Στο ιστολόγιο συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη λέξη της χρονιάς, υπάρχει όμως ένας νεολογισμός που θα έπαιρνε αρκετές ψήφους αν είχε μπει στο ψηφοδέλτιο, αλλά δεν μπήκε για τον απλούστατο λόγο ότι είδε το φως της δημοσιότητας πολύ πρόσφατα, ενώ είχε ήδη αρχίσει η ψηφοφορία. Θα καταλάβατε βέβαια ότι εννοώ τη λέξη εκτσογλανισμός, που λανσάρισε πριν από μερικές μέρες ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος (οΘντκ) της (οΘντκ) κυβέρνησης της χώρας και η οποία, όπως ήταν ίσως φυσικό, έχει προκαλέσει πολλά σχόλια.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βενιζέλος είπε, μιλώντας ενώπιον της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Κόμματός του και αναφερόμενος, σε τι άλλο, στον ΣΥΡΙΖΑ: Καλλιεργούν το υπόστρωμα του εκχυδαϊσμού και του εκφασισμού της κοινωνίας. Για την ακρίβεια, θα μου επιτρέψετε να πω μια λέξη και ζητάω συγνώμη από εσάς και τους ακροατές μας, του εκτσογλανισμού της ελληνικής κοινωνίας. Του εκτσογλανισμού.
Βέβαια, ο κ. Βενιζέλος τα είπε αυτά ενώ ίσως για πρώτη φορά αισθανόταν τόσο απειλητικούς (αν και ακόμα υπόκωφους) τριγμούς στην καρέκλα του, καθώς η δυσαρέσκεια στελεχών του κόμματός του προς το πρόσωπό του συνεχώς εντείνεται -δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι στην επιστολή των επτά μελών της ΚΠΕ που ζητούσαν “απεμπλοκή από τη συγκυβέρνηση”, οπότε η επίθεση στον ξορκισμένο ΣΥΡΙΖΑ ήταν επιβεβλημένη για λόγους εσωτερικής συσπείρωσης, ακόμα καλύτερα μ’ ένα ρητορικό πυροτέχνημα που θα τραβούσε την προσοχή από τις φωνές αμφισβήτησης. Αυτά τα πολιτικά τεχνάσματα είναι στοιχειώδη, πασίγνωστα και διάφανα.
Όμως εδώ δεν πολιτικολογούμε και τόσο, οπότε δεν θα σχολιάσω περισσότερο τα αδιέξοδα του κ. Βενιζέλου -αλλά ευχαρίστως να ακούσω τα σχόλιά σας, όπως και τις τυχόν διαφωνίες σας· εδώ κυρίως λεξιλογούμε, οπότε θα ασχοληθώ σήμερα με τον βενιζέλειο νεολογισμό, χαρίζοντάς του τα 15 λεπτά δημοσιότητας που δικαιούται πριν χαθεί, όπως είναι η μοίρα των πυροτεχνημάτων.
Τον χαρακτήρισα νεολογισμό, παρόλο που δεν μπορώ να βεβαιώσω ότι ο κ. Βενιζέλος είναι ο πρώτος εκστομίσας. Ομολογώ ότι δεν είχα κάνει ενδελεχή έρευνα στα σώματα κειμένων πριν ειπωθεί από τον κ. Βενιζέλο, και βέβαια τώρα δεν είναι δυνατόν να γίνει αναζήτηση αφού το γκουγκλ έχει πλημμυρίσει με τις πρόσφατες ανευρέσεις. Πάντως, κι αν ακόμα κάποιοι το είχαν πει πριν από τον κ. αντιπρόεδρο, εκείνος σίγουρα πιστώνεται με τη δημοσιοποίηση του νεολογισμού.
Ο εκτσογλανισμός χαρακτηρίστηκε γλωσσικό έκτρωμα, διότι συνειδητά συνδυάζει μια λόγια πρόθεση (εκ-) και έναν λόγιο τρόπο παραγωγής λέξεων (εκ+χ+-ισμός) με μια επιδεικτικά λαϊκή λέξη, σχεδόν χυδαία, και επιπλέον δάνεια. Από την άποψη αυτή βέβαια ο κ. Βενιζέλος δεν πρωτοτυπεί -πριν από αρκετά χρόνια, όταν ιδρυόταν το Δίκτυο 21, που είχε στην ηγεσία του τον τωρινό συνοδοιπόρο του κ. Βενιζέλου, τον Χρ. Λαζαρίδη, ο γνωστός συντηρητικός λόγιος Σ. Καργάκος είχε θεωρήσει το Δίκτυο ασπίδα στην… εκπούστευση της κοινωνίας. Τέτοια υβρίδια πάντως, αν και δεν απορρίπτονται εξορισμού, σπάνια ευδοκιμούν. Δεν παραβιάζουν κάποιον νόμο της γλώσσας, αλλά ξενίζουν τους περισσότερους φυσικούς ομιλητές της, και νομίζω ότι δικαίως τους ξενίζουν.
Ο εκτσογλανισμός είναι διπλό υβρίδιο, ή πιο σωστά υβρίδιο από δύο απόψεις: από τη μια, υβρίδιο λόγιου σχηματισμού με λαϊκό τύπο και από την άλλη υβρίδιο δάνειας λέξης με εγχώριο πρόθημα και επίθημα. Όπως έχω γράψει με άλλη ευκαιρία, η νεοελληνική γλώσσα έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα που είχε στη βυζαντινή εποχή να δανείζεται με λόγιο δανεισμό λέξεις από το λατινικό λεξιλογικό ταμείο, κι έτσι οι δάνειες λέξεις, ακόμα και λόγιες (ή, τέλος πάντων, όχι λαϊκές) συχνά δυσκολεύονται να σχηματίσουν παράγωγα και σύνθετα -ας πούμε, από την κουλτούρα δεν μπορούμε να παράξουμε (σικ, ρε) τη χρησιμότατη λέξη *κουλτουρικός. Σε κάποιες δάνειες λέξεις, κυρίως του πολιτικού λεξιλογίου, η δυσκολία αυτή έχει ξεπεραστεί, ας πούμε λέμε φασισμός, φασίστας, φασιστικός, εκφασισμός.
Όμως ο εκτσογλανισμός δεν ξενίζει μόνο επειδή ο πυρήνας του είναι μια δάνεια λέξη, αλλά έχει και την άλλη δυσκολία, του αρμονικού συνδυασμού λόγιου επιθήματος και προθήματος με επιδεικτικά λαϊκό πυρήνα, δυσκολία που νομίζω ότι βαραίνει εξίσου, ίσως και περισσότερο. Για να το δούμε αυτό, αφού προκαταβολικά ζητήσω συγνώμη από τους αναγνώστες, ας πάρουμε μιαν άλλη επιδεικτικά λαϊκή, χυδαία λέξη, αλλά ακραιφνώς ελληνική, τη λέξη “σκατά”. Πιο ελληνική δεν γίνεται, το σκωρ (προσοχή, με ωμέγα), γενική “του σκατός”, είναι λέξη καταγραμμένη από την κλασική αρχαιότητα (την ιστορία της λέξης θα τη γράψουμε κάποτε). Κι όμως, ενώ η λέξη “σκατά” παράγει πολύ εύκολα λαϊκά σύνθετα και παράγωγα, λόγιο παράγωγο δεν μπορεί να παράξει (ρεσίκ), εκτός αν το έχει ήδη παράξει στην αρχαιότητα (αλλά και πάλι, δεν λέμε “σκατοφάγος”, που είναι αρχαίο, αλλά “κοπροφάγος”). Κατά τα άλλα, και συγνώμη για τη δυσοσμία, ενώ έχουμε, ας πούμε, “ξεσκάτωμα”, δεν έχουμε λόγια σύνθετα, ας πούμε δεν έχουμε “αποσκάτωση”: ένα τέτοιο υβρίδιο θα ακουγόταν κωμικό, σαν τα κωμικά υβρίδια που έβαζε η Άννα Χατζησοφιά να λέει ο βυζαντινολόγος Κωνσταντίνος Κατακουζηνός (ο Χάρης Ρώμας) στην παλιά αγαπημένη σειρά Κωνσταντίνου και Ελένης. Και ο εκτσογλανισμός εξίσου κωμικά ακούγεται -αλλά το δυστύχημα για τον κ. Βενιζέλο είναι πως το είπε στα σοβαρά.
Προσέξτε πάντως ότι δεν είναι όλα τα λόγια ή ημιλόγια προθήματα και επιθήματα εξίσου αλλεργικά στο σχηματισμό παραγώγων με λαϊκό πυρήνα. Στην περίπτωση του εκτσογλανισμού η ζημιά δεν γίνεται από το -ισμός αλλά από το εκ-. Το επίθημα -ισμός είναι πολύ πιο εύπλαστο, φτιάχνει λέξεις και με ξενικό πυρήνα (είδαμε πιο πάνω τον φασισμό, και άλλωστε οι -ισμοί είναι αναρίθμητοι), αλλά και με λαϊκό πυρήνα -ας πούμε, από τη λέξη “κωλόπαιδο” έχουμε τον “κωλοπαιδισμό”, που ξενίζει πολύ λιγότερο, σχεδόν καθόλου. Ένα άλλο εξαιρετικά μαντζόβολο επίθημα είναι η -ποίηση, ένα γλωσσικό πολυεργαλείο που συνδυάζεται με μικρό και μεγάλο, με λόγιο και λαϊκό, με ντόπιο και ξένο, και δίνει από αποαποικιοποίηση μέχρι μπαχαλοποίηση ή κινεζοποίηση, δίνει δηλαδή και λαϊκούς όρους, και λόγιους, και εφήμερους σχηματισμούς, και όρους που θα μείνουν. (Και για να κάνω μια παρένθεση, διαβάζοντας εφημερίδες της δεκαετίας του 1920 βρίσκω πάμπολλους εφήμερους όρους σε -ποίησις, π.χ. “η φαραωποίησις της διακοσμητικής των κέντρων διασκεδάσεως”, “η γενική θαλασσοποίησις στα δρομολόγια των ταξί”, “η μοντεκαρλοποίησις της Ελλάδος”, θέλω να πω δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο, της μεταπολίτευσης, όπως θεωρούν μερικοί). Αν έλεγε για “τσογλανοποίηση” ο κ. Βενιζέλος θα ξένιζε πολύ λιγότερο. Ίσως όμως ήθελε να ξενίσει.
Αλλά προτρέξαμε. Είπαμε τόσα και τόσα για το υβρίδιο και τίποτα ακόμα για τον πυρήνα του, τη λέξη τσογλάνι. Σύμφωνα με το λεξικό, τσογλάνι είναι ο νεαρός κακής διαγωγής, ο αλήτης. Υπάρχει το τσογλανάκι, υποκοριστικό, αλλά και ο τσόγλανος, μεγεθυντικό, ο άνθρωπος πολύ κακής διαγωγής, και ακόμα περισσότερο ο τσογλαναράς. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για μεγαλύτερους σε ηλικία, αλλά πρώτα και κύρια εννοεί νέους κακής διαγωγής -αν θυμηθείτε και την τσογλανοπαρέα στο τραγούδι του Σαββόπουλου, είναι “μια αλλοίθωρη νεολαία”.
Η λέξη τσογλάνι είναι δάνειο από τα τούρκικα, όπου iç oğlanι ήταν ο νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού. Τη δεύτερη λέξη την αναγνωρίζουμε, μας θυμίζει το επίθημα -ογλου που έχουν πολλοί συμπατριώτες μας με μικρασιατική ιδίως καταγωγή, αν βέβαια δεν έπεσαν σε δραστήριο ληξίαρχο ώστε να μετατρέψει τον Χαντούμογλου σε Ευνουχίδη και να δοξαστεί η ετυμολογική διαφάνεια. Κατά λέξη iç oğlanι θα πει “εσωτερικό αγόρι”, ακόλουθος.
Παρακάλεσα τον οθωμανολόγο υπηρεσίας του ιστολογίου να μου πει λίγο περισσότερα και μου είπε τα εξής: Πρόκειται για ονομασία των νεοφερμένων καπού κουλαρί (δούλων της Πύλης), επίλεκτων ακολούθων του σουλτάνου. Μετά τον ντεβσιρμέ (το παιδομάζωμα) τα παιδιά που φαίνονταν πιο πολλά υποσχόμενα στο σώμα και το πνεύμα, ιδιαίτερα στο πνεύμα (η έκφραση είναι των Γκιμπ και Μπόουεν από τους οποίους αντιγράφω), επιλέγονταν ως ιτς ογλάν (iç oğlan), ακόλουθοι, και στέλνονταν για ειδική εκπαίδευση είτε στα παλιά βασιλικά παλάτια της Προύσας και της Αδριανούπολης, είτε στα ειδικά παλατιανά σχολεία στο Γαλατά κλπ. Τελικά γίνονταν δεκτοί στο παλάτι του σουλτάνου, όπου, ανάλογα με την αξία τους, προάγονταν σε διάφορους βαθμούς υπηρετικών θέσεων και οι πιο επιτυχημένοι γίνονταν προσωπικοί ακόλουθοι του σουλτάνου. Στο μεταξύ, εκπαιδεύονταν όχι μόνο ως αυλικοί, αλλά και ως πολιτικοί και στρατιωτικοί διοικητές, εφόσον οι ανώτατες κυβερνητικές θέσεις στελεχώνονταν με την επιλογή των καλύτερων. Μεταξύ άλλων έκαναν μαθήματα για το κοράνι και τη σαρία στα αραβικά και περσικά, μαθήματα τοξοβολίας, σκοποβολής, στρατιωτικής τέχνης, ίππευσης και ακοντισμού, καθώς και μουσικής. Να μη συγχέονται με τα ατζεμί ογλάν, που ήταν εκείνα τα παιδιά που ξέμεναν από την πρώτη επιλογή και προορίζονταν κυρίως για να γίνουν γενίτσαροι.
Και, όπως λέει ο Απ. Βακαλόπουλος σε ένα άρθρο με περισσότερες λεπτομέρειες: Από τους νέους αυτούς [τα ιτς ογλάνια] εκλέγονται οι ανώτεροι αξιωματούχοι του κράτους και της αυλής, οι πασάδες, οι μπέηδες, ο καπιτζή μπασήδες κ.α, προ πάντων οι ακόλουθοι του σουλτάνου. Από τους τελευταίους οι σπουδαιότεροι είναι ο σελικτάρ αγάς (αυτός που κρατά το σπαθί του σουλτάνου), ο τζιοχαντάρ αγάς (τον μανδύα του), ο ρικαμπάρ αγάς (τον αναβολέα του), ο τουλμπεντάρ αγάς (που διευθετεί το τουρμπάνι του) και άλλοι οκτώ ακόμη.
Βλέπουμε δηλαδή ότι τα ιτς ογλάνια ήταν επίλεκτοι αυλικοί, που είχαν λάβει εκλεκτή για τα μέτρα της εποχής μόρφωση και πολλοί από αυτούς είχαν αξιοζήλευτη σταδιοδρομία. Πώς έγινε και ξέπεσε τόσο ο όρος με τη μεταφορά του στα ελληνικά, ώστε να σημαίνει κάποιον ευτελή αλλά και κακής διαγωγής;
Μια πιθανότητα είναι η δείνωση να είχε αρχίσει ήδη από τα τούρκικα, καθώς οι γενίτσαροι, που απορρίπτονταν στη διαλογή, θα φθονούσαν τους παλατιανούς (και θα τους θεωρούσαν λεπτεπίλεπτους, τρυφερά πόδια). Μια άλλη πιθανότητα, ίσως μεγαλύτερη, είναι η δείνωση να έγινε στα ελληνικά, επειδή τα ιτς ογλάνια υπηρετούσαν τον σουλτάνο (μάλιστα ήταν προσωπικοί του ακόλουθοι), και ο υπηρέτης, ακόμα κι όταν είναι υψηλόβαθμος αξιωματούχος, δεν είναι ποτέ πολύ αξιοπρεπής. Μάλιστα, ο Καραϊσκάκης, σε έναν διάλογό του που μάλλον είναι γνήσιος, είχε πει για τον Αλ. Μαυροκορδάτο “το τσογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης”. Κοντά σ’ αυτό, έχουμε και την επιρροή του “τσιμπούκ ογλάν” (που δεν έχει ετυμολογική σχέση με το ιτς ογλάν), του νεαρού που έφερνε και άναβε τα τσιμπούκια των πασάδων (και των καπεταναίων) και που ίσως συντέλεσε στη δείνωση της σημασίας του όρου “τσογλάνι”.
Αλλά ας γυρίσουμε στον κ. Βενιζέλο. Θα μπορούσε, αντί για εκτσογλανισμό να μιλήσει, ας πούμε, για εξαχρείωση ή κάτι ανάλογο. Πιστεύω πως ο λόγος που τον οδήγησε στο άκομψο υβρίδιο είναι πως ήθελε να δώσει (ή: πως υποσυνείδητα δεν μπόρεσε να μη δώσει) τη διάσταση του νέου, και του νεαρού σε ηλικία, που είναι το εμβληματικό χαρακτηριστικό του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Βλέπετε, η λέξη “τσογλάνι” παραπέμπει κατά κύριο λόγο σε νεαρό άτομο και ο κ. Βενιζέλος, σαν γνήσιος εκπρόσωπος του χρεοκοπημένου παρελθόντος, είναι εύλογο να φοβάται όσο τίποτε άλλο το καινούργιο. Αυτό κυρίως τον ενοχλεί και όχι η υπαρκτή ή η υποτιθέμενη αγένεια που χαρακτηρίζει ή ανυπακοή την οποία κηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ -άλλωστε, δεν είναι τούτη εδώ η πρώτη εκδήλωση του μισονεϊσμού (ή της νεοφοβίας, ξέρουμε κι εμείς να νεολογίζουμε) του κ. αντιπροέδρου -θυμηθείτε τα ανόητα αστειάκια για τον πρόεδρο του δεκαπενταμελούς. Οπότε, βλέποντας τον πανδαμάτορα να σε έχει πάρει παραμάζωμα, λογικό είναι να φθονείς το νέο που έρχεται και να μιλάς για τσογλάνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου