Να μια ωραία φράση: «τον προηγούμενο αιώνα μια σειρά από αδιαφανείς αγροτικές πολιτικές προώθησαν τη μαζική επιδότηση των συστατικών των σκουπιδοτροφών και συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του διατροφικού μας συστήματος. Αλλά αυτή η πολιτική μπορεί να αλλάξει». Του Mark Bitman
Μπορεί και θα πρέπει, θα προσθέταμε εμείς. Πρόκειται για μια λίγο-πολύ αδιαμφισβήτητη διαπίστωση. Προέρχεται από μια έκθεση με τίτλο «το βραβείο των 11 τρισεκατομμυρίων: πώς με απλές διατροφικές αλλαγές θα κερδίσουμε λεφτά και ζωές -και πώς να τις πετύχουμε» που συνέταξε η «ένωση επιστημόνων με συνείδηση» (UCS) για να παρουσιαστεί στην «εβδομάδα εθνικήςαγροτικής έκθεσης» που διοργανώνεται φέτος στο νοσοκομείο «όρος Σινά» της Νέας Υόρκης.
11 τρις δολάρια είναι μεγάλο ποσό. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως πέφτει έξω κατά 90% (καθώς είναι δύσκολο πράγμα να κοστολογείς την ανθρώπινη ζωή), ποιος μπορεί να περιφρονήσει 1,000 δις δολάρια; Όπως και να 'ναι, αυτή η εν συντομία παρουσίαση των σύγχρονων ερευνητικών δεδομένων καταλήγει σε ένα συναρπαστικό συμπέρασμα: αρκεί μια ελάχιστη αύξηση στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών για να έχουμε μια μείζονα βελτίωση στην δημόσια υγεία και στο κόστος της, αλλά και στη γεωργία και την οικονομία.
Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν 750 χιλιάδες θάνατοι (το ένα τρίτο του συνόλου) οφείλονται ετησίως σε καρδιαγγειακές παθήσεις που κοστίζουν γύρω στα 94 δις δολάρια. Η έκθεση (αλλά και το βίντεο που ακολουθεί και βασίστηκε σε αυτή) καταλήγει πως αν αυξάναμε την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κατά μια μερίδα ημερησίως (ουσιαστικά αν τρώγαμε ένα μήλο παραπάνω την ημέρα) θα σώνονταν 30 χιλιάδες από τις ζωές αυτές (συνολικής «αξίας», σύμφωνα με την έκθεση, 2.7 τρις δολαρίων). Αν κάθε επιπλέον μερίδα φρούτων και λαχανικών μειώνει τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις κατά 5%, εφόσον καταναλώναμε όλοι τις ενδεδειγμένες ποσότητες φρούτων και λαχανικών. θα σώναμε πάνω από 100 χιλιάδες ζωές και θα εξοικονομούσαμε ετησίως γύρω στα 17 δις δολάρια από τις δαπάνες υγείας (1).
11 τρις δολάρια είναι μεγάλο ποσό. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως πέφτει έξω κατά 90% (καθώς είναι δύσκολο πράγμα να κοστολογείς την ανθρώπινη ζωή), ποιος μπορεί να περιφρονήσει 1,000 δις δολάρια; Όπως και να 'ναι, αυτή η εν συντομία παρουσίαση των σύγχρονων ερευνητικών δεδομένων καταλήγει σε ένα συναρπαστικό συμπέρασμα: αρκεί μια ελάχιστη αύξηση στην κατανάλωση φρούτων και λαχανικών για να έχουμε μια μείζονα βελτίωση στην δημόσια υγεία και στο κόστος της, αλλά και στη γεωργία και την οικονομία.
Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν 750 χιλιάδες θάνατοι (το ένα τρίτο του συνόλου) οφείλονται ετησίως σε καρδιαγγειακές παθήσεις που κοστίζουν γύρω στα 94 δις δολάρια. Η έκθεση (αλλά και το βίντεο που ακολουθεί και βασίστηκε σε αυτή) καταλήγει πως αν αυξάναμε την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κατά μια μερίδα ημερησίως (ουσιαστικά αν τρώγαμε ένα μήλο παραπάνω την ημέρα) θα σώνονταν 30 χιλιάδες από τις ζωές αυτές (συνολικής «αξίας», σύμφωνα με την έκθεση, 2.7 τρις δολαρίων). Αν κάθε επιπλέον μερίδα φρούτων και λαχανικών μειώνει τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις κατά 5%, εφόσον καταναλώναμε όλοι τις ενδεδειγμένες ποσότητες φρούτων και λαχανικών. θα σώναμε πάνω από 100 χιλιάδες ζωές και θα εξοικονομούσαμε ετησίως γύρω στα 17 δις δολάρια από τις δαπάνες υγείας (1).
Τίποτα νέο ως εδώ. Aλλά η συγκεκριμένη έκθεση -που συντάχθηκε από τον οικονομολόγο της UCS Τζέφρι Ο' Χάρα (Jeffrey O' Hara)- πάει μακρύτερα όταν επισημαίνει πως το υπουργείο γεωργίας (USDA) από τη μια συστήνει σε όλους μας να ακολουθούμε δίαιτα πλούσια σε φρούτα και λαχανικά ώστε να απολαμβάνουμε τα οφέλη της, ενώ από την άλλη εφαρμόζει μια πολιτική που ενθαρρύνει συστηματικά ακριβώς το αντίθετο -επιζήμιες διατροφικές συνήθειες!
Έτσι οδηγούμεθα αναπόφευκτα στον αενάως διαπραγματευόμενο «νόμο περί καλλιεργειών» που επιδοτεί κατ' εξοχήν καλλιέργειες που συναλλάσσονται στα χρηματιστήρια πρώτων υλών, σαν τη σόγια, το καλαμπόκι, το σιτάρι. Κάνοντάς το, προωθεί ευθέως την παραγωγή τροφίμων πλουσίων σε υπερκορεσμένα λίπη και υδατάνθρακες (προς χάριν συντομίας: σκουπιδοτροφών) και κατά συνέπεια τη διατροφή που μας σκοτώνει. Αυτή η πολιτική οδηγεί σε μεγάλο άμεσο, αλλά και έμμεσο, κόστος. Διότι η επιδότηση κερδοσκοπικών καλλιεργειών αποθαρρύνει την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών, που προωθούν την υγεία.
Ένα ακόμα σημαντικό συμπέρασμα της έκθεση είναι πως η ενθάρρυνση των αγροτών να καλλιεργούν φρούτα και λαχανικά που να τα πουλούν στις τοπικές τους αγορές, επίσης βελτιώνει τη δημόσια υγεία. Ως εκ τούτου η UCS τάσσεται υπέρ της οργάνωσης δικτύων διανομής και πώλησης των τοπικών προϊόντων και ζητάει:
Nα στηριχτούν οι καλλιέργειες που δεν αποσκοπούν στην διαπραγμάτευσή τους στα χρηματιστήρια πρώτων υλών,
Nα επιδοτηθεί η διαμόρφωση δικτύων τοπικής διάθεσης των καλλιεργειών και
Nα ενθαρρυνθεί περισσότερο η ζήτηση φρούτων και λαχανικών από τους κατόχους κουπονιών σίτισης (SNAP).
Εδώ εγείρονται ορισμένα ακόμα σημαντικά ζητήματα: υπήρξε αρκετή αντιπαράθεση για τη νέα «κακιά λέξη από Τ» -την «τοπικότητα». Πολλοί οικονομολόγοι, ως επί το πλείστον οπαδοί της βιομηχανοποιημένης, εντατικής γεωργίας, αλλά και άλλοι σκεπτικιστές, δυσανασχετούν με την ιδέα πως η τοπική παραγωγή και εμπορία επαρκεί για να τραφεί ολόκληρη η ανθρωπότητα. Κατ' αρχήν, η ακριβέστερη διατύπωση για το τι πρεσβεύουν οι προοδευτικοί του διατροφικού κινήματος είναι η «αύξηση της τοπικής παραγωγής» (λίγοι είναι εκείνοι που θα υποστήριζαν πως όλα τα τρόφιμα πρέπει να είναι τοπικά). Πέραν αυτού όμως, ας σημειωθεί πως με ελάχιστη κρατική υποστήριξη την τελευταία εικοσαετία ο αριθμός των τοπικών λαϊκών αγορών τετραπλασιάστηκε και τα προγράμματα πώλησης τοπικών προϊόντων στα σχολεία έγιναν, από έξι το 2001... άνω των δέκα χιλιάδων σήμερα! Ακόμα και χωρίς την άμεση επιδότηση της παραγωγής φρούτων και λαχανικών (των «εξειδικευμένων καλλιεργειών» όπως, σχεδόν κοροϊδευτικά, τα αποκαλεί το USDA), η μείωση των επιδοτήσεων στα ανταγωνιστικά τους προϊόντα θα αρκούσε για την ακόμα εντυπωσιακότερη αύξηση αυτών των αριθμών2.
Το να πάψουμε να επιδοτούμε τους εχθρούς της δημόσιας υγείας είναι τόσο λογικό που η έκθεση τηςUCS βρήκε ορισμένους απροσδόκητους υποστηρικτές. Ο πρόεδρος της συντηρητικής δεξαμενής σκέψης «ινστιτούτο της οδού Ρ» Έλι Λέρερ (Eli Lehrer), μου εξομολογήθηκε πως «το κεντρικό σημείο της έκθεσης, πως οι κρατικές αγροτικές επιδοτήσεις βλάπτουν την υγεία, είναι θαυμάσιο και κανείς δεν το είχε υποστηρίξει με τόση ενάργεια ως σήμερα». Ακόμα κι ο Λέρερ ασκεί χλιαρή κριτική στην έκθεση: «δεν μπορώ να πω πως μισώ όλες τις πολιτικές συστάσεις που κάνει η έκθεση -σίγουρα θα βελτίωναν την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Αν όμως το πρόβλημα είναι οι επιδοτήσεις, δεν βλέπω πώς μπορεί η λύση να είναι η αντικατάστασή τους από... διαφορετικές επιδοτήσεις... Η αίσθησή μου είναι πως από τη στιγμή που επιδοτείς λάθος πολιτικές, τα λεφτά αυτά έχουν πια χαθεί -και δεν μπορείς να τα ξαναβρείς με πολιτικές σαν κι αυτές που συστήνει η UCS».
Όσον με αφορά, θα προτιμήσω να δώσω κοινή μάχη με όλους όσοι θέλουν να καταργηθούν οι επιδοτήσεις στο καλαμπόκι, στην παραγωγή σκουπιδοτροφών από τους διατροφικούς κολοσσούς και τελικά στην υπονόμευση της δημόσιας υγείας.Ό,τι κι αν γίνει μετά, τα πράγματα δύσκολα θα χειροτερέψουν.
Παρόμοια προσέγγιση υιοθετεί και ο Τζόσουα Σιούελ (Joshua Sewell), κορυφαίος πολιτικός αναλυτής στη συντηρητική οικονομικά οργάνωση «φορολογούμενοι υπέρ της κοινής λογικής» (TCS): «υπάρχει η αίσθηση πως οφείλουμε να επιδοτούμε τη γεωργία, αλλά το ερώτημα είναι πού πάνε αυτά τα λεφτά, και με ποιο αποτέλεσμα; Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξουμε υπόδειγμα και να σταματήσουμε το επιζήμιο σύστημα που έχουμε σήμερα. Το δεύτερο, είναι να συμφωνήσουμε στο ρόλο που πρέπει να παίζει το κράτος και στο πώς θα ξοδεύουμε τα λεφτά μας με τον αποτελεσματικότερο τρόπο: τα γεωπονικά πανεπιστήμια οφείλουν να κάνουν έρευνα υπέρ του δημοσίου συμφέροντος αντί να επιδίδονται σε φιλανθρωπία υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων».
Δεν είναι «οικονομικά αποδοτικό» (ή, για να το πούμε απλούστερα, έξυπνο) να επιδοτείς τους παραγωγούς τροφίμων που μας αρωσταίνουν. Εξάλλου δεν το χρειάζονται. Είναι ήδη κερδοφόροι, εν πολλοίς χάρη στις συσωρευμένες επί δεκαετίες επιδοτήσειςπου έχουν λάβει, και δεν υπάρχει καμία λογική στο να βοηθάμε να γίνουν ακόμα πιο κερδοφόρες οι επιχειρήσεις που μας δηλητηριάζουν. Αν το κράτος θέλει να ξοδεύει λεφτά για να ενισχύει τη γεωργία, καλύτερα να τα δίνει σε καλλιεργητές που παράγουν ωφέλιμα και θρεπτικά προϊόντα. Η αξία της υγείας μας είναι ανεκτίμητη.
Σημειώσεις
1. Παρατηρήστε πως αυτή η προσέγγιση παρακάμπτει την αμφιλεγόμενη επιχειρηματολογία για την παχυσαρκία και επικεντρώνεται στην καλά εμπεδωμένη παρατήρηση πως η αντικατάσταση των σκουπιδοτροφών με πραγματικά φρούτα και λαχανικά κάνει καλό στην υγεία!
Έτσι οδηγούμεθα αναπόφευκτα στον αενάως διαπραγματευόμενο «νόμο περί καλλιεργειών» που επιδοτεί κατ' εξοχήν καλλιέργειες που συναλλάσσονται στα χρηματιστήρια πρώτων υλών, σαν τη σόγια, το καλαμπόκι, το σιτάρι. Κάνοντάς το, προωθεί ευθέως την παραγωγή τροφίμων πλουσίων σε υπερκορεσμένα λίπη και υδατάνθρακες (προς χάριν συντομίας: σκουπιδοτροφών) και κατά συνέπεια τη διατροφή που μας σκοτώνει. Αυτή η πολιτική οδηγεί σε μεγάλο άμεσο, αλλά και έμμεσο, κόστος. Διότι η επιδότηση κερδοσκοπικών καλλιεργειών αποθαρρύνει την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών, που προωθούν την υγεία.
Ένα ακόμα σημαντικό συμπέρασμα της έκθεση είναι πως η ενθάρρυνση των αγροτών να καλλιεργούν φρούτα και λαχανικά που να τα πουλούν στις τοπικές τους αγορές, επίσης βελτιώνει τη δημόσια υγεία. Ως εκ τούτου η UCS τάσσεται υπέρ της οργάνωσης δικτύων διανομής και πώλησης των τοπικών προϊόντων και ζητάει:
Nα στηριχτούν οι καλλιέργειες που δεν αποσκοπούν στην διαπραγμάτευσή τους στα χρηματιστήρια πρώτων υλών,
Nα επιδοτηθεί η διαμόρφωση δικτύων τοπικής διάθεσης των καλλιεργειών και
Nα ενθαρρυνθεί περισσότερο η ζήτηση φρούτων και λαχανικών από τους κατόχους κουπονιών σίτισης (SNAP).
Εδώ εγείρονται ορισμένα ακόμα σημαντικά ζητήματα: υπήρξε αρκετή αντιπαράθεση για τη νέα «κακιά λέξη από Τ» -την «τοπικότητα». Πολλοί οικονομολόγοι, ως επί το πλείστον οπαδοί της βιομηχανοποιημένης, εντατικής γεωργίας, αλλά και άλλοι σκεπτικιστές, δυσανασχετούν με την ιδέα πως η τοπική παραγωγή και εμπορία επαρκεί για να τραφεί ολόκληρη η ανθρωπότητα. Κατ' αρχήν, η ακριβέστερη διατύπωση για το τι πρεσβεύουν οι προοδευτικοί του διατροφικού κινήματος είναι η «αύξηση της τοπικής παραγωγής» (λίγοι είναι εκείνοι που θα υποστήριζαν πως όλα τα τρόφιμα πρέπει να είναι τοπικά). Πέραν αυτού όμως, ας σημειωθεί πως με ελάχιστη κρατική υποστήριξη την τελευταία εικοσαετία ο αριθμός των τοπικών λαϊκών αγορών τετραπλασιάστηκε και τα προγράμματα πώλησης τοπικών προϊόντων στα σχολεία έγιναν, από έξι το 2001... άνω των δέκα χιλιάδων σήμερα! Ακόμα και χωρίς την άμεση επιδότηση της παραγωγής φρούτων και λαχανικών (των «εξειδικευμένων καλλιεργειών» όπως, σχεδόν κοροϊδευτικά, τα αποκαλεί το USDA), η μείωση των επιδοτήσεων στα ανταγωνιστικά τους προϊόντα θα αρκούσε για την ακόμα εντυπωσιακότερη αύξηση αυτών των αριθμών2.
Το να πάψουμε να επιδοτούμε τους εχθρούς της δημόσιας υγείας είναι τόσο λογικό που η έκθεση τηςUCS βρήκε ορισμένους απροσδόκητους υποστηρικτές. Ο πρόεδρος της συντηρητικής δεξαμενής σκέψης «ινστιτούτο της οδού Ρ» Έλι Λέρερ (Eli Lehrer), μου εξομολογήθηκε πως «το κεντρικό σημείο της έκθεσης, πως οι κρατικές αγροτικές επιδοτήσεις βλάπτουν την υγεία, είναι θαυμάσιο και κανείς δεν το είχε υποστηρίξει με τόση ενάργεια ως σήμερα». Ακόμα κι ο Λέρερ ασκεί χλιαρή κριτική στην έκθεση: «δεν μπορώ να πω πως μισώ όλες τις πολιτικές συστάσεις που κάνει η έκθεση -σίγουρα θα βελτίωναν την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Αν όμως το πρόβλημα είναι οι επιδοτήσεις, δεν βλέπω πώς μπορεί η λύση να είναι η αντικατάστασή τους από... διαφορετικές επιδοτήσεις... Η αίσθησή μου είναι πως από τη στιγμή που επιδοτείς λάθος πολιτικές, τα λεφτά αυτά έχουν πια χαθεί -και δεν μπορείς να τα ξαναβρείς με πολιτικές σαν κι αυτές που συστήνει η UCS».
Όσον με αφορά, θα προτιμήσω να δώσω κοινή μάχη με όλους όσοι θέλουν να καταργηθούν οι επιδοτήσεις στο καλαμπόκι, στην παραγωγή σκουπιδοτροφών από τους διατροφικούς κολοσσούς και τελικά στην υπονόμευση της δημόσιας υγείας.Ό,τι κι αν γίνει μετά, τα πράγματα δύσκολα θα χειροτερέψουν.
Παρόμοια προσέγγιση υιοθετεί και ο Τζόσουα Σιούελ (Joshua Sewell), κορυφαίος πολιτικός αναλυτής στη συντηρητική οικονομικά οργάνωση «φορολογούμενοι υπέρ της κοινής λογικής» (TCS): «υπάρχει η αίσθηση πως οφείλουμε να επιδοτούμε τη γεωργία, αλλά το ερώτημα είναι πού πάνε αυτά τα λεφτά, και με ποιο αποτέλεσμα; Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξουμε υπόδειγμα και να σταματήσουμε το επιζήμιο σύστημα που έχουμε σήμερα. Το δεύτερο, είναι να συμφωνήσουμε στο ρόλο που πρέπει να παίζει το κράτος και στο πώς θα ξοδεύουμε τα λεφτά μας με τον αποτελεσματικότερο τρόπο: τα γεωπονικά πανεπιστήμια οφείλουν να κάνουν έρευνα υπέρ του δημοσίου συμφέροντος αντί να επιδίδονται σε φιλανθρωπία υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων».
Δεν είναι «οικονομικά αποδοτικό» (ή, για να το πούμε απλούστερα, έξυπνο) να επιδοτείς τους παραγωγούς τροφίμων που μας αρωσταίνουν. Εξάλλου δεν το χρειάζονται. Είναι ήδη κερδοφόροι, εν πολλοίς χάρη στις συσωρευμένες επί δεκαετίες επιδοτήσειςπου έχουν λάβει, και δεν υπάρχει καμία λογική στο να βοηθάμε να γίνουν ακόμα πιο κερδοφόρες οι επιχειρήσεις που μας δηλητηριάζουν. Αν το κράτος θέλει να ξοδεύει λεφτά για να ενισχύει τη γεωργία, καλύτερα να τα δίνει σε καλλιεργητές που παράγουν ωφέλιμα και θρεπτικά προϊόντα. Η αξία της υγείας μας είναι ανεκτίμητη.
Σημειώσεις
1. Παρατηρήστε πως αυτή η προσέγγιση παρακάμπτει την αμφιλεγόμενη επιχειρηματολογία για την παχυσαρκία και επικεντρώνεται στην καλά εμπεδωμένη παρατήρηση πως η αντικατάσταση των σκουπιδοτροφών με πραγματικά φρούτα και λαχανικά κάνει καλό στην υγεία!
2. Σκεφτείτε πόσο περισσότερο τροφή θα παραγόταν σε τοπικό επίπεδο αν υπήρχαν πολύ περισσότερες πόλεις με μόνιμες δομές σαν την αγορά του τέρματος του Ρίντινγκ στη Φιλαδέλφεια ή την ανατολική αγορά του Ντιτρόιτ, οργανωμένους χώρους όπου οι ντόπιοι παραγωγοί δεν βρίσκουν απλά σημεία αποθήκευσης και πώλησης, αλλά και πλήθη αγοραστών, σε εβδομαδιαίο ή και καθημερινό επίπεδο.
* O Mark Bitman είναι δημοσιογράφος εξειδικευμένος σε ζητήματα διατροφής
New York Times via Προοδευτική Πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου