Μες στο σαββατοκύριακο δέχθηκα επίσκεψη από δημοσιογραφική ομάδα μεγάλου αθηναϊκού εκδοτικού συγκροτήματος που ετοιμάζουν αφιερωματική έκδοση στο νησί και ήθελαν να γράψουν μεταξύ άλλων και περί των έργων της αφεντιάς μου.
Η όλη επαφή μου μαζί τους μου θύμισε τις δικές μου επαφές με γέροντες χωρικούς κατά την εποχή που εξέδιδα το Πελινναίο και τριγύριζα στα χωριά ψάχνοντας ανθρώπους της γης.
Ήρθαν λοιπόν στο μούρκι και με βρήκαν ιδρωμένο, λερωμένο με χώμα:
“Έτσι θα κάνουμε φωτογράφιση; Δεν θα πάτε να αλλάξετε; Έστω μια μπλούζα;”, ήταν η πρώτη αντίδραση της φωτογράφου.
Θυμήθηκα αμέσως τον μαστρο Παναγή που έφτιαχνε γλυπτά από ξύλο ελιάς, σαν πήγαινα και τον έβρισκα για να μου πει περί των έργων του και να φωτογραφίσω. Ήτανε πάντοτε κι αυτός με τα παλιόρουχα του χωραφιού, μ’ ένα σκοινί για ζώνη όπως κι εγώ, με τα χέρια του σκισμένα και μαύρα από το χώμα, κι όταν τον ρωτούσα πόσα έργα έχει φιλοτεχνήσει, μου λεγε “πάρα πολλά. Αυτά τα γλυπτά, αυτές τις ξερολιθιές, αυτούς τους μαντρότοιχους, εκείνο το χωράφι κλάδεψα, εκείνο το καθάρισα, τόσους μπαξέδες έβαλα…” ‘Ολα τα έργα του τα θεωρούσε ισάξια ο Παναγής. Δεν έκανε διάκριση τέχνης από τέχνη. Ισάξια η γλυπτική με την αγροτική. Έργα τα μεν, έργα ίδιας αξίας και τα δε. Καμία διαφορά.
Τότε δε μπορούσα να τα διανοηθώ καν όσα μου έλεγε ο Παναγής, και μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η προσέγγισή του. Τώρα όμως το βλέπω πεντακάθαρα το πόσο δίκιο είχε. Και να μην τον είχα ακούσει ποτέ μου, έτσι ακριβώς θα ένιωθα κι εγώ αυτή τη στιγμή, έτσι ακριβώς θα ονομάτιζα τα έργα της ζωής μου: Αυτά τα βιβλία που έγραψα, αυτό τον ελαιώνα που κλάδεψα, αυτό το χωράφι που καθάρισα, αυτόν τον μπαξέ που φύτεψα, αυτό το κτήμα που ανάστησα, όλα ισάξια μου φαίνονται, καμία διαφορά.
Ύστερα, πάνω στην κουβέντα μας με τα νέα κι όμορφα αυτά παιδιά, πήγε ο νους μου στην κυρά Βασιλικώ, εκείνην την εκατοντάχρονη που είχα επισκεφθεί τότε που ερευνούσα την ιστορία του Πέτικα. Μου λεγε η κυρά Βασιλικώ: “Άλλα χρόνια ήτανε τότε, ήμασταν πλούσιοι, όλα τα ‘χαμε, μόνο λεφτά δεν είχαμε, αλλά όλα τα ‘χαμε, τίποτα δε μας έλειπε”. Σαν χάνος την κοιτούσα, σαν να ήτανε από άλλον κόσμο η γιαγιά, ήτανε και η εποχή πλήρης χρημάτων τότε, πως να μπορέσω να τη νιώσω; Άλλο λειτουργικό μου είχε περασμένο εμένα η αστική ζωή και κοινωνία στο κεφάλι μου μέσα, και ήμουν βέβαιος πως η λέξη “πλούσιος” έχει να κάνει μόνο με χρήμα. Με συγκατάβαση την έβλεπα την γιαγιά Βασιλικώ και χαμογελούσα διότι κάτι προσπαθούσε να νιώσει η ψυχή μου από τα λεγόμενά της αλλά το μυαλό μου ήταν αδύνατο να τα χωρέσει.
Τώρα όμως συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε αλλά και πως την ίδια πάνω κάτω προσέγγιση απόκτησα κι εγώ. Σαν να πέτυχε κάπως το φορμάτ και λειτουργούν τα νέα δεδομένα. Κι είδα στα μάτια των επισκεπτών μου ανάκατα τα πάντα, στον καθένα κι από κάτι, ανάλογα το πόσο έτοιμος ήτανε για να νιώσει: την απορία, την αδυναμία κατανόησης αλλά και το ψυχανέμισμα μιας κάποιας ευτυχίας.
γμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου