…”Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή ‘ταν η μυστική λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι’ αυτά μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά τους.
Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη.
Τσατ, πατ, έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ’αλάτι, να τρομάζουν οι καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον τρόπο πούξεραν.
Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ’ ύστερα λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα.
Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη ζυμωσιά. Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον τρόπο.
Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά ουρλιαχτά.
Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν στο ταβάνι.
-Αυτοί είναι, μάνα!
Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο, χλωμά-θειαφοκέρι.
-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!
Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.
Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας.
Τσάγκα, τσούγκα!
Οι καπνιές πλια μαδούσαν και πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από ψιλό σκοινί.
Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω από τη φωτιά, και μεσ’ από την καμινάδα ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι τους:
Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάρια του παπά τα καλεντάρια!
Για μια πίτα με τυρί για σαράντα σαραϊλί!
Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί.
Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια, στύλωναν τα μάτια, κ’ η καρδιά χτυπούσε να σπάσει.
Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε στα καρφιά του λαναριού.
Που να βρεθούν “σαράντα σαραϊλί” στο φτωχικό τους.
Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή τους μέσ’ από τον μπουχαρή.
Και του χρόνου!
Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και του χρόνου νάμαστε γεροί.”….
Πηγή: scribd.com
http://sxoliastesxwrissynora.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου