Τα τιμαλφή όχι της καθημερινότητας, αλλά της. . Νύχτας
του Βαγγέλη Μαυροδή
Τώρα,
θα απορήσουν πολλοί, και με το δίκιο τους, και μπορεί να αναρωτηθούν τι είναι
αυτά που φαίνονται στη φωτογραφία, αλλά όσοι μένουν με την απορία θα είναι
σίγουρα κάτω από τα 50, γιατί το . .
.επίκαιρο αντικείμενο του θέματος, αυτή η «Γκαζόλαμπα» μάλλον τούς είναι
άγνωστη, εκτός κι’ αν την είδαν κρεμασμένη παράμερα σε κάποιο καρφί στο πατρικό
τους σπίτι και στην ερώτησή «τι το θέλουμε αυτό;» πήραν την απάντηση, ότι «άφκη
του, bουρεί να χρειαστεί άμα κουπεί του
ρεύμα. . .» και εκεί έμεινε η απορία τους.
Και για τους μη γνωρίζοντες λοιπόν αυτά τα
παράξενα τιμαλφή, (αντικείμενα να τα
πω;) είναι τρεις . . .συνταξιούχες πλέον Γκαζόλαμπες, από εκείνες
τις πάλαι ποτέ γνωστές και απαραίτητης
σε κάθε σπίτι.
Τις
βλέπω έτσι, καί θλιμμένες καί απορημένες τις τρεις λάμπες, τις βλέπω να
έχουν εκείνο το ύφος των υπέργηρων
συνταξιούχων , εκείνο το ύφος της παραίτησης που παίρνουν αυτοί μπροστά στο
φακό τού φωτογράφου, όταν χρειαστεί στα γεράματα να ξαναβγάλουν ταυτότητα γιατί
έχασαν την παλιά. . . «κι πού τ’ ν έβαλα
σάματι θμούμι;. . .» και οι γύρω ξέρουν
τι σκέφτονται οι γέροι, το καταλαβαίνουν από το βλέμμα και το παρατημένο ύφος.
. . που λέει άφωνα . . . «τί να την κάνω την ταυτότητα τώρα . .
. .για πότε; . . .»
Έτσι
από το ράφι του παλαιοπωλείου οι τρεις Γκαζόλαμπες μάς κοιτάζουν με απορία,
αναπολώντας σίγουρα (ιδίως
η μεσαία που ήταν του «Σαλονιού»), αναπολώντας τα μεγαλεία και τις στιγμές που έζησαν πριν να τις παραμερίσει
η πρόοδος, τότε που ήταν απαραίτητες σε γλέντια και ξενύχτια σε αρραβώνες
και γάμους σε προξενειά και νυχτέρια, και σε στιγμές
μεγαλείου που έζησαν ως μάρτυρες με υψωμένη τη φλόγα στα νυχτερινά γενητούρια
και στο «αφαλόκομμα» και με χαμηλωμένη τη φλόγα και ακόμα και . . .σβηστές . .,
στην πρώτη και σε πολλές επόμενες νύχτες στα νιόπαντρα ζευγάρια . . . . και τώρα;…
Περιμένουν
τον αγοραστή, να τις κρεμάσει κάπου, ως είδος διακοσμητικό χωρίς καμιά άλλη
χρησιμότητα, να μένουν εκεί και να θυμούνται . . . .
Προσωπικά
δε θυμάμαι τα . . . .φωτιστικά που χρησιμοποιήθηκαν πριν από την Γλαζόλαμπα ( κεριά και λαδοκάντηλα και πιο
παλιά δαδιά και άλλα), και γιατί από
τότε που γνώρισα τον εαυτό μου, αυτήν είδα στο σπίτι μας, αυτήν την Γκαζόλαμπα
και μάλιστα από τις τρεις που φαίνονται στη σειρά, στο σπίτι είχαμε μία
σαν αυτή τη γυάλυνη που φαίνεται πρώτη,
αυτή που είναι μεγαλύτερη από τις άλλες δυο.
Η
άλλη η μεσαία στη σειρά η μεταλλική, δεν
πολυφάνηκε στα μέρια μας, ίσως γιατί ναι μεν ήταν πιο γερή και δεν εσπαζε, ήταν
όμως και ακριβότερη.
Η Γκαζόλμπα ήταν η μόνη πηγή φωτός κατά τη
νύχτα στα χωριά, και μ’ αυτήν φέγγομάσταν τη νύχτα, μ’ αυτήν διαβάζαμε και συντροφιά
μ’ αυτήν με κατεβασμένο το φυτίλι και τη φλόγα
«ταπεινωμένη», έπλεκε η Μάνα για
όλους από κάλτσες μέχρι πουλόβερ και άλλα, καθισμένη κοντά στο τζάκι όταν εμείς
κοιμόμασταν νωρίς νωρίς, αφού δεν αντέχαμε μια και ξυπνούσαμε αξημέρωτα . . . .
Η
Γκαζόλαμπα μάς συντρόφεψε χρόνια και χρόνια, αφού ήταν η μοναδική πηγή
φωτισμού, και μ’ αυτήν διαβάσαμε τις νύχτες, γράψαμε τα μαθήματά μας, κι’ αυτή
την Γκαζόλαμπα βρίσκαμε να μας περιμένει χαμηλωμένη στο τραπέζι δίπλα στο
σκεπασμένο πιάτο με το φαγητό, όταν αρχίσαμε να «αργούμε» τα βράδια λόγω
ηλικίας, τότε που μας επιτρέπονταν να «αργούμε» τότε που στη σιγανή γκρίνια του
πατέρα, άκουγες τη Μάνα να λέει με κρυφό
καμάρι, «άφκι τουν τράνιψι τώρα. . .»
και την άλλη μέρα οι μικρότεροι στο σπίτι
ρωτούσαν «πού ήσαν ιψιέ;» και μας
κοιτούσαν με θαυμασμό, περιμένοντας τη σειρά τους να . . .μεγαλώσουν. . .να ζήσουν . . .
Νομιζαν.
. . .κι’ αυτοί. . . .
Η
Γκαζόλαμπα λοιπόν, άμα τη μελετήσεις δεν είναι απλό κατασκεύασμα, είναι ένα
τέλειο φωτιστικό σώμα και αρκετά . .
.σύνθετο.
Διαθέτει
το γυάλινο κάτω μέρος το «δοχείο» μέσα στο οποίο μπαίνει το καθαρό πετρέλαιο,
διαθέτει τη «Μηχανή» που βιδώνει πάνω στο «στόμα» του κάτω μέρους-δοχείου, και αυτή η αρκετά σύνθετη «Μηχανή»,
παίρνει μέσα στη σχισμή της το βαμβακερό φυτίλι το οποίο με τη
ροδέλλα-ρεγουλατόρο, το ανεβάζεις και το κατεβάζεις, ανάλογα με το πόσο φωτεινή
θέλεις να είναι η φλόγα.
Δεν
μπορείς βέβαια να σηκώσεις το φυτίλι πολύ και να υπερθερμάνεις με τη φλόγα το
λαμπογιάλι γιατί αυτό το λαμπογυάλι είναι το λεπτό σημείο της Γκαζόλαμπας,
γιατί είναι το μόνο που μπορεί εύκολα
να σπάσει και τρεχα στον μπακάλη να πάρεις άλλο, και όσες φορές έσπασε στο
σπίτι μας πάντα τύχαινε νάναι . .νύχτα και άντε να βρεις. . .Έτσι σε παρόμοιες δύσκολες
περιπτώσεις, καταφεύγαμε στα γκαζοκάντηλα
και αν δεν υπήρχε λόγος σοβαρός
να κυκλοφορήσουμε εντός και ιδίως
«εκτός» σε στάυλους ή προς «ανάγκην» περιοριζόμασταν στη «σκοτίδα» μέχρι να ξημερώσει . . . .
Εκτός
όμως από το κύριο «σώμα» και το λαμπογυάλι, η Γκαζόλαμπα διαθέτει και . . .
κάτοπτρο, ένα σρόγγυλο και γυαλιστερό κομμάτι από λαμαρίνα, στηριγμένο σε ένα
χοντρούτσικο σύρμα περίτεχνα στραβωμένο, το οποίο σύρμα «πιάνει» και συγκρατεί μια λεπτή ταινία μεταλλική κι’ αυτή.
Αυτή
η μεταλλική ταινία αγκαλιάζει σφιχτά από τη μέση την Γκαζόλαμπα, και την αγκαλιάζει
«ερωτικά» θα έλεγα, και το σύρμα που τη συγκρατεί είναι κατάλληλα γυρισμένο στο
πάνω μέρος έτσι, που η λάμπα να μπορεί να κρεμαστεί με ασφάλεια σε κάποιο καρφί
στον τοίχο.
Και
αν παρατηρήσετε τη φωτογραφία,αυτό το
σύρμα και το κάτοπτρο, φαίνονται καθαρά στις δύο ακριανές γυάλινες λάμπες.
Η
μεσαία Γκαζόλαμπα η μεταλλική,δεν διαθέτει κάτοπτρο, ούτε κρεμιέται στον τοίχο,
αλλά αυτή ήταν κάποτε πιο . . .επίσημη,
ήταν ας πούμε του . . .σαλονιού και την είχαν στα σπίτια τους οι κάποιοι.
. . .!!!
Πάντως
στο σπίτι θα έπρεπε να είχαμε λαμπογυάλι ανταλλακτικό για την μας περίπτωση που
θα έσπαζε αυτό της λάμπας, αλλά κανείς ποτέ στη γειτονιά μας τουλάχιστον εκεί στ層Καραούλι» δεν είχε φροντίσει να έχει . . .
Βέβαια
η εναλλακτική λύση ήταν η δεύτερη Γκαζόλαμπα που πάντα υπήρχε στα περισσότερα
σπίτια, αλλά το λαμπογιάλι, πάντα ήταν το κατεξοχήν αντικείμενο που το
χειρίζονταν και το καθάριζε η Μάνα με πολλή προσοχή. Στην Γκαζόλαμπα συνέβαιναν
και «ατυχήματα» από το σπάσιμο και την ολική απώλεια, μέχρι το ξεκόλημμα της
«μηχανής».
Και
όσο για το σπάσιμο δεν υπήρχε «θεραπεία» αλλά για το ξεκόλημα της μηχανής η
πενία βρήκε διάφορες τέχνες-τρόπους να μπαλώσει τη ζημιά.
Έτσι,
αν θυμάμαι καλά, για να ξανακολλήσει η Μηχανή, έκαιγαν στίψη (ή ζάχαρη;) και κολλούσαν τη
μηχανή, μέχρι να ξαναξεκολλήσει και άντε πάλι απ’ την αρχή.
Εκτός
όμως από το ξεκόλλημα της «Μηχανής» (και αν κάνω λάθος στο συγκολλητικό υλικό
ας με διορθώσει κάποιος), η βλάβη η οποία θεωρούνταν σοβαρή, ήταν αυτή που
παρουσίαζε η Μηχανή να σηκώσει ή να κατεβάσει το φυτίλι και εκεί ήταν που
έπρεπε να αντικατασταθεί αυτή η «Μηχανή» γιατί δεν υπήρχε γιατριά.
Βέβαια
για να λειτουργήσει η Γκαζόλαμπα και να αποδώσει τη μέγιστη «φωτοδοτική» της δυνατότητα, έπρεπε το λαμπογυάλι να είναι καθαρό,
και κάθε μέρα η μάνα το έπλενε με σαπουνάδα, και όταν δεν ήταν πολύ μουτζουρωμένο, το
καθάριζε με ένα πανί που έβαζε μέσα, και
το κλωθογύριζε με το αδράχτι μέχρι να γίνει λαμπίκος.
Υπήρχε
όμως και ένα μοναδικό « μέτρο ασφαλείας» θα το έλεγα για το λαμπογιάλι, και δεν
ήταν τίποτα άλλο, από ένα πιαστράκι που το έβαζε η Μάνα στην πάνω μεριά του λαμπόγυαλου, ένα
πιαστράκι απ’ αυτά που συγκρατούν οι γυναίκες τα μαλιά τους, και τόβαζε , για να εμποδίσει την ξαφνική υπερθέρμανση
και να αποφύγει το μοιραίο σπάσιμο . . Πάντως από ότι θυμάμαι, τα λαμπογυάλια
έσπαζαν ξαφνικά και μάλλον «χωριζε» το επάνω μέρος τους το στενό, έτσι που
κόνταιναν σε ύψος και αφού χάνονταν η ισορροπία της «απαγωγής» των καυσαερίων η λάμπα «κάπνιζε» και το
υπόλοιπο του λαμπογυαλιού μαύριζε ολόκληρο, οπότε, ούτε έφεγγε και το περέλαιο
καίγονται τζάμπα. . και έτσι, «τρέχα στον μπάρμπ’ Αριστείδη να πάρεις άλλο. . .
.»
Αυτά
τα λαμπογιάλια ήταν γνωστά με νούμερα και εμείς για τη λάμπα μας παίρναμε το Νο 9. . .
Έτσι
συνεπής με τα παλιά και τα παλιότερα,
εδώ που είμαι, πήγα και βρήκα, βρήκα και αγόρασα μια Γκαζόλαμπα με λαμπογυάλι νούμερο εννιά, τη γέμισα καθαρό
πετρέλαιο και την έχω κρεμασμένη στο κατώι για τις . . .διακοπές
του ρεύματος, και σας βεβαιώ ότι αρκετές
φορές χρειάστηκε, αλλά οι νεότεροι που αγνοούν τη μυρωδιά της Λάμπας, διαμαρτυρήθηκαν,και με το
δίκιο τους αφού τέτοια πράγματα δεν τα γνώρισαν . . .
Και
βέβαια εκεί που την έχω κρεμασμένη τη Λάμπα, θυμήθηκα αυτό που έβλεπα παλιά,
και πάνω στο λαμπογυάλι έβαλα ένα χωνάκι χάρτινο, για να μην σκονιζεται και
νάναι πάντα έτοιμο για . . .όποτε. . .
Δεν
είναι γνωστή η Γκαζόλαμπα στους νεότερους, αλλά αυτή η ταπεινή λάμπα, σημάδεψε
μια εποχή, αφού δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να «φεχτείς» να κάνεις τις δουλειές
στο σπίτι τη νύχτα, να σε συντροφέψει
στα ξενύχτια και στα νυχτέρια.
Δεν
υπήρχε άλλος τρόπος να γράψεις και να
διαβάσεις, ακόμα και να «δεις» το
θερμόμετρο τη νύχτα.
Και
από όσο θυμάμαι, και στο Δημοτικό και παραπέρα, με την Γκαζόλαμπα διάβασα, και
μ’ αυτήν έγραψα, μέχρι που πριν από 60 ακριβώς χρόνια, ήρθε το ρεύμα στο χωριό
και οι λάμπες κρεμάστηκαν στο καρφί δια βίου. .
..
Και
από την εποχή που είχα αρχίσει να μεγαλώνω και να «αργώ» να γυρίσω στο σπίτι τα
βράδυα, θα μού μείνει για πάντα η εικόνα της Μάνας που με περίμενε πλέκοντας δίπλα στην «ταπεινωμένη» (χαμηλωμένη) λάμπα
και χαμογελώντας περήφανη με καλωσόριζε λέγοντας . . . . Καλώς τον. . . .Ήρθες;. . . .
Με τις ευχές μου σε όλους για Καλές Γιορτές
και,
.υπομονή.
. .θα έρθουν και καλύτερες μέρες . . .αλλά
όσο για το πότε θάρθουν. . . .Άγνωστο.
. . .
Βαγγέλης Μαυροδής, Ο Δεκέμβρης 13 και
η Σελήνη . . .12 ημερών . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου