τα εν οίκω... εν δήμω
Επικοινωνία: peramahalas@gmail.com

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Αφιέρωμα 2012: Το πρώτο τρένο για το Άουσβιτς (1943)


Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη
Στις 15.5.1943 φεύγει από τον (σημερινό Παλιό) Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης το πρώτο τρένο του θανάτου με 2.800 Σαλονικούς Εβραίους στοιβαγμένους σε καμιά σαρανταριά εμπορικά βαγόνια.[1] Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο σημείωμα,[2] ενώ σποραδικά αντισημιτικά μέτρα είχαμε από την αρχή της Κατοχής, αυτά συστηματοποιήθηκαν και επιταχύνθηκαν έντονα με την άφιξη στη Θεσσαλονίκη του κλιμακίου της SD(Sicherheitsdienst, Υπηρεσία Ασφαλείας), σταλμένου από τον Άντολφ Άιχμαν με επικεφαλής τους Ντήτερ Βισλιτσένυ και Αλόις Μπρούννερ, στις 6.2.1943. Τα κίτρινα άστρα, ο περιορισμός σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης, ο αποκλεισμός απ’ όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες και η λεπτομερής απογραφή ανθρώπων και περιουσιών ήταν τα βασικά στοιχεία της δράσης του κλιμακίου.


Ο συνοικισμός του Βαρώνου Χιρς δημιουργήθηκε για να στεγάσει τα κύματα των προσφύγων των πογκρόμ του 1891 στην Κέρκυρα και το Κιτσίνεβ (Τσισνάου, σημερινή πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας).[3] Το 1943 θα γίνει το διαμετακομιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, λόγω της άμεσης γειτνίασης του με τον Σταθμό. Ο συνοικισμός αυτός «έχει συνολική έκταση 30.000 τετρ. μέτρων. Τα σπιτάκια, που συνολικά έχουν 593 δωμάτια, κατέχονται από ένα φτωχό πληθυσμό 2.315 ψυχών».[4] Τα μέτρα συνοδεύονται κι από την εξαπάτηση (αγαπημένη πρακτική κάθε απόλυτης εξουσίας) που έχει σκοπό όχι μόνο να καθησυχάσει τα θύματα αλλά και να επιτύχει τη συνεργασία τους για τη σφαγή τους. Όπως σημειώνει ο Γιομτώβ Γιακοέλ, «οι Γερμανοί διέτασσον την εκτέλεσιν διαφόρων έργων εις τον ακραίον ισραηλιτικόν συνοικισμόν Βαρώνου Χιρς, τον παρακείμενον προς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν. Ούτω επεβάλλετο εις την τεχνικήν υπηρεσίαν της Κοινότητος να περικλείση, δια συρματοπλέγματος, τας ανοικτάς διόδους του συνοικισμού τούτου προς την πόλιν, και εις άλλα τμήματα αυτού να οικοδομήση τοίχον. Υπό των προσκείμενων προς τους SS προσώπων (Αλμπάλα – Γερμανοεβραίοι πρόσφυγες) αφήνετο η εντύπωσις ότι η ενίσχυσις της πολιτοφυλακής και η εκτέλεσις των έργων εις τον συνοικισμόν Βαρώνου Χιρς, απετέλουν μέτρα ασφαλείας των Ισραηλιτών, του συνοικισμού τούτου προοριζόμενου να χρησιμοποιηθή ως στρατόπεδον συγκεντρώσεως των παρανομούντων κακών Εβραίων της πόλεως».[5] Να θυμίσουμε ότι ο Αλμπάλα είναι ο διοικητής της εβραϊκής πολιτοφυλακής που δημιούργησαν οι ναζί για να τους βοηθήσει στο έργο τους και η οποία επανδρώθηκε κυρίως από πρώην αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ελληνικού στρατού καθώς και Εβραίους πρόσφυγες από την Κεντρική Ευρώπη.[6] Στις 4.3 η απομόνωση του πρώην συνοικισμού έχει ολοκληρωθεί. Επικεφαλής του στρατοπέδου τοποθετείται ένας νεαρός (μόλις 23 ετών), μέλος της SD, ο Γκέρμπιν. Άμεσος βοηθός του είναι ο Βιτάλ Χασσόν που τρομοκρατεί, βασανίζει και εκβιάζει τους ομοθρήσκους του επικεφαλής μιας συμμορίας τραμπούκων με «πρωτοπαλίκαρο» τον Λεών Σιών, γνωστότερο με το εύγλωττο παρατσούκλι Τοπούζ («ένα είδος κολοσσού, ένα κτήνος με ηράκλεια δύναμη»).[7]

Πριν ξεκινήσουν τα τρένα του θανάτου αυξάνεται η πίεση αλλά και η κοροϊδία. «Την πρωίαν του Σαββάτου 6 Μαρτίου 1943», καταγράφει στα απομνημονεύματά του ο Γιακοέλ, «οι κατοικούντες εις τα άκρα των εβραϊκών επιτρεπομένων ζωνών (ισραηλιτικοί συνοικισμοί – ζώνη πόλεως – ζώνη εξοχών) έβλεπον έκπληκτοι διπλοσκοπούς, από την χαραυγήν εγκατεστημένους, εις τα τέρματα των οδών εξόδου εκ των ζωνών. Εις χωροφύλαξ και εις πολιτοφύλαξ Ισραηλίτης με το κίτρινον περιγραχιόνιον, εσταμάτων τους διερχομένους και μεταβαίνοντας εις τας εργασίας τους των διαφόρους πολίτας».[8] Οι ζώνες που αναφέρονται παραπάνω περιελάμβαναν τους συνοικισμούς πέρα από το Βαρδάρι (Χιρς, Αγ. Παρασκευή, Στασιόν Τσίκο, Ρεζί Βαρδάρ) η πρώτη· την περιοχή μεταξύ των οδών Εγνατία, Παν. Χαλκέων, Αγ. Δημητρίου και Λαγκαδά, η δεύτερη· και αυτή που περικλείουν οι λεωφόροι Βασ. Γεωργίου και Βασ. Όλγας, καθώς και οι οδοί Ευζώνων, 25ης Μαρτίου και Παπάφη με προέκταση προς τον ισραηλιτικό συνοικισμό της Καλαμαριάς, η τελευταία.[9] Την επόμενη ακριβώς μέρα συγκαλείται συγκέντρωση εκατοντάδων προκρίτων στα νέα γραφεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας προς την οποία απευθύνεται ο Αλόις Μπρούννερ, ενώ μεταφράζει ο αρχιραββίνος Κόρετς. «Αυτήν την ημέραν όλοι υμείς θα έπρεπε να είσθε φυλακισμένοι εις στρατόπεδον συγκεντρώσεως ως όμηροι. Χάρις εις τον Δρα Κόρετς, όστις ηγγύηθη δια της κεφαλής του, ευρίσκεσθε ελεύθεροι. Σας εκάλεσα να μου δηλώσητε εάν είσθε διατεθειμένοι να βοηθήσετε την Κοινότητα εις την εκτέλεσιν των μέτρων τα οποία διατάσσεται να εφαρμόση, και να εγγυηθήτε την δήλωσίν σας δια της κεφαλής σας», είναι τα λόγια του αξιωματικού τωνSS. Προφανώς η ερώτηση ήταν ρητορική και «η απάντησις δεν ήτο δυνατόν παρά να ήτο καταφατική, χωρίς καμμίαν εξήγησιν ή συζήτησιν».[10]

Στις 10.3 ο Άιχμαν έστειλε μήνυμα στον Μπρούννερ να αρχίσει τις αποστολές Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου.[11] Πράγματι, τέσσερις ημέρες αργότερα οι έγκλειστοι του συνοικισμού Χιρς συγκεντρώνονται στη συναγωγή στις 11 π.μ. Εκεί ο Κόρετς τους ανακοινώνει ότι την επόμενη μέρα θα μεταφερθούν στην Κρακοβία της Πολωνίας.[12] Ακόμη και τότε συνεχίζεται η εξαπάτηση των θυμάτων. «Στη συναγωγή του συνοικισμού καταθέσαμε τα χρήματά μας και μας έδωσαν μία επιταγή σε ζλότι, πληρωτέα σε τράπεζα στην Πολωνία. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν υπάλληλοι των εβραϊκών τραπεζών “Ένωση” και “Αμίρ”… Ο Χασσόν μας έλεγε επίσης να μη πάρουμε μαζί μας χρυσαφικά. Είχα μάθει ότι ο Χασσόν είχε συλλάβει ορισμένους και τους είχε κλέψει», θυμάται ο Λεόν Μπενμαγιόρ, που βρέθηκε στα βαγόνια μερικές αργότερα.[13] Και τη Δευτέρα 15 Μαρτίου, όπως προαναφέραμε, όλοι οι έγκλειστοι φορτώνονται στα τρένα για το Άουσβιτς.

Το διαμετακομιστικό στρατόπεδο θα μείνει άδειο για λίγες ώρες καθώς την ίδια μέρα Γερμανοί στρατιώτες, Έλληνες χωροφύλακες και Ισραηλίτες πολιτοφύλακες περικυκλώνουν τον συνοικισμό της Αγίας Παρασκευής (που βρισκόταν δίπλα στο χριστιανικό νεκροταφείο) και δίνουν στους κατοίκους του διορία είκοσι λεπτά για να μαζέψουν τα πράγματά τους. Κατόπιν οδηγούνται σαν κοπάδι στο Χιρς. Την επόμενη μέρα θα προστεθούν οι κάτοικοι του Στασιόν Τσίκο (Μικρός Σταθμός), συνοικισμός που βρισκόταν χοντρικά στην περιοχή όπου είναι τώρα ο Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός. Την Τετάρτη 17.3 φεύγει η δεύτερη αποστολή. Το στρατόπεδο Χιρς ξαναγεμίζει σχεδόν αμέσως από τη συνοικία Ρεζί Βαρδάρ (από την αριστερή πλευρά της οδού Λαγκαδά μέχρι περίπου την οδό Μιχαήλ Καλού, πάνω από τη Μοναστηρίου). Αυτοί οι άνθρωπο θα αποτελέσουν το φορτίο της τρίτης αποστολής που θα αναχωρήσει στις 19.3.

Αγωνία και αναβρασμός επικρατεί στα δύο κύρια γκέτο (πόλης και εξοχών). Στις 4 μ.μ., την ημέρα που οι κάτοικοι του Ρεζί Βαρδάρ στέλνονται στο Χιρς, μέσα στην κατάμεστη συναγωγή των Μοναστηριωτών (στην οδό Συγγρού, η μόνη συναγωγή της Θεσσαλονίκης που διασώθηκε άφθαρτη από την Κατοχή) ο αρχιραβίνος διαλύει και τις τελευταίες αυταπάτες. Όλοι οι Εβραίοι της πόλης θα εξορισθούν. Ο ομιλητής, μάλιστα, «επικαλείται τη γενναιοδωρία των πλουσίων: να βοηθήσουν να ντυθούν οι φτωχοί απ’ την κορυφή ως τα νύχια, ώστε όλοι οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι να φθάσουν εις τον τόπον της νέας διαμονής των ντυμένοι αξιοπρεπώς, και τούτο, για να διατηρηθή, μεταξύ των άλλων Εβραίων που θα τους υποδεχτούν, η καλή φήμη της Θεσσαλονίκης. Το ακροατήριο είναι αγανακτισμένο… Ταράζονται όλοι τους, φωνασκούν, αποκαλούν τον άμυαλο ρήτορα, προδότη, πουλημένο. Έτσι αναγκάζεται να εξαφανισθή από μια κρυφή πόρτα. Όμως το εκνευρισμένο πλήθος, παραφυλάγει όλες τις εξόδους και ορμά επάνω του για να τον λυντσάρη. Μια ζώνη γεροδεμένων πολιτοφυλάκων, τον περιβάλλει, τον προστατεύει και βιαστικά τον βάζουν σ’ ένα αυτοκίνητο».[14] Για τον αρχιραβίνο χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της Ανριέτας Μόλχο: «Πέρασε από τη γειτονιά μας, κοντά στον συνοικισμό “6”, ο αρχιραβίνος με το αμάξι του, ένα ανοιχτό παϊτόνι, και έλεγε: “No vos epantech fijosyo esto aquiNo es nada lo que la gente esta avlando no vos sikleesh. Es una ermosura, onde vos vas ayir. Tomando ropas godras convosotros” (“Μη φοβάστε παιδιά, εγώ είμαι εδώ. Αυτά που λέει ο κόσμος δεν είναι τίποτα. Μη στεναχωριέστε. Είναι πολύ όμορφα εκεί που θα πάτε. Πάρτε μαζί σας χοντρά ρούχα”)».[15]

Οι αποστολές συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς: 23.3, 27.3, 5.4, 7.4.[16] Φροντίζει για αυτό ο γερμανικός στρατιωτικός μηχανισμός. «Αι αμαξοστοιχίαι που εχρειάζοντο δια την μεταφοράν εζητήθησαν από την Κομμαντατούρα μεταφορών της Βέρμαχτ. Ο Μπρούννερ δεν εχρειάζετο τίποτε άλλο παρά απλώς να δηλώση πόσα βαγόνια θέλει και πότε τα θέλει», καταθέτει στη δίκη της Νυρεμβέργης ο Βισλιτσένυ[17] (προσπαθώντας, βέβαια, να φορτώσει όλη την ευθύνη στον έταιρο δήμιο). Τότε ο Κόρετς, παρακάμπτοντας τους ναζί, κάνει ένα διάβημα στον δωσίλογο πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη, που επισκεπτόταν τη Θεσσαλονίκη. Τον συναντά στο μητροπολιτικό μέγαρο και κλαίγοντας τον παρακαλεί να μεσολαβήσει για να μην εξαφανισθεί η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, παράκληση στην οποία ο Ράλλης απαντά με υπεκφυγές για την αδυναμία της θέσης του.[18] Το αποτέλεσμα είναι ο Κόρετς να καθαιρεθεί από τα αξιώματά του (ήταν ταυτόχρονα και πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας) και να συλληφθεί. Στη θέση του προέδρου διορίζεται ο Αλμπάλα (διοικητής της Πολιτοφυλακής, όπως είδαμε παραπάνω), ενώ του αρχιραβίνου ο Χαΐμ Χαμπίμπ (που θα κρατήσει μια πιο αξιοπρεπή στάση απέναντι στους ναζί).[19]

Εντωμεταξύ, το άδειασμα και ξαναγέμισμα του στρατοπέδου Χιρς συνεχίζεται αμείωτο. Τώρα πια οι Εβραίοι, τόσο από το κέντρο όσο κι από τα ανατολικά, διασχίζουν σχεδόν όλη την πόλη πριν φθάσουν εκεί. «Βρέθηκε ένα καρότσι», θυμάται η Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο (που βρέθηκε στο Χιρς ήδη πριν την πρώτη αποστολή), «και φορτώσαμε τις βαλίτσες μας και μερικά τρόφιμα. Και ξεκινά το μικρό μας καραβάνι να διασχίσει όλη την πόλη με τα πόδια και να φθάσουμε στο συνοικισμό του Χιρς ύστερα από δύο ή τρεις ώρες. Σπρώχναμε το καρότσι και προχωρούσαμε με σκυφτό το κεφάλι».[20] Παρόμοια η περιγραφή του Λεόν Μπενμαγιόρ: «Ήλθαν ένα πρωί, χτύπησαν την πόρτα μας, μας διέταξαν να σηκωθούμε, να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε. Φορτώσαμε λοιπόν τις αποσκευές μας σ’ ένα κάρο, που είχαμε νοικιάσει τρεις-τέσσερις οικογένειες από κοινού, και ξεκινήσαμε. Στο κάρο αυτό καθίσαμε και τον ηλικιωμένο πατέρα μου. Ανεβήκαμε την οδό Ιταλίας, στρίψαμε αριστερά στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, συνεχίσαμε διασχίζοντας την Εγνατία, τη Μοναστηρίου και τη Γιαννιτσών και τέλος φτάσαμε στου Βαρώνου Χιρς».[21] Η παραμονή στο Χιρς, για την πλειοψηφία, περιορίζονταν από μια-δυο μέρες έως λίγες ώρες. «Δεν μείναμε λοιπόν καθόλου στους Βαρώνου Χιρς. Φθάσαμε εκεί βράδυ και φύγαμε την άλλη μέρα το πρωί», λέει η Ανριέτα Μόλχο.[22]

Και τα τρένα φεύγουν ασταμάτητα: 10.4, 13.4, 16.4, 20.4, 22.4, 28.4, 3.5, 9.5. Σε λιγότερο από δύο μήνες η Θεσσαλονίκη έχει αδειάσει από τον εβραϊκό πληθυσμό της. Την 1.6 αναχωρεί μια ιδιαίτερη αποστολή 820 ατόμων. «Είναι οι προνομιούχοι… μέλη του συμβουλίου και των διαφόρων κοινοτικών επιτροπών που συνειργάσθησαν για την οργάνωση της αναγκαστικής εξόδου: καθηγηταί, κοινοτικοί υπάλληλοι, όλοι όσοι απετέλεσαν τους εκλεκτούς του εβραϊκού πληθυσμού». Τους είχαν υποσχεθεί ότι θα τους μεταφέρουν στο Τερέζιενστατ, το στρατόπεδο συγκέντρωσης που οι ναζί χρησιμοποιούσαν ως βιτρίνα κι όπου οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τα στρατόπεδα εξόντωσης. Τους έστειλαν κατευθείαν στα κρεματόρια του Μπιρκενάου. Οι μόνοι που μπήκαν σε τρένα αλλά δεν στάλθηκαν στο Άουσβιτς ήταν αυτοί που έφυγαν στις 2.8 και στάλθηκαν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Πρόκειται για 367 Εβραίους με ισπανική υπηκοότητα και 74 με ελληνική, ανάμεσα στους οποίους κι ο Κόρετς (ο οποίος θα πεθάνει εκεί από τύφο). Η τελευταία αποστολή (10.8) περιλαμβάνει 1.800 ανύπαντρους άντρες που είχαν επιζήσει από τα καταναγκαστικά έργα στα οποία είχαν σταλθεί όταν άρχισαν οι εκτοπίσεις. Συνολικά 45.650 Εβραίοι στάλθηκαν από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου και 441 στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν και 2.000 περίπου από τη Φλώρινα, τη Βέροια, το Διδυμότειχο, το Σουφλί και την Ορεστιάδα.[23]

Παραπομπές:
[1] Μίκαελ Μόλχο – Ιωσήφ Νεχαμά, In Memoriam: Αφιέρωμα εις μνήμην των Ισραηλιτών θυμάτων του ναζισμού εν Ελλάδι, μτφρ. Γ. Ζωγραφάκης, 2η έκδ., Ισραηλιτική Κοινότης Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 108.
[3] Ρένα Μόλχο, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919: Μια ιδιαίτερη κοινότητα, Θεμέλιο, Αθήνα 2006, σ. 111.
[4] ΜΜόλχο – ΙΝεχαμάIn Memoriamό.π., σ. 96-97.
[5] Γιομτώβ Γιακοέλ, Απομνημονεύματα 1941-1943, Ίδρυμα Ετς Αχάιμ – Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 121.
[6] ΜΜόλχο – ΙΝεχαμάIn Memoriamό.π., σ. 92.
[7] ΜΜόλχο – ΙΝεχαμάIn Memoriamό.π., σ. 118.
[8] Γιομ. Γιακοέλ, Απομνημονεύματα 1941-1943,ό.π., σ. 121-122.
[9] ΜΜόλχο – ΙΝεχαμάIn Memoriamό.π., σ. 91-92.
[10] Γιομ. Γιακοέλ, Απομνημονεύματα 1941-1943,ό.π., σ. 122.
[11] Σπύρος Κουζινόπουλος, Υπόθεση Αλόις Μπρούνερ: Ο δήμιος των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 56-57.
[12] ΜΜόλχο – ΙΝεχαμάIn Memoriamό.π., σ. 107.
[13] Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλμπέρτος Ναρ, Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα, Ίδρυμα Ετς Αχάιμ – Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 306.
[14] ΜΜόλχο – ΙΝεχαμάIn Memoriamό.π., σ. 109-110.
[15] Έρ. Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλ. Ναρ, Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων…, ό.π., σ. 115-116.
[16] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Επίμετρο στο Έρ. Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλ. Ναρ,Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων…, ό.π., σ. 478.
[17] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ελλάδος 1941-1944, Εστία, Αθήνα 1996, σ. 29.
[18] Πολ. Ενεπεκίδης, Το Ολοκαύτωμα…, ό.π., σ. 34-37.
[19] Φρ. Αμπατζοπούλου, Επίμετρο στο Έρ. Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλ. Ναρ, Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων…, ό.π., σ. 478· Μ. Μόλχο – Ι. Νεχαμά, In Memoriam, ό.π., σ. 120.
[20] Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, Πενήντα χρόνια μετά…: Αναμνήσεις μιας Σαλονικιώτισσας Εβραίας, 2η έκδ., Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 56.
[21] Έρ. Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλ. Ναρ, Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων…, ό.π., σ. 305.
[22] Έρ. Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλ. Ναρ, Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων…, ό.π., σ. 115.
[23] Φρ. Αμπατζοπούλου, Επίμετρο στο Έρ. Κούνιο-Αμαρίλιο – Αλ. Ναρ, Προφορικές Μαρτυρίες Εβραίων…, ό.π., σ. 478-479· Μ. Μόλχο – Ι. Νεχαμά, In Memoriam, ό.π., σ. 121-122.

To αφιέρωμα αναπτύσσεται στον παρακάτω σύνδεσμο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου