Πεντακόσιοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο, που παρακολούθησαν μια τετραήμερη συνάντηση στη Βόννη με θέμα «Το νερό στην Ανθρωπόκαινο», υπέγραψαν μια διακήρυξη με την οποία προειδοποιούν σε ανησυχητικούς τόνους ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Γης θα αντιμετωπίσει σοβαρή έλλειψη νερού ήδη από το 2050 ή το πολύ μέσα στις δύο επόμενες γενιές λόγω αλόγιστης κατανάλωσης, ρύπανσης των υδάτων και κλιματικής αλλαγής.
Την πρωτοβουλία είχε η διεθνής ερευνητική κοινοπραξία Global Water System Project (GWSP), που συντονίζεται από το πανεπιστήμιο της Βόννης, η οποία προσπαθεί να κινητοποιήσει τις κυβερνήσεις στη λήψη των αναγκαίων μέτρων και πολιτικών. Η βασική ανησυχία είναι ότι κράτη και άνθρωποι τείνουν κακώς να βλέπουν το πόσιμο νερό ως συνεχώς ανανεούμενο και πρακτικά ως ανεξάντλητο, κάτι που είναι λάθος, καθώς η ανανέωση των υδάτινων αποθεμάτων γίνεται με πιο αργό ρυθμό από την κατανάλωσή τους.
Υπολογίζεται ότι ήδη 4,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή σχεδόν τα δύο τρία της ανθρωπότητας, ζουν σε απόσταση 50 χλμ. από προβληματικές και ανεπαρκείς πηγές νερού, οι οποίες είτε ξεραίνονται, είτε ρυπαίνονται. Σε όλο και περισσότερες περιοχές, καθώς ο υδροφόρος ορίζοντας πέφτει συνεχώς από την υπεράντληση, το νερό γίνεται όλο και πιο αλμυρό λόγω διείσδυσης θαλάσσιων υδάτων.
Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι, αν δεν γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις, «στο σύντομο χρονικό διάστημα της μιας ή των δύο γενιών η πλειοψηφία των εννέα δισεκατομμυρίων (που εκτιμάται ότι θα είναι τότε ο πληθυσμός) ανθρώπων στη Γη θα ζουν με σοβαρές ελλείψεις γλυκού νερού, που συνιστά έναν απολύτως ουσιώδη φυσικό πόρο και για τον οποίο δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο. Αυτή η έλλειψη θα έχει αυτοεπιβληθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους και είναι, όπως πιστεύουμε, κάτι που μπορεί να αποφευχθεί».
Οι ειδικοί σε υδρολογικά θέματα αναφέρουν πως, μετά από πολλά χρόνια παρατηρήσεων και επιστημονικών μελετών, έχουν πια διαπιστώσει ότι «τα συστήματα γλυκού νερού του πλανήτη βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση» λόγω της κακής διαχείρισης των υδάτινων αποθεμάτων, της υπερβολικής κατανάλωσης νερού και της κλιματικής αλλαγής. Το πόσιμο γλυκό νερό αποτελεί περίπου το 2,5% του συνολικού όγκου νερού στη Γη. Σήμερα περίπου το ένα τρίτο των επτά δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Εκτιμάται ότι η Γη διαθέτει περίπου 35 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα γλυκού νερού, το 70% του οποίου βρίσκεται «κλειδωμένο» σε πάγους, περίπου το 30% του γλυκού νερού βρίσκεται στο υπέδαφος, ενώ μόλις το 0,3% βρίσκεται σε λίμνες και ποτάμια.
Η Διακήρυξη, σύμφωνα με τις βρετανικές «Γκάρντιαν» και «Ιντιπέντεντ», επισημαίνει πως η συνεχής αύξηση στη χρήση νερού εξελίσσεται με επικίνδυνα μη βιώσιμο ρυθμό, όμως «η τρέχουσα επιστημονική γνώση δεν μπορεί να προβλέψει πώς ή πότε ακριβώς η ανθρωπότητα θα περάσει σε πλανητική κλίμακα το μη αναστρέψιμο κομβικό σημείο των ελλείψεων, πέρα από το οποίο θα πυροδοτηθούν καταστροφικές συνέπειες».
Οι ερευνητές καλούν να υπάρξει πλέον ένα «ενιαίο μέτωπο» και μια στρατηγική συμμαχία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, επιστημόνων και κοινού, ώστε να επιτευχθεί μια ευρεία συναίνεση για τη μελλοντική παγκόσμια «ατζέντα» σχετικά με το νερό.
Η αναφορά του συνεδρίου στην «Ανθρωπόκαινο» παραπέμπει σε μια νέα γεωλογική εποχή, που χαρακτηρίζεται πλέον από την ολοένα πιο κυριαρχική -και επιζήμια- επίδραση της ανθρωπότητας πάνω στο γήινο περιβάλλον, με αποτέλεσμα την πλανητική μεταμόρφωση.
Ειδικότερα για το νερό, όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, τα δύο τρίτα των δέλτα των μεγάλων ποταμών σταδιακά βυθίζονται και εξαφανίζονται (με ρυθμό έως τετραπλάσιο σε σχέση με την άνοδο της στάθμης των θαλασσών), ενώ αυξάνονται συνεχώς οι πλημμύρες των ποταμών που οφείλονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες.
Εξάλλου, κατά τα τελευταία 130 χρόνια ένα μεγάλο φράγμα κτιζόταν κάθε μέρα κάπου στον πλανήτη, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες πλέον φράγματα να διαστρεβλώνουν τις ροές των ποταμών και να καταστρέφουν τα οικοσυστήματα. Επίσης σταδιακά τα ποτάμια και οι υδροβιότοποι ξεραίνονται λόγω της υπεράντλησης των υδάτων για άρδευση των γεωργικών καλλιεργειών και άλλες παραγωγικές χρήσεις.
Οι μαζικές μεταναστεύσεις ανθρώπων από τις περιοχές που δεν έχουν πόσιμο νερό προς άλλες που έχουν περισσότερο, ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα. Τα ρεύματα των περιβαλλοντικών προσφύγων αναπόφευκτα θα τροφοδοτήσουν νέες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις ή και πολέμους.
Υπολογίζεται ότι ήδη 4,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή σχεδόν τα δύο τρία της ανθρωπότητας, ζουν σε απόσταση 50 χλμ. από προβληματικές και ανεπαρκείς πηγές νερού, οι οποίες είτε ξεραίνονται, είτε ρυπαίνονται. Σε όλο και περισσότερες περιοχές, καθώς ο υδροφόρος ορίζοντας πέφτει συνεχώς από την υπεράντληση, το νερό γίνεται όλο και πιο αλμυρό λόγω διείσδυσης θαλάσσιων υδάτων.
Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι, αν δεν γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις, «στο σύντομο χρονικό διάστημα της μιας ή των δύο γενιών η πλειοψηφία των εννέα δισεκατομμυρίων (που εκτιμάται ότι θα είναι τότε ο πληθυσμός) ανθρώπων στη Γη θα ζουν με σοβαρές ελλείψεις γλυκού νερού, που συνιστά έναν απολύτως ουσιώδη φυσικό πόρο και για τον οποίο δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο. Αυτή η έλλειψη θα έχει αυτοεπιβληθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους και είναι, όπως πιστεύουμε, κάτι που μπορεί να αποφευχθεί».
Οι ειδικοί σε υδρολογικά θέματα αναφέρουν πως, μετά από πολλά χρόνια παρατηρήσεων και επιστημονικών μελετών, έχουν πια διαπιστώσει ότι «τα συστήματα γλυκού νερού του πλανήτη βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση» λόγω της κακής διαχείρισης των υδάτινων αποθεμάτων, της υπερβολικής κατανάλωσης νερού και της κλιματικής αλλαγής. Το πόσιμο γλυκό νερό αποτελεί περίπου το 2,5% του συνολικού όγκου νερού στη Γη. Σήμερα περίπου το ένα τρίτο των επτά δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε πόσιμο νερό.
Εκτιμάται ότι η Γη διαθέτει περίπου 35 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα γλυκού νερού, το 70% του οποίου βρίσκεται «κλειδωμένο» σε πάγους, περίπου το 30% του γλυκού νερού βρίσκεται στο υπέδαφος, ενώ μόλις το 0,3% βρίσκεται σε λίμνες και ποτάμια.
Η Διακήρυξη, σύμφωνα με τις βρετανικές «Γκάρντιαν» και «Ιντιπέντεντ», επισημαίνει πως η συνεχής αύξηση στη χρήση νερού εξελίσσεται με επικίνδυνα μη βιώσιμο ρυθμό, όμως «η τρέχουσα επιστημονική γνώση δεν μπορεί να προβλέψει πώς ή πότε ακριβώς η ανθρωπότητα θα περάσει σε πλανητική κλίμακα το μη αναστρέψιμο κομβικό σημείο των ελλείψεων, πέρα από το οποίο θα πυροδοτηθούν καταστροφικές συνέπειες».
Οι ερευνητές καλούν να υπάρξει πλέον ένα «ενιαίο μέτωπο» και μια στρατηγική συμμαχία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, επιστημόνων και κοινού, ώστε να επιτευχθεί μια ευρεία συναίνεση για τη μελλοντική παγκόσμια «ατζέντα» σχετικά με το νερό.
Η αναφορά του συνεδρίου στην «Ανθρωπόκαινο» παραπέμπει σε μια νέα γεωλογική εποχή, που χαρακτηρίζεται πλέον από την ολοένα πιο κυριαρχική -και επιζήμια- επίδραση της ανθρωπότητας πάνω στο γήινο περιβάλλον, με αποτέλεσμα την πλανητική μεταμόρφωση.
Ειδικότερα για το νερό, όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, τα δύο τρίτα των δέλτα των μεγάλων ποταμών σταδιακά βυθίζονται και εξαφανίζονται (με ρυθμό έως τετραπλάσιο σε σχέση με την άνοδο της στάθμης των θαλασσών), ενώ αυξάνονται συνεχώς οι πλημμύρες των ποταμών που οφείλονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες.
Εξάλλου, κατά τα τελευταία 130 χρόνια ένα μεγάλο φράγμα κτιζόταν κάθε μέρα κάπου στον πλανήτη, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες πλέον φράγματα να διαστρεβλώνουν τις ροές των ποταμών και να καταστρέφουν τα οικοσυστήματα. Επίσης σταδιακά τα ποτάμια και οι υδροβιότοποι ξεραίνονται λόγω της υπεράντλησης των υδάτων για άρδευση των γεωργικών καλλιεργειών και άλλες παραγωγικές χρήσεις.
Οι μαζικές μεταναστεύσεις ανθρώπων από τις περιοχές που δεν έχουν πόσιμο νερό προς άλλες που έχουν περισσότερο, ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα. Τα ρεύματα των περιβαλλοντικών προσφύγων αναπόφευκτα θα τροφοδοτήσουν νέες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εντάσεις ή και πολέμους.
πηγή: tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου