Κάποτε γλίστρησα σε δάκρυα κι έπεσα στη λύπη ενός παιδιού που δεν είχε παιχνίδια.
Προσπάθησα να φύγω. Εκείνο συνέχισε να κλαίει. Πιο δυνατά.
Γλίστρησα ακόμη πιο βαθιά. Σκέφτηκα να το βγάλω από τη λύπη. Το πήρα από το χέρι κι αρχίσαμε να περπατάμε.
Στο δρόμο, συναντήσαμε άλλο ένα παιδί, πιο κάτω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…
Προσπάθησα να φύγω. Εκείνο συνέχισε να κλαίει. Πιο δυνατά.
Γλίστρησα ακόμη πιο βαθιά. Σκέφτηκα να το βγάλω από τη λύπη. Το πήρα από το χέρι κι αρχίσαμε να περπατάμε.
Στο δρόμο, συναντήσαμε άλλο ένα παιδί, πιο κάτω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…
Συνειδητοποίησα πως ήταν αδύνατο να πάρω τόσα παιδιά μαζί μου.
Για να σωθώ, έπρεπε να φύγω μόνος μου. Αλλιώς η λύπη θα μας καταλάβαινε και θα μας γύριζε όλους πίσω.
Έκλεισα τα βλέφαρά μου και αμέσως βγήκα στη χαρά.
Για να σωθώ, έπρεπε να φύγω μόνος μου. Αλλιώς η λύπη θα μας καταλάβαινε και θα μας γύριζε όλους πίσω.
Έκλεισα τα βλέφαρά μου και αμέσως βγήκα στη χαρά.
Τρόμαξα από το θέαμα.
Άνθρωποι βιαστικοί βάδιζαν, με τα μάτια σχεδόν κλειστά, πάνω κάτω, στους δρόμους. Αποτσίγαρα, τσίχλες και στεναχώρια, κολλημένα στις σόλες των παπουτσιών τους.
Άνθρωποι βιαστικοί βάδιζαν, με τα μάτια σχεδόν κλειστά, πάνω κάτω, στους δρόμους. Αποτσίγαρα, τσίχλες και στεναχώρια, κολλημένα στις σόλες των παπουτσιών τους.
Πρέπει να ανοίξετε τα μάτια,
είπα σε κάποιον. Εκείνος πέρασε από πάνω μου και συνέχισε το δρόμο του.
Είχα γίνει αόρατος. Αν πέσεις μια φορά στη λύπη, γίνεσαι αόρατος.
Από τότε ζω ανάμεσα στους δύο κόσμους. Κερνάω τους περαστικούς. Ένα ποτήρι λύπη.
Δεν ανοίγουν αλλιώς τα μάτια.
Δυστυχώς!
Δεν ανοίγουν αλλιώς τα μάτια.
Δυστυχώς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου