γεώργιο Χρυσήδη. Ο τελευταίος γόνος ιστορικής οικογένειας του Πολυγύρου εγκαταστάθηκε
αρχικά στη Χίο, μετά στην Ύδρα και στο Ναύπλιο και στο τέλος στην Αθήνα, όπου
και πέθανε.
Ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει ο συσχετισμός των
κειμένων του Φίνλεϋ με πολλά από όσα έγραψε ο Φιλήμων για την ελληνική
επανάσταση.
Ο Γεώργιος Φίνλεϋ κυκλοφόρησε την ιστορία του σε
εβδομαδιαία τεύχη 48 σελίδων. Τα όσα σημειώνει στη σελίδα 283 είναι
χαρακτηριστικά για τον τόπο μας: «Σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν υπήρχε
μεγαλύτερη ευχέρεια για την έναρξη της επαναστάσεως και για την υπεράσπιση της
εθνικής ανεξαρτησίας από τη χερσόνησο που βρισκότανε στα ανατολικά του κόλπου
της Θεσσαλονίκης και που οι αρχαίοι την ονομάζανε Χαλκιδική. Ο πληθυσμός είτανε
σχεδόν ολόκληρος ελληνικός και τα χωριά λόγω των παλαιών προνομίων τους είχανε
τον τίτλο Ελευθεροχώρια». Και παρακάτω σε αναφορά του στον Νίσβορο
(Ίσβορο, σημερινή Στρατονίκη) γράφει: «είτανε η έδρα της τοπικής αυτοδιοικήσεως
και η διαμονή Τούρκου μπέη που κατοικούσε στη μωαμεθανική συνοικία με μια
φρουρά εικοσιπέντε ανδρών. Η μωαμεθανική συνοικία βρισκόταν περίπου σε μισό
μίλι απόσταση από το κυρίως χωριό, που κατείχαν οι χριστιανοί και όπου γινόταν
οι συγκεντρώσεις των Ελλήνων αρχόντων της περιοχής. Εκεί κατοικούσε και ο
Επίσκοπος Ιερισσού ή όπως συνήθως ονομαζόταν, επίσκοπος του Αγίου Όρους».
Στις σελίδες 287 έως 288 υπάρχει η αναφορά του: «Οι σφαγές των Ελλήνων στη
Χαλκιδική έκαναν μεγάλη αίσθηση και ξεσήκωσαν κύματα διαμαρτυρίας στο
φιλελεύθερο κόσμο της Δύσης».
Κι εδώ θέλω να σημειώσω ότι ερεύνησα επί τόπου σε
μεγάλα ιστορικά αρχεία και βιβλιοθήκες των ΗΠΑ τα όσα έγραψαν για τα γεγονότα της
Χαλκιδικής του 1821 ορισμένες Αμερικανικές εφημερίδες εκείνης της εποχής. Ελπίζω σύντομα να τα δημοσιοποιήσω.
Μ’ αυτή την θεώρηση της ιστοριογραφίας η έκδοση
του βιβλίου του Χρήστου Καραστέργιου «Είδαμεν ζωήν ελευθέραν» από το
Πολιτιστικό Σύλλογο της Ιερισσού «Κλειγένης»
και των εκδόσεων «Δια βίου», αποτέλεσε
μια ευχάριστη έκπληξη και έδειξε κι άλλους δρόμους που οδηγούν σε περισσότερο
γόνιμους εορτασμούς. Πιστεύω ότι αποδείχθηκε μια καλά στοχευμένη, προς αυτή την
κατεύθυνση επιλογή κι αν μη τι άλλο ενθαρύνει τους νεώτερους -και όχι μόνο αυτούς που σπούδασαν πάνω στο
αντικείμενο- να ασχοληθούν με την ιστορική έρευνα και την συγγραφή ιστορικών
πονημάτων για τον τόπο τους. Η συμβολή τους στον τόπο θα είναι πολύ
ουσιαστικότερη και το πνεύμα εκείνων των καιρών θα προσεγγίζεται περισσότερο
πιστά, όπως άλλωστε συμβαίνει και με πολλά άλλα είδη Τέχνης και Λόγου, όπως για
παράδειγμα τα θεατρικά δρώμενα.
Ο Χρήστος Καραστέργιος στο βιβλίο του αναζήτησε
γραπτές μαρτυρίες, ερεύνησε δυσεύρετα αρχεία, επιβεβαίωσε και έλεγξε την
αλήθεια προφορικών μαρτυριών, παραδόσεων και μύθων. Με την συγγραφή της ενδιαφέρουσας
ιστορικής έρευνάς του έδειξε στους συμπατριώτες του ένα άλλο δρόμο προσέγγισης
των γεγονότων, ώστε αυτά να μπορούν να ερμηνευτούν σωστά και να γίνει στους νεώτερους
κατανοητό το πνεύμα των ιστορικών φαινομένων
του παρελθόντος, ιδιαίτερα των δύο τελευταίων αιώνων.
Μόνο έτσι οι ηρωικές πράξεις και τα κατορθώματα
των προγόνων θα τους αγγίξουν και θα αποκτήσουν νόημα, θα λειτουργήσουν δηλαδή ως
παραδείγματα στις δικές τους επιλογές ζωής, όταν παραλληλισθούν και
συσχετιστούν με τα σημερινό γίγνεσθαι, όταν η «ζώσα» ιστορία μπει ουσιαστικά
στην εκπαίδευση και οι νεώτεροι μάθουν τις αλήθειες του παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου