Όταν έφυγα από την ζωή στις πόλεις και ήρθα να ζήσω κοντά στη γη είχα πολύ έντονη την πεποίθηση πως πέθανα. Κάθε πρωί που άνοιγα τα μάτια μου και έβγαινα στη φύση, ένιωθα να με τυλίγουν τα αρώματα, οι ήχοι και οι εικόνες της κι ήμουν βέβαιος πως είμαι πια νεκρός, πως έφυγα απ’ τη ζωή κι ήρθα εδώ και πως από δω και πέρα έτσι θα είναι όλα, αρμονικά κι όμορφα εις τον αιώνα τον άπαντα.
Όποιος φτιάχνει τον προσωπικό του παράδεισο, μακριά από την σύγχρονη ζωή και αντίληψη της κατανάλωσης και της μόστρας, κοντά στη φύση, σε συμβίωση με τα φυτά, τα ζώα και τα πετεινά, σε απόλυτη προσαρμογή με τους ημερήσιους και ετήσιους ρυθμούς του φωτός, του σκοταδιού, της άνοιξης, του θέρους, του φθινοπώρου, της χειμερίας νάρκης, όποιος βιώνει αυτή τη φωτεινή περίοδο της Ζωής από την αρχή, από το μηδέν, παράγοντας, συλλέγοντας, απολαμβάνοντας, δίχως συμβάσεις και δίχως καθημερινή καταπίεση για την απόκτηση αντιμισθίας, όποιος αντιληφθεί τον πλούτο μακριά από το χρήμα κι όποιος μοχθεί πραγματικά κάθε μέρα για να κερδίζει τον βίο του κι όχι να τον εξαγοράζει, γνωρίζει τη Ζωή και συμφιλιώνεται με τον Θάνατο.
Ο Θάνατος αποτελεί μέγα φόβητρο για τον σύγχρονο άνθρωπο-άτομο. Διότι είναι άγνωστος όπως άγνωστη γι’ αυτόν είναι και η Ζωή. Μες στην πλαστή και πλάνα πραγματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, που θεωρεί Ζωή, το χειρότερο που μπορεί να του τύχει είναι να πεθάνει ή να πεθάνει κάποιος γνωστός του ή κάποιος διάσημος κι έτσι να του θυμίσει για λίγες μόνο στιγμές, διότι το σύστημα φροντίζει να μην διαρκεί πολύ το πένθος και η θλίψη που είναι εχθροί της κατανάλωσης, πως για όλους το τέλος είναι αναπόφευκτο και ένα.
Όταν γνωρίσει όμως την πραγματική Ζωή, γνωρίζει και την άμεση σχέση της με τον Θάνατο, γνωρίζει βαθιά τον Θάνατο, τον ρόλο του, την χρησιμότητά του για την συνέχιση της Ζωής, παύει να τον φοβάται, είναι η Ζωή του προετοιμασία για τον Θάνατο κι όχι μια καθημερινή πλάνη απουσίας Θανάτου. Είναι λοιπόν στην Ζωή του Άνθρωπος και σέβεται τον Άνθρωπο, τα άλλα πλάσματα γύρω του, αλλά και όσους έζησαν πριν απ’ αυτόν και τις δημιουργίες τους. Δεν είναι άτομο που έχει την πεποίθηση πως μόνο αυτός γεννήθηκε στη γη, πως όλα είναι για πάρτη του, πως όλοι γύρω είναι ανταγωνιστές του και πως κάθε τι που τον περιβάλλει είναι φτιαγμένο για τον υπηρετεί.
Δυστυχώς όμως ξέχασε ο άνθρωπος πως η Ζωή είναι προετοιμασία Θανάτου κι ας το φωνάζει όλη η Φύση γύρω του. Την παράτησε τη Φύση να φωνάζει μόνη της κι εκείνος κλείστηκε στην ψεύτικη ευημερία του, έβαλε και διπλά τζάμια να μην ακούει τίποτα. Μονάχα κάνα δεκαπενθήμερο κάθε χρόνο, κι αυτό καλοκαιρινό, αυγουστιάτικο, ίσως μπορεί να ακούσει τη Φύση μα και πάλι κάνει πως δεν ακούει ή δεν έχει πλέον τα εφόδια για να την κατανοήσει.
Οι άνθρωποι όμως που έχουν επιλέξει να ζουν κοντά της, οι άνθρωποι που ζουν βίο ασκητικό, σαν όλα της τα πλάσματα, μπορούν να την ακούν κάθε μέρα, να την κατανοούν και να έχουν όχι μόνο συμφιλιωθεί με το τέλος τους αλλά να μπορούν και να αναγνωρίσουν την στιγμή που αυτό θα ρθει, να μπορούν ακόμη και να το φέρουν οι ίδιοι όποτε θελήσουν, όποτε νιώσουν πανέτοιμοι να το βιώσουν, όποτε κουραστούν από τον βίο.
Είμαι βέβαιος πως ο αγαπημένος Χρόνης Μίσσιος ήταν ένας απ’ αυτούς. Η Ζωή του μαρτυρά πως γνώριζε τον Θάνατο, πως είχε προετοιμαστεί, βιώνοντας, γι’ αυτόν και πως επέλεξε την ώρα του να φύγει διότι έκρινε πως ήταν ό,τι ήθελε πραγματικά εκείνη τη στιγμή. Τώρα η ψυχή του θα πετά πάνω από τον επίγειο παράδεισό του στο Καπανδρίτι και θα χαμογελά κάθε φορά που μπαίνει η άνοιξη κι ανθίζουν οι πορτοκαλιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου