Ένα από τα ασυγχώρητα, εγκληματικά
λάθη που διέπραξαν αυτοί που κυβέρνησαν τις τελευταίες δεκαετίες είναι
η αναγόρευση της συμμορίας «Χρυσή Αυγή» σε κοινοβουλευτικό κόμμα. Τη
μεγαλύτερη ευθύνη έχουν οι 2 τελευταίες κυβερνήσεις: το «λεφτά υπάρχουν»
ΠΑΣΟΚ έδωσε τη χαριστική βολή στην όποια αξιοπιστία είχε απομείνει
στους πολιτικούς θεσμούς, αναγορεύοντας παράλληλα τον ΛΑΟΣ σε υπεύθυνη
πολιτική δύναμη. Επί Παπαδήμου, οι ακροδεξιοί μπήκαν και στην κυβέρνηση,
η οποία, για ψηφοθηρικούς λόγους, ξεκίνησε μια εκστρατεία εκφοβισμού
και καταστολής, με τις οροθετικές μετανάστριες ιερόδουλες και τις
Αμυγδαλέζες. Είναι τόσο ηλίθιοι, ώστε δεν καταλάβαιναν ότι μάζευαν
ψήφους για τον Μιχαλολιάκο.
Θα περίμενε κανείς ότι η εκλογική αντοχή της Χρυσής Αυγής και στις δεύτερες εκλογές, και η δημοσκοπική της άνοδος στη συνέχεια, θα είχαν προβληματίσει τη λεγόμενη πολιτική και πνευματική ελίτ. Στο κάτω κάτω, τόσες θυσίες αναγκάζουμε τον κόσμο να κάνει για να μείνουμε στην πολιτισμένη Ευρώπη: αν κάποιος Γερμανός ή Γάλλος είχε γράψει τους επαίνους που γράφει ο Κασιδιάρης για τον Χίτλερ, θα συνέχιζε το συγγραφικό του έργο στη φυλακή. Αλλά γι’ αυτό η Ελλάδα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο: η εγχώρια ηγετική τάξη και οι κονδυλοφόροι της αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την κασίδα για μικροπολιτικά οφέλη.
Ξεκίνησε έτσι ένα κύκλος δημοσιευμάτων και δηλώσεων, που ταυτίζουν την Αριστερά αλλά και όσους αντιδρούν -σωστά ή λαθεμένα, δίκαια ή άδικα, έχει μικρή σημασία στην περίπτωσή μας- εναντίον των κοινωνικών επιπτώσεων του Μνημονίου με τους τραμπούκους που σχεδόν κάθε βράδυ ξυλοκοπούν και δολοφονούν ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος.
Την αρχή έκανε ένα κύριο άρθρο της «Καθημερινής», που μίλησε για «ακροδεξιά και ακροαριστερά τάγματα εφόδου», βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τις κινητοποιήσεις των κατοίκων της Χαλκιδικής για τα μεταλλεία χρυσού με τις επιθέσεις των Χρυσαυγιτών εναντίον των μικροπωλητών στη Ραφήνα. Τη σκυτάλη πήρε ο Σαχινίδης του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, με ένα κείμενο της «Καθημερινής» την Κυριακή να πηγαίνει τα πράγματα λίγο παραπέρα: ο αρθρογράφος ξεκινούσε στέλνοντας ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στη Χρυσή Αυγή, «καθώς προσφέρει την ευκαιρία στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς». Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι η Ελένη Βλάχου, η ιστορική εκδότρια της «Καθημερινής», έκλεισε την εφημερίδα στη διάρκεια της χούντας και αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο. Είναι προφανές τι κάνει τώρα, βλέποντας τους διαδόχους της να κλείνουν το μάτι στους νοσταλγούς του Παπαδόπουλου: στριφογυρίζει στον τάφο της.
Μήπως, όμως, η συλλογιστική της σύγχρονης εκδοχής του μαύρου και κόκκινου φασισμού κρύβει και κάποιο δίκιο, καταδικάζοντας την ανομία,«τα απερίγραπτα φαινόμενα βίας που δείχνουν πόσο επικίνδυνη έχει καταστεί η μη εφαρμογή του νόμου και της τάξης εδώ και πολλά χρόνια»; Η ανομία είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα της χώρας, που οφείλεται, πρώτα απ’ όλα, στην έλλειψη σεβασμού στους νόμους απ’ αυτούς που τους καταρτίζουν και τους ψηφίζουν. Παράδειγμα, η νομοδιάρροια που ευτελίζει τους νόμους. Μια έρευνα για την παραγωγή των νόμων στην Ελλάδα έδειξε ότι σε διάστημα 30 χρόνων ψηφίστηκαν 3.430 νόμοι, υπογράφτηκαν 18.766 προεδρικά διατάγματα και 110.024 υπουργικές αποφάσεις που έχουν ισχύ νόμου, χώρια οι μεταμεσονύκτιες τροπολογίες που συχνά δεν έχουν σχέση με τον νόμο που ψηφίζεται, εξυπηρετούν συμφέροντα, έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενους νόμους και γενικώς κάνουν αδύνατη την εφαρμογή των νόμων, εμποδίζοντας και την απονομή Δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αρκετές περιπτώσεις ένα τμήμα της Αριστεράς εκμεταλλεύτηκε την ανομία ή και επιδόθηκε σε τραμπουκισμούς. Όμως, όταν μερικά βλαμμένα έχτιζαν το γραφείο ενός καθηγητή στο πανεπιστήμιο ή το ΠΑΜΕ εμπόδιζε ετσιθελικά τις κρουαζιέρες, γιατί οι αρμόδιοι για την τήρηση του νόμου και της τάξης και η κυβέρνηση της εποχής δεν έκαναν το καθήκον τους; Γιατί, απλούστατα, ανεχόμενοι την ανομία των άλλων, έπαιρναν ως αντάλλαγμα την ανοχή για τις δικές τους, μεγαλύτερες ανομίες.
Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται. To 1940 η πλειονότητα της αστικής τάξης εγκατέλειψε τη χώρα και για να αντιμετωπίσει την εθνική αντίσταση, χρησιμοποίησε τους συνεργάτες των Γερμανών. Το 2009, όταν ξέσπασε στην Ελλάδα ο οικονομικός πόλεμος, ο ένας πρωθυπουργός το έβαλε στα πόδια και ο άλλος παρέδωσε τη χώρα στους δανειστές. Αλλά, για να μην καλύψει η Αριστερά το πολιτικό κενό που δημιουργείται, χρησιμοποιούν τους πολιτικούς απογόνους των δωσιλόγων. Ξεχνώντας ότι το χρώμα του φασισμού είναι πάντοτε μαύρο.
by STEVENIKO
Θα περίμενε κανείς ότι η εκλογική αντοχή της Χρυσής Αυγής και στις δεύτερες εκλογές, και η δημοσκοπική της άνοδος στη συνέχεια, θα είχαν προβληματίσει τη λεγόμενη πολιτική και πνευματική ελίτ. Στο κάτω κάτω, τόσες θυσίες αναγκάζουμε τον κόσμο να κάνει για να μείνουμε στην πολιτισμένη Ευρώπη: αν κάποιος Γερμανός ή Γάλλος είχε γράψει τους επαίνους που γράφει ο Κασιδιάρης για τον Χίτλερ, θα συνέχιζε το συγγραφικό του έργο στη φυλακή. Αλλά γι’ αυτό η Ελλάδα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο: η εγχώρια ηγετική τάξη και οι κονδυλοφόροι της αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την κασίδα για μικροπολιτικά οφέλη.
Ξεκίνησε έτσι ένα κύκλος δημοσιευμάτων και δηλώσεων, που ταυτίζουν την Αριστερά αλλά και όσους αντιδρούν -σωστά ή λαθεμένα, δίκαια ή άδικα, έχει μικρή σημασία στην περίπτωσή μας- εναντίον των κοινωνικών επιπτώσεων του Μνημονίου με τους τραμπούκους που σχεδόν κάθε βράδυ ξυλοκοπούν και δολοφονούν ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος.
Την αρχή έκανε ένα κύριο άρθρο της «Καθημερινής», που μίλησε για «ακροδεξιά και ακροαριστερά τάγματα εφόδου», βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τις κινητοποιήσεις των κατοίκων της Χαλκιδικής για τα μεταλλεία χρυσού με τις επιθέσεις των Χρυσαυγιτών εναντίον των μικροπωλητών στη Ραφήνα. Τη σκυτάλη πήρε ο Σαχινίδης του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, με ένα κείμενο της «Καθημερινής» την Κυριακή να πηγαίνει τα πράγματα λίγο παραπέρα: ο αρθρογράφος ξεκινούσε στέλνοντας ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στη Χρυσή Αυγή, «καθώς προσφέρει την ευκαιρία στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς». Ας σημειωθεί, παρενθετικά, ότι η Ελένη Βλάχου, η ιστορική εκδότρια της «Καθημερινής», έκλεισε την εφημερίδα στη διάρκεια της χούντας και αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο. Είναι προφανές τι κάνει τώρα, βλέποντας τους διαδόχους της να κλείνουν το μάτι στους νοσταλγούς του Παπαδόπουλου: στριφογυρίζει στον τάφο της.
Μήπως, όμως, η συλλογιστική της σύγχρονης εκδοχής του μαύρου και κόκκινου φασισμού κρύβει και κάποιο δίκιο, καταδικάζοντας την ανομία,«τα απερίγραπτα φαινόμενα βίας που δείχνουν πόσο επικίνδυνη έχει καταστεί η μη εφαρμογή του νόμου και της τάξης εδώ και πολλά χρόνια»; Η ανομία είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα της χώρας, που οφείλεται, πρώτα απ’ όλα, στην έλλειψη σεβασμού στους νόμους απ’ αυτούς που τους καταρτίζουν και τους ψηφίζουν. Παράδειγμα, η νομοδιάρροια που ευτελίζει τους νόμους. Μια έρευνα για την παραγωγή των νόμων στην Ελλάδα έδειξε ότι σε διάστημα 30 χρόνων ψηφίστηκαν 3.430 νόμοι, υπογράφτηκαν 18.766 προεδρικά διατάγματα και 110.024 υπουργικές αποφάσεις που έχουν ισχύ νόμου, χώρια οι μεταμεσονύκτιες τροπολογίες που συχνά δεν έχουν σχέση με τον νόμο που ψηφίζεται, εξυπηρετούν συμφέροντα, έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενους νόμους και γενικώς κάνουν αδύνατη την εφαρμογή των νόμων, εμποδίζοντας και την απονομή Δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αρκετές περιπτώσεις ένα τμήμα της Αριστεράς εκμεταλλεύτηκε την ανομία ή και επιδόθηκε σε τραμπουκισμούς. Όμως, όταν μερικά βλαμμένα έχτιζαν το γραφείο ενός καθηγητή στο πανεπιστήμιο ή το ΠΑΜΕ εμπόδιζε ετσιθελικά τις κρουαζιέρες, γιατί οι αρμόδιοι για την τήρηση του νόμου και της τάξης και η κυβέρνηση της εποχής δεν έκαναν το καθήκον τους; Γιατί, απλούστατα, ανεχόμενοι την ανομία των άλλων, έπαιρναν ως αντάλλαγμα την ανοχή για τις δικές τους, μεγαλύτερες ανομίες.
Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται. To 1940 η πλειονότητα της αστικής τάξης εγκατέλειψε τη χώρα και για να αντιμετωπίσει την εθνική αντίσταση, χρησιμοποίησε τους συνεργάτες των Γερμανών. Το 2009, όταν ξέσπασε στην Ελλάδα ο οικονομικός πόλεμος, ο ένας πρωθυπουργός το έβαλε στα πόδια και ο άλλος παρέδωσε τη χώρα στους δανειστές. Αλλά, για να μην καλύψει η Αριστερά το πολιτικό κενό που δημιουργείται, χρησιμοποιούν τους πολιτικούς απογόνους των δωσιλόγων. Ξεχνώντας ότι το χρώμα του φασισμού είναι πάντοτε μαύρο.
by STEVENIKO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου