Του James Petras*
Το παρακάτω κείμενο του Petras έχει διπλή σημασία καθώς από τη μια μεριά συνδέεται με το αφιέρωμα για τα δέκα χρόνια του Αργεντινάζο και από την άλλη με την τρομακτική επικαιρότητα που έχει αποκτήσει το θέμα της ανεργίας τώρα στη χώρα μας.
Εισαγωγή
Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια η Λατινική Αμερική έχει έχει γίνει μάρτυρας τριών κυμάτων επικαλυπτόμενων και αλληλένδετων κοινωνικών κινημάτων . Το πρώτο κύμα, εμφανίστηκε περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και αποτελούταν σε μεγάλο βαθμό από αυτό που ονομάζουμε «νέα κοινωνικά κινήματα». Αυτά περιλαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, οικολογία, φεμινισμό, και εθνικά κινήματα, καθώς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ ). Η ηγεσία τους ήταν κυρίως χαμηλά στρώματα μεσοαστών εργαζομένων, ενώ οι πολιτικές- στρατηγικές τους είχαν ως στόχο τη πρόκληση των πολιτικών και στρατιωτικών καθεστώτων της εποχής.
Το δεύτερο κύμα αναπτύχθηκε σε μια ισχυρή πολιτική δύναμη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 μέχρι και σήμερα. Αποτελούμενο και καθοδηγούμενο από χωρικούς και αγρότες, οι μαζικές οργανώσεις του, δεσμεύτηκαν σε άμεση δράση για την προώθηση και την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων των υποστηρικτών τους. Οι σημαντικότερες από αυτές τις κινήσεις περιλαμβάνουν τους Ζαπατίστας του Μεξικού (EZLN), τους ακτήμονες αγρότες της Βραζιλίας(MST), τους καλλιεργητές οπτάνθρακα (Cocaleros) και αγρότες της Βολιβίας, την Εθνική Ομοσπονδία Αγροτών στην Παραγουάη, τις FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας) στην Κολομβία , και τους χωρικούς-ινδιάνους CONAIE στο Εκουαδόρ. Η σύνθεση, οι τακτικές, και οι απαιτήσεις των ομάδων αυτών διαφέρουν, αλλά είναι όλοι ενωμένοι στην αντίθεσή τους απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή, το νεοφιλελεύθερο οικονομικό καθεστώς και την αυξανόμενη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των τοπικών και ξένων προνομιούχων. Συγκεκριμένα, αγωνίστηκαν για την αναδιανομή της γης και της εθνικής αυτονομίας για τις ινδιάνικες κοινότητες, και πολέμησαν κατά της παρέμβασης των ΗΠΑ με τη μορφή προγραμμάτων εξάλειψης της παραγωγής οπτάνθρακα, αποικισμού εδάφους από στρατιωτικές βάσεις, διείσδυσης στην εθνική αστυνομία / στρατιωτικά ιδρύματα, και στρατιωτικοποίησης των κοινωνικών συγκρούσεων, όπως το Σχέδιο Κολομβία και η Πρωτοβουλία των Άνδεων.
Το τρίτο και νεότερο κύμα των κοινωνικών κινημάτων επικεντρώνεται στις αστικές περιοχές. Περιλαμβάνει τις μαζικές μετακινήσεις των ανέργων της «γειτονιάς» (Barrio), στην Αργεντινή, τους ανέργους και τους φτωχούς στη Δομινικανή Δημοκρατία, και τους κατοίκους παραγκουπόλεων που έχουν συγκεντρωθεί πίσω από τα λαϊκιστικά πανό του προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. Εκτός από τα αστικά αυτά κινήματα, νέα πολυτομεακά κινήματα, που ασχολούνται με μαζικούς αγώνες και ενσωματώνουν αγροτικούς εργάτες αλλά και μικρό-μεσαίους αγρότες, αναδύονται στην Κολομβία, το Μεξικό, τη Βραζιλία και την Παραγουάη.
Η φύση, ο τρόπος λειτουργίας, και το ύφος της πολιτικής δράσης του δεύτερου και του τρίτου κύματος, προκαλούν πολλά από τα στερεότυπα και τις υποθέσεις της συμβατικής φιλελεύθερης κοινωνικής επιστήμης καθώς και των μετά-μαρξιστικών ορθοδοξιών. Για παράδειγμα, το «νέο κοινωνικό κίνημα» συγγραφέων κήρυξε το τέλος της πολιτικής τάξης και την έλευση πολιτιστικών “με βάση τον πολίτη” κινήσεων που ασχολούνται με τη δημοκρατία, την ισότητα των φύλων, και την πολιτική ταυτότητα. Θεωρητικοί όπως ο Eric Hobsbawm χρησιμοποιούν «δημογραφικά» επιχειρήματα για να απορρίψουν τον κεντρικό ρόλο των αγροτικών κινημάτων στις σύγχρονες πολιτικές διαμάχες ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι η μάζα των φτωχών της πόλης, που ασχολούνται με αποσπασματικές και περιθωριακές εργασίες ή είναι αποκλεισμένοι από τα μέσα παραγωγής, είναι ανίκανοι να αναμετρηθούν με την καθιερωμένη πολιτική εξουσία.
Η μεταγενέστερη έκρηξη των αγροτικών και αστικών ταξικών κινημάτων σε όλη τη Λατινική Αμερική, με σκοπό την απόκτηση γης και την άσκηση πολιτικής εξουσίας ταρακούνησε αυτές τις ορθοδοξίες.
Η αντίληψη ότι ο οικονομικός και πολιτικός φιλελευθερισμός θα οδηγούσε στο τέλος των μαζικών ιδεολογικών αγώνων εξατμίστηκε με την εμφάνιση των Ζαπατίστας, του FARC,και του CONAIE. Αυτές οι κινήσεις έχουν οργανώσει λαϊκές συνελεύσεις για να αμφισβητήσουν δεκαετίες μιας εκμεταλλευτικής, διεφθαρμένης, και αντιδραστικής εξουσίας, και να ορίσουν μια νέα ουσιαστική μορφή της άμεσης δημοκρατίας. Η κεντρικότητα της άμεσης δράσης χτύπησε στο κέντρο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, παραλύοντας συχνά την παραγωγή και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Επιπλέον η θέση του Hobsbawm καταρρίφθηκε από την υπέροχη εμφάνιση της πολιτικής εξουσίας, ενσωματωμένη στη συμμετοχή των ιθαγενών στο Κοινοβούλιο του Εκουαδόρ το 2000, την τρομερή επιρροή του FARC σε σχεδόν τους μισούς δήμους της Κολομβίας, και την επίδειξη δύναμης του MST σε 23 από τις 24 πολιτείες της Βραζιλίας.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σημαντικό σύγχρονο κοινωνικό κίνημα, και το θέμα αυτού του δοκιμίου, είναι αυτό των ανέργων της πόλης στην Αργεντινή. Αυτό το κίνημα, το οποίο με απόλυτη διαφάνεια αμφισβητεί τις υποθέσεις των κονιορτοποιημένων ανήμπορων φτωχών της πόλης, είναι μια περίπτωση που αξίζει να εξετάσουμε για τα καινοτόμα χαρακτηριστικά και τις εκρηκτικές δυνατότητες της για την υπόλοιπη αστική Λατινική Αμερική.
Οι άνεργοι στην Αργεντινή ξεσπούν
Ένας από τους κυριότερους λόγους που οι ορθόδοξοι μαρξιστές έχουν υποστηρίξει ότι η βιομηχανική εργατική τάξη παίζει κεντρικό ρόλο σε κάθε κοινωνικό μετασχηματισμό είναι η στρατηγική της θέση στην παραγωγική διαδικασία. Η σχετική συρρίκνωση αυτής της τάξης και η τεράστια αύξηση των υποαπασχολούμενων, των ανέργων, και της άτυπης ή «περιθωριακής» αστικής μάζας αναγνωρίζονται ως εξελίξεις που επιβραδύνουν ή ακόμη καθιστούν αδύνατη μια ριζική κοινωνική αλλαγή. Μαρξιστές υποστήριξαν ότι η κατακερματισμένη δομή της απασχόλησης των φτωχών στις πόλεις τους διαιρεί, και η σχετική απομόνωσή τους από τους κύριους τομείς της οικονομίας υποσκάπτει την ικανότητά τους να υπονομεύσουν τη διαδικασία συσσώρευσης. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι από αυτή την αστική μάζα επωφελείται ο καπιταλισμός, όσο κρατά δηλαδή τους χαμηλούς μισθούς και υπηρετεί ώστε να μειωθούν οι απαιτήσεις των εργαζομένων. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, ορισμένοι μελετητές της κοινωνικής επιστήμης και μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων έχουν προσπαθήσει να μας πείσουν ότι αυτές οι μεταβαλλόμενες μορφές απασχόλησης είναι καλές, καθώς έχουν οδηγήσει σε αύξηση της ανεξαρτησίας των αστικών μαζών μέσω της ενθάρρυνσης μικρό-δραστηριοτήτων, οικονομικών πολιτικών διαβίωσης και αμοιβαίων ανταλλαγών.
Στην Αργεντινή, η έλλειψη σταθερής απασχόλησης, η μείωση του βιοτικού επιπέδου, η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, τα αυξανόμενα βίαια ξεσπάσματα, και η τεράστια αύξηση των παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων που προέρχονται από τις γειτονιές έχουν καταστήσει γελοία την ειδυλλιακή εικόνα ζωγραφισμένη από «μοντέρνους» ιδεολόγους της «αυτοβοήθειας». Παρόλα αυτά η εκλεπτυσμένη και επιτυχημένη διοργάνωση αυτών που θεωρούνταν ανοργάνωτες ομάδες έχει επίσης ταρακουνήσει τη μαρξιστική ορθοδοξία. Τον Αύγουστο του 2001, μια πανεθνική κινητοποίηση αποτελούμενη από περισσότερους από εκατό χιλιάδες πολύ καλά οργανωμένους άνεργους, έκλεισε πάνω από τριακόσιους αυτοκινητόδρομους στην Αργεντινή, παραλύοντας την οικονομία, συμπεριλαμβανομένου και του μέχρι τότε άτρωτου χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά τους προηγούμενους μήνες και εβδομάδες, η ομοσπονδιακή αστυνομία σκότωσε πέντε διαδηλωτές (piqueteros), και συνέλαβε πάνω από τρεις χιλιάδες, σε βίαιες συγκρούσεις σε όλη τη χώρα. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι άνεργοι ήταν σε θέση να πιέσουν και να εξασφαλίσουν χιλιάδες -κατώτατου μισθού - προσωρινές θέσεις εργασίας, επιδόματα διατροφής, και άλλες παραχωρήσεις από το κράτος, διατηρώντας την ανεξάρτητη οργάνωση τους. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001, οι άνεργοι ήταν σε θέση να οργανώσουν μαζικά μπλόκα αυτοκινητόδρομων σε όλη την πρωτεύουσα του Μπουένος Άιρες, και μια επιτυχημένη γενική απεργία σε συνεργασία με τους τομείς των συνδικάτων, μπλοκάροντας έτσι τη δράση της κυβέρνησης καθώς και τις εισόδους όλων των μεγάλων ιδιωτικών βιομηχανιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, οι δράσεις αυτές άντλησαν συχνά την υποστήριξη και τη συμμετοχή από ένα ευρύ φάσμα πολιτών και κοινωνικών τάξεων, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών εμπόρων, επαρχιακών και δημοτικών υπαλλήλων, των συνταξιούχων εργαζομένων, της δημόσιας υγείας, εκπαιδευτικών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυρίως της οργάνωσης των «μητέρων της Μαγιάτικης Πλατείας» (Madres de Plaza de Mayo).
Αυτές οι θεαματικές πρόσφατες επιτυχίες χτίστηκαν μετά από αρκετά χρόνια υπομονετικής και συχνά απογοητευτικής οργάνωσης. Οι άνεργοι έστελναν αναφορές σε δημοτικές, εθνικές και ομοσπονδιακές κυβερνήσεις ενώ ταυτόχρονα διαδήλωναν ειρηνικά. Όταν όμως αυτές οι τακτικές αγνοήθηκαν, οι άνεργοι άρχισαν να δρουν πιο άμεσα, καταλαμβάνοντας κρατικά και δημοτικά κτίρια γραφείων και περιστασιακά καίγοντάς τα. Αποκλεισμοί δρόμων και μαζικές διαδηλώσεις ξεκίνησαν σε δύο πόλεις στο εσωτερικό της Αργεντινής, στο Cutrol Co και τη Plaza Huincal, τον Ιούνιο του 1996 και ξανά τον Απρίλιο του 1997. Αυτές οι διαδηλώσεις κινητοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις περικοπές θέσεων εργασίας και το κλείσιμο εργοστασιακών εγκαταστάσεων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, σημειώθηκαν μαζικοί αποκλεισμοί δρόμων στα προάστια της εργατικής τάξης του Μπουένος Άιρες, εξαιτίας των υψηλών ηλεκτρικών επιτοκίων που χρέωναν ιδιωτικές επιχειρήσεις ενέργειας και ηλεκτρισμού και την διακοπή ρεύματος στα σπίτια των ανέργων καταναλωτών που αδυνατούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Μέχρι το 2000, μαζικές διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στις πόλεις Neuquen και General Mosconi, οι οποίες αποτελούσαν ως τότε κερδοφόρα κέντρα παραγωγής πετρελαίου. Όταν η ιδιωτικοποίηση οδήγησε στο κλείσιμο των χώρων εργασίας και κατ επέκταση σε εκτεταμένη ανεργία η κυβέρνηση απέτυχε να τηρήσει την υπόσχεσή της για τη χρηματοδότηση εναλλακτικής απασχόλησης, κυρίως λόγω των περικοπών στον προϋπολογισμό που έπρεπε να ανταποκρίνονται στις φορολογικές απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Εξηγώντας το Κίνημα
Το πρώτο βήμα για να εξηγήσουμε το κίνημα των ανέργων στην Αργεντινή είναι να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που έχει ρημάξει τη ζωή των εργατών και των αγροτών σε όλη τη Λατινική Αμερική. Καθώς η κυβέρνηση της Αργεντινής συμμορφώθηκε με τη γραμμή που χαράσσεται από ιδεολόγους της ελεύθερης αγοράς, έθεσε σε εφαρμογή πολιτικές που είχαν προβλέψιμα αποτελέσματα. Οι δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν, και οι νέοι ιδιοκτήτες απέλυσαν χιλιάδες εργαζομένους. Λειτουργίες που κρίθηκαν μη προσοδοφόρες, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών και ενεργειακών κέντρων, έκλεισαν, δημιουργώντας εικονικές πόλεις-φαντάσματα στις οποίες όλοι οι κοινωνικοοικονομικοί τομείς επηρεάστηκαν δυσμενώς. Οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκαν, και πολλοί απολύθηκαν. Χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι πέρασαν μήνες χωρίς να πληρώνονται καθόλου. Τα εργατικά συνδικάτα δέχθηκαν επίθεση, και τα μέλη των σωματείων απολυθήκαν. Οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν δραστικά, κάτι που επηρέασε τους συνταξιούχους και όλους εκείνους που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την ιδιωτική εκπαίδευση ή υγειονομική περίθαλψη. Η εισροή ξένων κεφαλαίων οδήγησε σε αχαλίνωτη κερδοσκοπία, δημιουργώντας ένα κραχ στο χρηματοπιστωτικό τομέα και την μετακίνηση, από την αστική τάξη της Αργεντινής, $ 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ποσό ισοδύναμο με το δημόσιο χρέος της χώρας) εκτός της χώρας. Η ύφεση ξεκίνησε το 1997 μόνο για να εξελιχθεί σε μία ένα πλήρη οικονομική δυσπραγία το 2001.
Ανάλογα με την τοποθεσία, μεταξύ 30% και 80% του εργατικού δυναμικού είναι σήμερα άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Στο Μπουένος Άιρες, τα επίσημα στοιχεία της ανεργίας ,της τάξης του 16%-18%, γρήγορα διπλασιάστηκαν. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι έπρεπε να συντηρούνται με προσωρινή και επισφαλή απασχόληση. Στα μεγάλα προάστια της εργατικής τάξης, η ανεργία έφθασε το 30-50% και σχεδόν παντού η μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών έπεσε κάτω από το ήδη πενιχρό όριο της φτώχειας.
Οι οικονομικές δυσκολίες επιδεινώθηκαν και από τις πολιτικές συνθήκες. Όχι μόνο οι τρείς πιο πρόσφατοι πρόεδροι (Ραούλ Αλφονσίν, Κάρλος Σαούλ Μένεμ, και ο Φερνάντο ντε λα Ρούα) παρέδωσαν τα πιο πολύτιμα υπάρχοντα της οικονομίας στην Αργεντινή και σε ξένους καπιταλιστές σε τιμές ευκαιρίας αλλά επιπλέον αντέστρεψαν ραγδαία την υπάρχουσα κοινωνική νομοθεσία, απαλλάσσοντας στρατιωτικούς αξιωματούχους υπεύθυνους για τριάντα χιλιάδες θανάτους και εξαφανίσεις. Για να κατευνάσουν τους φτωχούς, τα δύο μεγάλα κόμματα, οι Ριζοσπάστες και οι Περονιστές, πραγματοποιούσαν περιστασιακά, διανομές τροφίμων και παρείχαν απασχόληση στους πιστούς οπαδούς τους, αλλά αυτά ήταν εντελώς ανεπαρκή.
Αυτές οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες συνέκλιναν με ευνοϊκές ευκαιρίες για τη δημιουργία μαζικών οργανώσεων. Μπορούμε να διαχωρίσουμε τις σχετικά αντικειμενικές συνθήκες που ήταν ευνοϊκές για τις οργανώσεις και τις συνειδητές στρατηγικές των ίδιων των οργανώσεων. Μεταξύ των ευνοϊκών αντικειμενικών παραγόντων ήταν οι ακόλουθοι:
(1) Υπήρξε μια υψηλή συγκέντρωση ανέργων βιομηχανικών εργατών, νέων που δεν είχαν ποτέ εργαστεί, γυναικών που ήταν επικεφαλής νοικοκυριών σε σχετικά διαχωρισμένες και σχεδόν ομοιογενείς γειτονιές, (που δεν υπόκεινταν στην επιρροή της χαμηλό-μεσαίας τάξης).
(2) Στις γειτονιές υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανέργων βιομηχανικών εργατών με την εμπειρία του συνδικάτου και εξοικείωση με τη συλλογική πάλη.
(3) Η παρατεταμένη φύση της κρίσης κατέστρεψε τα νοικοκυριά σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε ενεργοποίησε ένα δυσανάλογο μερίδιο μαχητικών γυναικών (το ίδιο ίσχυε για τους εφήβους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπειρία εργασίας και αντιμετώπιζαν ένα δυσοίωνο μέλλον).
και (4) Οι γειτονιές βρίσκονταν κοντά στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους από τους οποίους ταξίδευαν τα αγαθά και πραγματοποιούνταν οι περιφερειακές μεταφορές μεταξύ των μεγάλων πόλεων και εκτός των εθνικών συνόρων.
Φυσικά, δεν είναι αρκετά για να είναι ευνοϊκές οι συνθήκες. Οι οργανισμοί πρέπει να ανταποκριθούν με τις σωστές στρατηγικές και τακτικές. Η επιτυχία του κινήματος των ανέργων στην Αργεντινή σήμερα οφείλεται στο γεγονός ότι έμαθε από την εμπειρία του παρελθόντος και έτσι απέφυγε παγίδες. Με ανεξάρτητη οργάνωση, εντός της γειτονιάς, αυτόνομο από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τα εκλογικά κόμματα, και τον κρατικό μηχανισμό. Τα συνδικάτα, ιδιαίτερα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CGT), διοικούνταν από μια ευκόλως δωροδοκούμενη ομάδα υψηλόμισθων καταπιεστικών αφεντικών ,σε συμφωνία με το καθεστώς του Μένεμ και ήταν απρόθυμα να αντιμετωπίσουν την κυβέρνηση του De la Rua ή τις οπισθοδρομικές πολιτικές της. Οι κατά καιρούς καταγγελίες, και οι γενικές απεργίες όπως είναι αντιληπτό από τον καθένα -το καθεστώς και τους εργαζόμενους- αποτελούσαν τελετές με συμβολικό νόημα με σκοπό την «εκτόνωση» πριν την υποβολή. Προηγούμενες χλιαρές απόπειρες των συνδικάτων να οργανώσουν τους άνεργους εργάτες είχαν αποτύχει, ακόμη και στην περίπτωση των «μαχητικών συνδικάτων.” Παρά τις προγραμματικές απαιτήσεις για την οργάνωση των ανέργων, όλα τα συνδικάτα επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στα τέλη που πλήρωναν τα μέλη τους και τους τομεακούς τους αγώνες. Όπου υπήρχαν οργανωμένοι άνεργοι, συχνά χρησίμευαν ως “βοηθητικοί” εταίροι σε μία ημερήσια διαδήλωση και είχαν πολύ μικρό αντίκτυπο στην οικονομία και την διασφάλιση μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τα πολιτικά κόμματα, τα οποία, εκτός από την άμεση καταστολή, είχαν ρίξει μερικά ψίχουλα υποστήριξης στους εργαζόμενους καθώς και στους εκλεγμένους της ηγεσίας τους.
Έτσι, θεμελιώδης για την επιτυχία της νέας οργάνωσης των ανέργων ήταν η απόρριψη των πελατειακών πολιτικών των εκλογικών κομμάτων, των γραφειοκρατών, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της στήριξής τους στην αυτό-οργάνωση και την άμεση δράση. Το κίνημα ανέργων εργατών (MTD) άρχισε και συνεχίζεται ως λαϊκό κίνημα που οργανώθηκε και οδηγήθηκε από τα μέλη της γειτονιάς και του δήμου. Το MTD είναι οργανωμένο με μια δομή αποκέντρωσης. Κάθε δήμος έχει τη δική του οργάνωση η οποία βασίζεται στις γειτονιές εντός των συνόρων της. Μέσα σε μια γειτονιά, οι περιοχές με πολλά τετράγωνα έχουν μια άτυπη ηγεσία και ακτιβιστές. Κάθε δήμος οργανώνεται από τη Γενική Συνέλευση, όπου συμμετέχουν όλα τα ενεργά μέλη. Η πολιτική, οι απαιτήσεις και η οργάνωση των αποκλεισμών οδικών δικτύων αποφασίζονται συλλογικά στη συνέλευση. Μόλις οριστεί μια κεντρική αρτηρία ή ένας αυτοκινητόδρομος, η συνέλευση οργανώνει την υποστήριξη στο πλαίσιο της γειτονιάς. Εκατοντάδες ακόμα και χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά συμμετέχουν στον αποκλεισμό, στήνουν σκηνές και οργανώνουν συσσίτια στο πλάι του δρόμου. Σε περίπτωση που απειλούνται από την αστυνομία, εκατοντάδες περισσότεροι συρρέουν από τις διπλανές παραγκουπόλεις. Εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να διαπραγματευτεί, το κίνημα απαιτεί να πραγματοποιούνται οι διαπραγματεύσεις στο μπλόκο με όλους τους piqueteros παρόντες. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στο χώρο της διαδήλωσης από τη συλλογική συνέλευση.
Χάρη στην προηγούμενη εμπειρία τους, οι piqueteros είναι δύσπιστοι ως προς την αποστολή εκπροσώπων, ακόμα και μαχητικών ντόπιων, για τη ατομική διαπραγμάτευση μέσα σε κυβερνητικά γραφεία, γιατί όπως δήλωσε ένας από τους καθοδηγητές, “τους εξαγοράζουν με μια θέση εργασίας.” Μόλις εξασφαλιστούν τα αιτήματα- συνήθως μια ποσόστωση προσωρινών θέσεων εργασίας που χρηματοδοτούνται από το κράτος- πραγματοποιείται η κατανομή των θέσεων εργασίας βάσει συλλογική απόφασης, σύμφωνα με τα προ-ορισμένα κριτήρια των αναγκών της οικογένειας και την ενεργούς συμμετοχής στα μπλόκα. Η κατανομή της εργασίας γίνεται εκ περιτροπής σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν λιγότερες θέσεις εργασίας από ανέργους. Για άλλη μια φορά, οι piqueteros έχουν μάθει από την εμπειρία ότι όταν μεμονωμένοι ηγέτες διαπραγματεύονται τη διανομή των θέσεων, έχουν την τάση να ευνοούν τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους, και άλλους, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε caudillos (ηγέτες προσωπικού συμφέροντος) με ένα μηχανισμό αιγίδας που διαφθείρει το κίνημα.
Η τακτική του αποκλεισμού αυτοκινητοδρόμων είναι επίσης καθοριστική για την επιτυχία του MTD. Ισοδυναμεί ως πράξη με τον καθορισμό των μέσων παραγωγής από τους ίδιους τους εργαζομένους. Παραλύει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τόσο των εισαγωγών για την παραγωγή όσο και των εξαγωγών που προορίζονται για εγχώριες ή διεθνείς αγορές. Η διακοπή της κυκλοφορίας αποτελεί εκτός των άλλων και μια «ηλεκτρισμένη» εκδήλωση κοντά στις γειτονίες. Εκείνοι που οργανώνουν τους αποκλεισμούς, ντόπιοι εργαζόμενοι, όπως οι Pepino, Hippie, και Piquete στη πόλη General Mosconi, είναι εκείνοι που είναι οι πιο θαρραλέοι στο λόγο και στο να απαιτούν. Η πλειοψηφία του πληθυσμού υποστηρίζει το κίνημα αλλά φοβούνται να μιλήσουν. Παρόλα αυτά συμμετείχαν μαζικά στην υποστήριξη των κοντινών και εύκολα προσβάσιμων οδικών μπλόκων και εμπόδισαν την αστυνομία να συλλάβει τους ηγέτες τους. Από παθητικά θύματα της φτώχειας, της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και της ευκαιριακής χειραγώγησης, ενεργοποιήθηκαν σε ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης, το οποίο δεσμεύεται στην αυτόνομη λαϊκή κοινωνική οργάνωση και την ανεξάρτητη πολιτική.
Η άμεση απαίτηση του κινήματος των ανέργων για χορήγηση τοπικών θέσεων εργασίας κρατικής χρηματοδότησης συνοδεύεται από άλλα αιτήματα: τη διανομή δεμάτων με τρόφιμα, την απελευθέρωση εκατοντάδων φυλακισμένων αγωνιστών ανέργων, καθώς και μια σειρά από δημόσιες επενδύσεις για ύδρευση, ασφαλτοστρωμένους δρόμους, και εγκαταστάσεις υγείας. Οι απαιτήσεις για απασχόληση δεν αφορούν μόνο μια κακοπληρωμένη προσωρινή θέση εργασίας αλλά μια σταθερή απασχόληση με έναν αξιοπρεπή μισθό. Στη πόλη General Mosconi, οι ηγέτες του κινήματος έχουν εξαγγείλει πάνω από τριακόσια έργα, μερικά από τα οποία λειτουργούν με επιτυχία-για την παροχή τροφής και απασχόλησης- συμπεριλαμβανομένων ενός αρτοποιείου, οργανικών κήπων, φυτών καθαρισμού του νερού, κλινικές πρώτων βοηθειών στις γειτονιές, και πολλά άλλα έργα. Η πόλη διοικείται εκ των πραγμάτων από την τοπική επιτροπή ανέργων, καθώς οι δημοτικοί αξιωματούχοι έχουν παραγκωνιστεί. Σε ορισμένα προάστια της εργατικής τάξης, το κίνημα των ανέργων έχει οδηγήσει σε ημι-απελευθερωμένες ζώνες, όπου η δύναμη των κινητοποιήσεων εξουδετερώνει ή είναι ανώτερη από εκείνη των τοπικών αξιωματούχων και είναι σε θέση να αμφισβητεί το κρατικό και ομοσπονδιακό καθεστώς στα ιδιαίτερα ζητήματα που έχουν τεθεί. Η ανάδειξη μιας «παραοικονομίας», σε περιορισμένη κλίμακα, στην πόλη General Mosconi χαίρει λαϊκής υποστήριξης εν μέσω των αγώνων και προσφέρει το όραμα πως οι άνεργοι μπορούν να ξαναπάρουν τη διοίκηση της ζωής, της γειτονιάς τους, και των μέσων διαβίωσης στα χέρια τους.
Πέρα από τις τοπικές και άμεσες απαιτήσεις, το MDT ζήτησε ένα τέλος στις πληρωμές για την κάλυψη του χρέους και τα προγράμματα λιτότητας, την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, και την επανεμφάνιση οικονομικών εξελίξεων που χρηματοδοτούνται και ρυθμίζονται από το κράτος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2001, πραγματοποιήθηκαν δύο εθνικές συναντήσεις ανέργων στο Mατάνζα και τη Λα Πλάτα. Σε αυτές τις συναντήσεις εκλέχτηκαν πάνω από δύο χιλιάδες αντιπρόσωποι από τις δεκάδες ομάδες ανέργων, συνδικαλιστών, φοιτητών και ΜΚΟ που πήραν μέρος. Ο σκοπός ήταν να συντονίσουν δραστηριότητες, να μοιραστούν ιδέες, και να σφυρηλατήσουν ένα εθνικό αγωνιστικό πρόγραμμα. Η συνέλευση των αντιπροσώπων στη Λα Πλάτα συμφώνησε σε έξι άμεσες απαιτήσεις:
(1) τέλος σε πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής και μηδενικού ελλείμματος , και σε νομικές διαδικασίες ενάντια στους συνεληφθέντες και άλλους ακτιβιστές.
(2) απόσυρση του προϋπολογισμού λιτότητας
(3) επέκταση και υπεράσπιση δημόσιων προγραμμάτων απασχόλησης και κατανομής τροφίμων σε κάθε άνεργο άνω των 16 ετών. Τη δημιουργία ενός μαζικού μητρώο ανέργων υπό τον έλεγχο των οργανώσεων των ανέργων που παρευρέθηκαν στη συνέλευση.
(4) επίδομα 100 πέσος (1 πέσο = $ 1.00) ανά εκτάριο για μικρού ή μεσαίου μεγέθους φάρμες για να σπείρουν οι αγρότες τα χωράφια τους.
(5) απαγόρευση απολύσεων
και (6) άμεση απόσυρση των χωροφυλάκων από την πόλη General Mosconi.
Η συνέλευση κάλεσε σε δύο μπλόκα εθνικών δρόμων, τον Σεπτέμβριο για να διεκδικήσουν τα αιτήματα τους. Επιπλέον, η συνέλευση συμφώνησε σε 5 στρατηγικούς στόχους:
(1) μη πληρωμή του παράνομου και ψεύτικου εξωτερικού χρέους
(2) δημόσιο έλεγχο των συνταξιοδοτικών ταμείων
(3) εκ νέου εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων
(4) απαλλαγή των μικρών αγροτών από το χρέος τους και εξασφάλιση αξιοπρεπών τιμών για τα προϊόντα τους και
(5) απομάκρυνση της κυβέρνησης της πείνας και οποιουδήποτε τυχόν ανασχηματισμού της.
Η συνέλευση έκλεισε κάνοντας έκκληση για μια ενεργή 36ωρη γενική απεργία και μια εθνική επιτροπή για το συντονισμό των δραστηριοτήτων με την αντιφρονούσα συνδικαλιστική συνομοσπονδία, «Κέντρο Αργεντινών Εργαζομένων» ( Central de Trabajadores Argentinos).
Το μέλλον του Κινήματος
Το MDT έχει γίνει μια υπολογίσιμη δύναμη στην Αργεντινή. Έχει εξαπλωθεί ταχύτατα από τη Σάλτα, το Juijuy, και το Ματάνσας προς την εξαθλιωμένη προαστιακή ζώνη του Μπουένος Άιρες, της Κόρδοβα, και του Rosario, καθώς και προς τις “πόλεις- φαντάσματα” του εσωτερικού. Οι τοπικές οργανώσεις έχουν σχηματιστεί εθνικές ομοσπονδίες, όπως αποδείχτηκε και από τα δύο εθνικά συνέδρια που προαναφέρθηκαν. Η επιτυχία αυτή βασίζεται στην κινητοποίηση των δεκάδων χιλιάδων ανέργων, στην ενεργοποίηση χιλιάδων συνδικαλιστών, στη συμμετοχή γυναικών και εφήβων στο κίνημα ως ενεργά μέλη (περίπου το 60% των συμμετεχόντων είναι γυναίκες), και στη πραγματική εξασφάλιση (περιορισμένων) παραχωρήσεων από το καθεστώς. Η δύναμη του κινήματος, ωστόσο, συνεχίζεται ως επί το πλείστον σε τοπικό επίπεδο, καθώς βασίζεται στις σχέσεις της γειτονίας, την αμοιβαίας εμπιστοσύνη, και συγκεκριμένα αιτήματα. Κύρια έλξη του παραμένει το γεγονός ότι το MDT δρα καταλυτικά – με άμεση δράση- σε μια κοινωνία εξαντλημένη από τις ατελείωτες πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής, τις περικοπές στον προϋπολογισμό, πολύ χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, τη διαφθορά και ανικανότητα του Κογκρέσου και την αυταρχική ελιτίστικη εκτελεστική εξουσία. Οι άνεργοι εργαζόμενοι είναι η μόνη φωνή αντίθεσης σε όλα αυτά, και το MTD είναι η μόνη αποτελεσματική τακτική: άμεση δράση, παρατεταμένα μπλόκα εθνικών οδών έως ότου να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις.
Δεδομένου ότι το κίνημα των ανέργων έχει αυξηθεί σε αριθμό και ικανότητα για την ανάληψη δράσης, έχει σχηματίσει συμμαχίες με φοιτητές πανεπιστημίων, συνδικαλιστικές οργανώσεις, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και με τα μικρά αριστερά κόμματα. Οι πιο σημαντικές συμμαχίες τακτικής διαμορφώθηκαν με το συνδικάτο δημοσίων υπαλλήλων (ΑΤΕ) και με τους συνδικαλιστές τοπικών εκπαιδευτικών. Η Madres de la Plaza de Mayo υποστήριξε και κινητοποίησε τα μέλη της, όπως έκανε και μια σειρά αριστερών φοιτητικών οργανώσεων. Ωστόσο, στο σύνολο των κοινών δραστηριοτήτων, ειδικά με τα συνδικάτα, το κίνημα των ανέργων προστάτευσε με ζήλο την κερδισμένη με κόπο, αυτονομία και ελευθερία δράσης του. Το κίνημα απέρριψε τις δημαγωγικές παρεμβάσεις από συμβατικούς πολιτικάντηδες οι οποίοι προσπάθησαν να επωφεληθούν από την αυξανόμενη δύναμη του κινήματος των ανεργων.
Η δυναμική και η χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του κινήματος των ανέργων καθώς και η επιτυχία των οδικών μπλόκων που παρέλυαν τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, συνοδεύτηκε από διεξοδικές συζητήσεις και διαφωνίες για το πώς θα προχωρήσει.
Αρκετά βασικά ζητήματα προέκυψαν στο πλαίσιο αυτών των κινηματικών συζητήσεων:
1. Ο τοπικισμός: Η αρχική και συνεχιζόμενη δύναμη του κινήματος βασίζεται στους στενούς δεσμούς του με τις κοινότητες, και τις γειτονιές. Παρόλα αυτά, καθώς η απάντηση του κράτους στο κίνημα ήταν η βίαιη καταστολή, όπως δολοφονίες, μαζικές συλλήψεις, και στρατιωτικές επεμβάσεις, και καθώς η οικονομική λιτότητα συνεχίζεται, είναι προφανές σε πολλούς ακτιβιστές του κινήματος πως μόνο η συλλογική δράση σε εθνικό επίπεδο θα καταφέρει να αποδυναμώσει την κρατική βία και να διασφαλίσει ορισμένες παραχωρήσεις από το καθεστώς. Από την άλλη, ορισμένοι από τους ηγέτες που έχουν πετύχει στην εδραίωση της λαϊκής συμμετοχής αντιστέκονται και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τις εθνικές συνελεύσεις. Το κίνημα στην General Mosconi είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι ηγέτες της αρνήθηκαν να συμμετάσχουν επίσημα στις δύο εθνικές συναντήσεις στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2001.
2. Οι ανταγωνιστικές ομάδες: Η αποκεντρωμένη προέλευση του κινήματος αποτελεί ένα απαραίτητο και σημαντικό στοιχείο για την προώθηση τοπικών πρωτοβουλιών, την ηγεσία καθώς και την διαφύλαξη της αυτονομίας των διαφόρων κινημάτων. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις προέκυψαν πολιτικές και προσωπικές διαφορές οι οποίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν μελλοντικά την ενότητα στη δράση. Ενώ τα περισσότερα κινήματα ανέργων απορρίπτουν την πολιτική των εκλογών, ορισμένοι ηγέτες δέχτηκαν προτάσεις για θέσεις στα ψηφοδέλτια αριστερών κομμάτων, ιδιαίτερα σε ένα νέο σχηματισμό που ονομάζεται Κοινωνικός Πόλος (Social Pole). Άλλες διαφορές αφορούν τη σχέση με τα καθιερωμένα αντιφρονούντα συνδικάτα. Ενώ λίγοι ηγέτες των ανέργων είχαν αντίρρηση σε συνεργασίες τακτικής, πολλοί φοβούνται ότι η CTA και η ΑΤΕ θα επικρατήσουν τελικά στη δράση και θα χειραγωγήσουν το κίνημα ώστε να ταιρίαξει με τη μετριοπαθή ημερήσια διάταξη προοδευτικών συνδικαλιστικών στελεχών. Για παράδειγμα, σε μια εθνική αργία του Αυγούστου, διαδηλωτές υπό την επίδραση της ΑΤΕ, άφησαν ανοιχτούς τους εναλλακτικούς δρόμους ενώ μπλοκάραν μόνο κεντρικές αρτηρίες. Σκοπός αυτής της παραχώρησης ήταν να “κερδίσουν” τη μεσαία τάξη αλλά και το να δείξουν «καλή θέληση» προς τον Υπουργό Εργασίας. Πολλοί άνεργοι ακτιβιστές απέρριψαν την στρατηγική των «εναλλακτικών διαδρομών», καθώς υπονομεύει και αλλοιώνει το σκοπό των οδικών μπλόκων και ανοίγει την πόρτα για την αποθάρρυνση των ανέργων και την πτώση του κινήματος προς όφελος των συνδικάτων.
3. Διείσδυση Παραδοσιακών πολιτικών: η ισχυρή ώθηση του κινήματος προέρχεται από την αυτονομία της δράσης. Καθώς η επιτυχημένη κινητοποίηση συνεχιζόταν, οπορτουνιστές πολιτικάντηδες από τα περιβόητα κόμματα της “αντιπολίτευσης” (Περονιστές κλπ) προσπάθησαν να πάρουν πάνω τους κάποια από τα αιτήματα, προσφέροντας «διαμεσολάβηση» στους διαδηλωτές καθώς και τη διασφάλιση θέσεων εργασίας, διαιρώντας έτσι το κίνημα με στόχο να κερδίσουν ένα τμήμα του και να αποκαταστήσουν δικές τους απώλειες σε μέλη. Το κίνημα έχει μέχρι στιγμής αντισταθεί στις κολακείες αυτών των οπορτουνιστών δημαγωγών. Ωστόσο, εάν η ύφεση συνεχιστεί και οι βασικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται, η ψυχρή επιλογή θα είναι είτε μια ακόμη πιο ριζοσπαστική πολιτική, ή η αποδοχή του πειρασμού της «διαμεσολάβησης» από τα παλαιά πολιτικά αφεντικά.
4. Οι φοιτητές- Σύμμαχοι και Κίνδυνοι: Στις 7 – 8 Σεπτεμβρίου οι άνεργοι εργάτες συναντήθηκαν σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός φοιτητικών και πολιτιστικών οργανώσεων αλλοίωσε τη κοινωνική σύσταση του συνεδρίου. Οι μακροσκελείς και πολλές φορές κουραστικές τοποθετήσεις των φοιτητο-ρητόρων δεν βοήθησαν στην αποσαφήνιση του μέλλοντος του κινήματος. Ενώ οι εκπρόσωποι των ανέργων διατήρησαν τον έλεγχο και εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τη συμμετοχή των φοιτητών και άλλων, υπήρξε ανησυχία ότι θα εισάγουν τις συνήθεις ιδεολογικές ρήξεις που παραλύουν τη δράση. Η πηγαία ανάγκη μεταξύ ορισμένων φοιτητικών ομάδων να “εκφραστούν” μαζί με το κίνημα των ανέργων αντισταθμίστηκε από την τοποθέτηση ενός φοιτητή- ρήτορα ο οποίος εξήγησε στη συνέλευση γιατί “η παγκοσμιοποίηση σε αυτή την περίοδο καταδικάζει αναπόφευκτα τα κινήματα σε αποτυχία.” Οι εκπρόσωποι των ανέργων απέρριψαν ομόφωνα τη παρέμβαση αυτού του είδους και προχώρησαν στη περιγραφή μιας σειράς από άμεσες πρακτικές και στρατηγικές απαιτήσεις. Το κίνημα των ανέργων της Λανούς επέστησε την προσοχή στις πιέσεις των ανίερων συμμαχιών μετά τις μαζικές διαδηλώσεις και την ανάγκη για διατήρηση της ηγεσίας από το αυτόνομο κίνημα των ανέργων εργαζομένων.
Αυτές οι αντιφάσεις ανάπτυξης καταδεικνύουν τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το κίνημα. Το σημαντικό δεν είναι ότι υπάρχουν προβλήματα, αλλά ότι αυτά τίθενται προς συζήτηση με σκοπό την επίλυση τους στις ανοιχτές συνελεύσεις σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Συμπέρασμα
Μία από τις διαφωνίες σχετικά με τη φθίνουσα δύναμη του εργατικού κινήματος επικεντρώνεται στην εξάπλωση της επισφαλούς απασχόλησης, την αύξηση του ανεπίσημου τομέα, και την αύξηση του αριθμού των ανέργων. Όταν ρωτούνται, οι ηγέτες των συνδικάτων αναφέρουν συνεχώς τη δυσκολία της οργάνωσης των ανέργων, την έλλειψη μόχλευσης των ανέργων στο οικονομικό σύστημα, και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους ανέργους για συλλογική δράση. Η μαζική ανάπτυξη των οργανωμένων ανέργων στην Αργεντινή θέτει τέτοιου είδους υποθέσεις υπό αμφισβήτηση και εγείρει νέα ερωτήματα. Η εμπειρία στην Αργεντινή δείχνει ότι οι άνεργοι μπορούν να οργανωθούν, να συμμετάσχουν σε συλλογική δράση, να παραλύσουν το οικονομικό σύστημα, και είναι σε θέση να διαπραγματευθούν και να εξασφαλίσουν παραχωρήσεις, με τρόπο που τα οργανωμένα εργατικά συνδικάτα δεν έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν τα τελευταία χρόνια.
Αυτό υποδηλώνει ότι η μείωση του εργατικού δυναμικού έχει λιγότερο να κάνει με τη φύση των ανέργων και της άτυπης εργασίας και περισσότερο με τη δομή, την προσέγγιση, και την ηγεσία των συνδικάτων. Το κίνημα των ανέργων οργανώνεται από τα κάτω, και «στρατολογεί» πρόσωπο με πρόσωπο στα Barrios. Οι γραφειοκράτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων αγνοούν τους εργαζομένους, και κατά τη διοργάνωση, στηρίζονται στους “επαγγελματίες”. Το αποτέλεσμα είναι ότι συνήθως αποτυγχάνουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ανέργων, πόσο μάλλον να επιτύχουν στην οργάνωσή τους. Δεύτερον, το κίνημα των ανέργων έχει μια οριζόντια δομή στην οποία οι ηγέτες και οι υποστηρικτές προέρχονται από την ίδια τάξη και συνδιαλέγονται ως ίσοι σε ανοιχτές συνελεύσεις. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν κάθετες δομές που δημιουργήθηκαν γύρω από την προσωπική πίστη στους κορυφαίους γραφειοκρατών, πολλοί από τους οποίους παίρνουν μισθούς ανάλογους Διευθυνόντων Συμβούλων. Το κίνημα δεσμεύεται στη διαρκή άμεση δράση και διαπραγματεύεται συλλογικά τις απαιτήσεις σε ανοιχτές συνελεύσεις. Η ελίτ των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμμετέχει σε συμβολικές διαμαρτυρίες και στη συνέχεια διαπραγματεύεται με το κράτος ή τους εργοδότες πίσω από κλειστές πόρτες, φθάνοντας τις συμφωνίες που αψηφούν βασικές ανησυχίες των εργαζομένων και στη συνέχεια “πουλάει” τις συμφωνίες στα μέλη ή απλά τις επιβάλλει. Ως αποτέλεσμα, οι καθοδηγητές των ανέργων έχουν την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη των ψηφοφόρων τους, ενώ τα αφεντικά των συνδικαλιστικών οργανώσεων αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, αν όχι ως ενεργοί συνεργάτες του κράτους της λιτότητας και τους εργοδότες.
Η αγορά εργασίας, η μεγάλη πισίνα των ανέργων, αποτελεί πρόκληση για το συμβατικό τρόπο της οργάνωσης από τα πάνω προς τα κάτω, της επιφανειακής επίλυσης, και της επίσημης οργάνωσης. Κανένα συνδικαλιστικό αφεντικό δεν είναι πρόθυμο να βαδίσει με κόπο μέσα από τη «λασπώδη» οργάνωση των μη ασφαλτοστρωμένων δρόμων των παραγκουπόλεων. Να συμμετάσχει σε συνεδριάσεις σε παγωμένους ή πνιγηρούς αυτοσχέδιους χώρους συνάντησης, ανάμεσα σε κλάματα παιδιών και γυναικών που μάχονται και απαιτούν φαγητό τώρα, ή άνεργων νέων που βαριούνται τις μακροσκελής διαλέξεις σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και την ανεργία.
Κανένα συνδικαλιστικό αφεντικό δεν στέκεται πίσω από τα οδοφράγματα από καιγόμενα λάστιχα, δεν μπλοκάρει αυτοκινητόδρομους οπλισμένο με σφεντόνες και δεν αντιμετωπίζει πραγματικά πυρά. Προτιμούν να εξασφαλίσουν μια μισάωρη συνάντηση στα γραφεία του Υπουργού Εργασίας, προκειμένου να σχηματίσουν μια τριμελή επιτροπή για να συζητήσει πώς να αμβλύνει το πρόγραμμα λιτότητας και να διασφαλίσει τη διακυβέρνηση. Είναι γεγονός ότι σχεδόν όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως είναι οργανωμένες σήμερα, ενδιαφέρονται μόνο για τους εκλογικούς δεσμούς τους με τα επίσημα κόμματα και είναι παντελώς περιττοί αν όχι ένα σημαντικό εμπόδιο για την οργάνωση των ανέργων.
Μέσα από την ευρηματικότητα και την κοινωνική πρωτοβουλία των ανέργων, μέσω δοκιμής ή μέσω λάθους, έχουν βρει έναν τρόπο να εξασφαλίσουν την επιρροή του οικονομικού συστήματος με τα μπλόκα των εθνικών οδών που συνδέουν τις αγορές και τις εγκαταστάσεις παραγωγής. Η πρόωρη επιτυχία των μπλόκων πετρελαίου στην πόλη φάντασμα της Neuquen το 1996 εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα.
Τα μπλόκα δρόμων έχουν γίνει η γενικευμένη τακτική των θυμάτων εκμετάλλευσης και περιθωριοποίησης σε όλη τη Λατινική Αμερική. Στη Βολιβία, δεκάδες χιλιάδες αγρότες και ινδικές κοινότητες έχουν μπλοκάρει αυτοκινητόδρομους ζητώντας πίστωση, υποδομές, ελεύθερη καλλιέργεια κόκας, καθώς και αύξηση των δαπανών για την υγεία και την εκπαίδευση. Ομοίως στο Εκουαδόρ, μαζικοί αποκλεισμοί οδών έχουν πραγματοποιηθεί ενάντια στη δολαριοποίηση της οικονομίας και την απουσία δημόσιων επενδύσεων στα υψίπεδα. Στην Κολομβία, τη Βραζιλία, την Παραγουάη, αποκλεισμοί δρόμων, πορείες και καταλήψεις γης συνδυάζονται για την εκπλήρωση των άμεσων αιτημάτων, την αναδιανεμητική πολιτική, και ένα τέλος στο νεοφιλελευθερισμό και τις πληρωμές του χρέους.
Αυτό που όλες αυτές οι ομάδες έχουν κοινό είναι ότι είναι μη-στρατηγικές ομάδες, που ενεργούν σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Οι τομείς των εξαγωγών, οι τράπεζες, τα ορυκτά και το πετρέλαιο, καθώς και ορισμένοι κατασκευαστικοί τομείς , επωφελούνται κυρίως από το συνάλλαγμα (για την αποπληρωμή του χρέους)και ανταποδίδουν με κέρδος την ελίτ. Το φαγητό εισάγεται όπως επίσης και τα καπιταλιστικά αγαθά. Από τη σκοπιά της ελίτ που ελέγχει τη διαδικασία της συσσώρευσης, οι δραστηριότητες των αγροτών, των ανέργων, οι Ινδοί, οι αγρότες, οι τοπικές εμπορικές επιχειρήσεις, και οι μικροί κατασκευαστές είναι περιττοί, αναλώσιμοι, και άσχετοι με τις κύριες δραστηριότητες, εξαγωγές, οικονομικές συναλλαγές καθώς και τις εισαγωγές των αγαθών πολυτελείας. Βέβαια η ροή των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου απαιτούν την ελεύθερη διάβαση των δρόμων για να προσεγγίσουν την αγορά τους. Εδώ λοιπόν οι “περιθωριακές ομάδες” γίνονται στρατηγικοί πρωταγωνιστές των οποίων οι άμεσες ενέργειες εμποδίζουν τα κυκλώματα της ελίτ και διαταράσσουν τη διαδικασία συσσώρευσης. Οι αποκλεισμοί οδικών δικτύων από τους άνεργους είναι λειτουργικό ισοδύναμο των βιομηχανικών εργατών που σταματούν τις μηχανές και τη γραμμή παραγωγής: η μία μπλοκάρει το κέρδος, η άλλη τη δημιουργία της αξίας. Η μαζική οργάνωση έξω από το εργοστασιακό σύστημα αποδεικνύει τη βιωσιμότητα της εν λόγω στρατηγικής, όταν λαμβάνει χώρα εκτός των δομών των εκλογικών κομμάτων και των γραφειοκρατικών συνδικάτων. Η αυτόνομη οργάνωση είναι το κλειδί στην Αργεντινή και την υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Η εμπειρία δείχνει ότι τα νέα μαζικά κινήματα μπορούν να συντηρήσουν τους αγώνες, να αντισταθούν στη βίαιη καταστολή, και να διασφαλίσουν προσωρινές και άμεσες παραχωρήσεις.
Ο σχηματισμός μιας επιτροπής εθνικού συντονισμού των οργανώσεων των ανέργων στην Αργεντινή, και οι ανάλογες εθνικές οργανώσεις μεταξύ των αγροτών και των μικρών αγροτών σε όλη τη Λατινική Αμερική, δείχνει ότι τα τοπικά κινήματα μπορούν να γίνουν εθνικά και, ενδεχομένως, μπορούν να αντιμετωπίσουν το κράτος.
Πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Είναι δυνατόν αυτά τα νέα κινήματα να ενοποιηθούν σε μια εθνική πολιτική δύναμη και να μεταλλάξουν την κρατική εξουσία; Μπορούν να σχηματιστούν συμμαχίες μεταξύ των μισθωτών βιομηχανικών εργατών και υπαλλήλων και τη φθίνουσα μεσαία τάξη για να δημιουργήσουν ένα μπλοκ εξουσίας που θα μεταμορφώσει την οικονομία; Μπορούν οι τοπικές συνελεύσεις να γίνουν η βάση για ένα νέο σοσιαλισμό βασισμένο στις συνελεύσεις;
Στην Αργεντινή, η επιτυχία του κινήματος των ανέργων έχει ανοίξει μια νέα προοπτική για την προώθηση του αγώνα απέναντι σε μια παρατεταμένη και βαθιά ύφεση. Με το πλεονέκτημα παρόμοιων άμεσων και δραστικών κινημάτων σε όλη τη Λατινική Αμερική, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη σύγκλιση αυτών των “περιθωριακών” τάξεων σε μια τεράστια πρόκληση για την αμερικανική αυτοκρατορία και των τοπικών συνεργατών της.
Μετάφραση: Σοφία Καρακαϊδού
*O James Petras συνεργάζεται με το Κίνημα Ακτημόνων Εργατών της Βραζιλίας, σε συνδυασμό με τις εργασίες του με το κίνημα των ανέργων εργαζομένων στην Αργεντινή. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ το βιβλίο ”Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα Ο ιμπεριαλισμός τον 21ο αιώνα” που έχει συγγράψει μαζί με τον Henry Veltmeyer. Μπορείτε να βρείτε το κείμενο του στα αγγλικά εδώ
Πηγή: Η Λέσχη
http://www.aformi.gr/2012/01/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%81%CE%B3%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE/
Το παρακάτω κείμενο του Petras έχει διπλή σημασία καθώς από τη μια μεριά συνδέεται με το αφιέρωμα για τα δέκα χρόνια του Αργεντινάζο και από την άλλη με την τρομακτική επικαιρότητα που έχει αποκτήσει το θέμα της ανεργίας τώρα στη χώρα μας.
Εισαγωγή
Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια η Λατινική Αμερική έχει έχει γίνει μάρτυρας τριών κυμάτων επικαλυπτόμενων και αλληλένδετων κοινωνικών κινημάτων . Το πρώτο κύμα, εμφανίστηκε περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και αποτελούταν σε μεγάλο βαθμό από αυτό που ονομάζουμε «νέα κοινωνικά κινήματα». Αυτά περιλαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, οικολογία, φεμινισμό, και εθνικά κινήματα, καθώς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ ). Η ηγεσία τους ήταν κυρίως χαμηλά στρώματα μεσοαστών εργαζομένων, ενώ οι πολιτικές- στρατηγικές τους είχαν ως στόχο τη πρόκληση των πολιτικών και στρατιωτικών καθεστώτων της εποχής.
Το δεύτερο κύμα αναπτύχθηκε σε μια ισχυρή πολιτική δύναμη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 μέχρι και σήμερα. Αποτελούμενο και καθοδηγούμενο από χωρικούς και αγρότες, οι μαζικές οργανώσεις του, δεσμεύτηκαν σε άμεση δράση για την προώθηση και την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων των υποστηρικτών τους. Οι σημαντικότερες από αυτές τις κινήσεις περιλαμβάνουν τους Ζαπατίστας του Μεξικού (EZLN), τους ακτήμονες αγρότες της Βραζιλίας(MST), τους καλλιεργητές οπτάνθρακα (Cocaleros) και αγρότες της Βολιβίας, την Εθνική Ομοσπονδία Αγροτών στην Παραγουάη, τις FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας) στην Κολομβία , και τους χωρικούς-ινδιάνους CONAIE στο Εκουαδόρ. Η σύνθεση, οι τακτικές, και οι απαιτήσεις των ομάδων αυτών διαφέρουν, αλλά είναι όλοι ενωμένοι στην αντίθεσή τους απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό, δηλαδή, το νεοφιλελεύθερο οικονομικό καθεστώς και την αυξανόμενη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των τοπικών και ξένων προνομιούχων. Συγκεκριμένα, αγωνίστηκαν για την αναδιανομή της γης και της εθνικής αυτονομίας για τις ινδιάνικες κοινότητες, και πολέμησαν κατά της παρέμβασης των ΗΠΑ με τη μορφή προγραμμάτων εξάλειψης της παραγωγής οπτάνθρακα, αποικισμού εδάφους από στρατιωτικές βάσεις, διείσδυσης στην εθνική αστυνομία / στρατιωτικά ιδρύματα, και στρατιωτικοποίησης των κοινωνικών συγκρούσεων, όπως το Σχέδιο Κολομβία και η Πρωτοβουλία των Άνδεων.
Το τρίτο και νεότερο κύμα των κοινωνικών κινημάτων επικεντρώνεται στις αστικές περιοχές. Περιλαμβάνει τις μαζικές μετακινήσεις των ανέργων της «γειτονιάς» (Barrio), στην Αργεντινή, τους ανέργους και τους φτωχούς στη Δομινικανή Δημοκρατία, και τους κατοίκους παραγκουπόλεων που έχουν συγκεντρωθεί πίσω από τα λαϊκιστικά πανό του προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. Εκτός από τα αστικά αυτά κινήματα, νέα πολυτομεακά κινήματα, που ασχολούνται με μαζικούς αγώνες και ενσωματώνουν αγροτικούς εργάτες αλλά και μικρό-μεσαίους αγρότες, αναδύονται στην Κολομβία, το Μεξικό, τη Βραζιλία και την Παραγουάη.
Η φύση, ο τρόπος λειτουργίας, και το ύφος της πολιτικής δράσης του δεύτερου και του τρίτου κύματος, προκαλούν πολλά από τα στερεότυπα και τις υποθέσεις της συμβατικής φιλελεύθερης κοινωνικής επιστήμης καθώς και των μετά-μαρξιστικών ορθοδοξιών. Για παράδειγμα, το «νέο κοινωνικό κίνημα» συγγραφέων κήρυξε το τέλος της πολιτικής τάξης και την έλευση πολιτιστικών “με βάση τον πολίτη” κινήσεων που ασχολούνται με τη δημοκρατία, την ισότητα των φύλων, και την πολιτική ταυτότητα. Θεωρητικοί όπως ο Eric Hobsbawm χρησιμοποιούν «δημογραφικά» επιχειρήματα για να απορρίψουν τον κεντρικό ρόλο των αγροτικών κινημάτων στις σύγχρονες πολιτικές διαμάχες ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι η μάζα των φτωχών της πόλης, που ασχολούνται με αποσπασματικές και περιθωριακές εργασίες ή είναι αποκλεισμένοι από τα μέσα παραγωγής, είναι ανίκανοι να αναμετρηθούν με την καθιερωμένη πολιτική εξουσία.
Η μεταγενέστερη έκρηξη των αγροτικών και αστικών ταξικών κινημάτων σε όλη τη Λατινική Αμερική, με σκοπό την απόκτηση γης και την άσκηση πολιτικής εξουσίας ταρακούνησε αυτές τις ορθοδοξίες.
Η αντίληψη ότι ο οικονομικός και πολιτικός φιλελευθερισμός θα οδηγούσε στο τέλος των μαζικών ιδεολογικών αγώνων εξατμίστηκε με την εμφάνιση των Ζαπατίστας, του FARC,και του CONAIE. Αυτές οι κινήσεις έχουν οργανώσει λαϊκές συνελεύσεις για να αμφισβητήσουν δεκαετίες μιας εκμεταλλευτικής, διεφθαρμένης, και αντιδραστικής εξουσίας, και να ορίσουν μια νέα ουσιαστική μορφή της άμεσης δημοκρατίας. Η κεντρικότητα της άμεσης δράσης χτύπησε στο κέντρο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, παραλύοντας συχνά την παραγωγή και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Επιπλέον η θέση του Hobsbawm καταρρίφθηκε από την υπέροχη εμφάνιση της πολιτικής εξουσίας, ενσωματωμένη στη συμμετοχή των ιθαγενών στο Κοινοβούλιο του Εκουαδόρ το 2000, την τρομερή επιρροή του FARC σε σχεδόν τους μισούς δήμους της Κολομβίας, και την επίδειξη δύναμης του MST σε 23 από τις 24 πολιτείες της Βραζιλίας.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σημαντικό σύγχρονο κοινωνικό κίνημα, και το θέμα αυτού του δοκιμίου, είναι αυτό των ανέργων της πόλης στην Αργεντινή. Αυτό το κίνημα, το οποίο με απόλυτη διαφάνεια αμφισβητεί τις υποθέσεις των κονιορτοποιημένων ανήμπορων φτωχών της πόλης, είναι μια περίπτωση που αξίζει να εξετάσουμε για τα καινοτόμα χαρακτηριστικά και τις εκρηκτικές δυνατότητες της για την υπόλοιπη αστική Λατινική Αμερική.
Οι άνεργοι στην Αργεντινή ξεσπούν
Ένας από τους κυριότερους λόγους που οι ορθόδοξοι μαρξιστές έχουν υποστηρίξει ότι η βιομηχανική εργατική τάξη παίζει κεντρικό ρόλο σε κάθε κοινωνικό μετασχηματισμό είναι η στρατηγική της θέση στην παραγωγική διαδικασία. Η σχετική συρρίκνωση αυτής της τάξης και η τεράστια αύξηση των υποαπασχολούμενων, των ανέργων, και της άτυπης ή «περιθωριακής» αστικής μάζας αναγνωρίζονται ως εξελίξεις που επιβραδύνουν ή ακόμη καθιστούν αδύνατη μια ριζική κοινωνική αλλαγή. Μαρξιστές υποστήριξαν ότι η κατακερματισμένη δομή της απασχόλησης των φτωχών στις πόλεις τους διαιρεί, και η σχετική απομόνωσή τους από τους κύριους τομείς της οικονομίας υποσκάπτει την ικανότητά τους να υπονομεύσουν τη διαδικασία συσσώρευσης. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι από αυτή την αστική μάζα επωφελείται ο καπιταλισμός, όσο κρατά δηλαδή τους χαμηλούς μισθούς και υπηρετεί ώστε να μειωθούν οι απαιτήσεις των εργαζομένων. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, ορισμένοι μελετητές της κοινωνικής επιστήμης και μέλη μη κυβερνητικών οργανώσεων έχουν προσπαθήσει να μας πείσουν ότι αυτές οι μεταβαλλόμενες μορφές απασχόλησης είναι καλές, καθώς έχουν οδηγήσει σε αύξηση της ανεξαρτησίας των αστικών μαζών μέσω της ενθάρρυνσης μικρό-δραστηριοτήτων, οικονομικών πολιτικών διαβίωσης και αμοιβαίων ανταλλαγών.
Στην Αργεντινή, η έλλειψη σταθερής απασχόλησης, η μείωση του βιοτικού επιπέδου, η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, τα αυξανόμενα βίαια ξεσπάσματα, και η τεράστια αύξηση των παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων που προέρχονται από τις γειτονιές έχουν καταστήσει γελοία την ειδυλλιακή εικόνα ζωγραφισμένη από «μοντέρνους» ιδεολόγους της «αυτοβοήθειας». Παρόλα αυτά η εκλεπτυσμένη και επιτυχημένη διοργάνωση αυτών που θεωρούνταν ανοργάνωτες ομάδες έχει επίσης ταρακουνήσει τη μαρξιστική ορθοδοξία. Τον Αύγουστο του 2001, μια πανεθνική κινητοποίηση αποτελούμενη από περισσότερους από εκατό χιλιάδες πολύ καλά οργανωμένους άνεργους, έκλεισε πάνω από τριακόσιους αυτοκινητόδρομους στην Αργεντινή, παραλύοντας την οικονομία, συμπεριλαμβανομένου και του μέχρι τότε άτρωτου χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά τους προηγούμενους μήνες και εβδομάδες, η ομοσπονδιακή αστυνομία σκότωσε πέντε διαδηλωτές (piqueteros), και συνέλαβε πάνω από τρεις χιλιάδες, σε βίαιες συγκρούσεις σε όλη τη χώρα. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι άνεργοι ήταν σε θέση να πιέσουν και να εξασφαλίσουν χιλιάδες -κατώτατου μισθού - προσωρινές θέσεις εργασίας, επιδόματα διατροφής, και άλλες παραχωρήσεις από το κράτος, διατηρώντας την ανεξάρτητη οργάνωση τους. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001, οι άνεργοι ήταν σε θέση να οργανώσουν μαζικά μπλόκα αυτοκινητόδρομων σε όλη την πρωτεύουσα του Μπουένος Άιρες, και μια επιτυχημένη γενική απεργία σε συνεργασία με τους τομείς των συνδικάτων, μπλοκάροντας έτσι τη δράση της κυβέρνησης καθώς και τις εισόδους όλων των μεγάλων ιδιωτικών βιομηχανιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, οι δράσεις αυτές άντλησαν συχνά την υποστήριξη και τη συμμετοχή από ένα ευρύ φάσμα πολιτών και κοινωνικών τάξεων, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών εμπόρων, επαρχιακών και δημοτικών υπαλλήλων, των συνταξιούχων εργαζομένων, της δημόσιας υγείας, εκπαιδευτικών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυρίως της οργάνωσης των «μητέρων της Μαγιάτικης Πλατείας» (Madres de Plaza de Mayo).
Αυτές οι θεαματικές πρόσφατες επιτυχίες χτίστηκαν μετά από αρκετά χρόνια υπομονετικής και συχνά απογοητευτικής οργάνωσης. Οι άνεργοι έστελναν αναφορές σε δημοτικές, εθνικές και ομοσπονδιακές κυβερνήσεις ενώ ταυτόχρονα διαδήλωναν ειρηνικά. Όταν όμως αυτές οι τακτικές αγνοήθηκαν, οι άνεργοι άρχισαν να δρουν πιο άμεσα, καταλαμβάνοντας κρατικά και δημοτικά κτίρια γραφείων και περιστασιακά καίγοντάς τα. Αποκλεισμοί δρόμων και μαζικές διαδηλώσεις ξεκίνησαν σε δύο πόλεις στο εσωτερικό της Αργεντινής, στο Cutrol Co και τη Plaza Huincal, τον Ιούνιο του 1996 και ξανά τον Απρίλιο του 1997. Αυτές οι διαδηλώσεις κινητοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις περικοπές θέσεων εργασίας και το κλείσιμο εργοστασιακών εγκαταστάσεων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, σημειώθηκαν μαζικοί αποκλεισμοί δρόμων στα προάστια της εργατικής τάξης του Μπουένος Άιρες, εξαιτίας των υψηλών ηλεκτρικών επιτοκίων που χρέωναν ιδιωτικές επιχειρήσεις ενέργειας και ηλεκτρισμού και την διακοπή ρεύματος στα σπίτια των ανέργων καταναλωτών που αδυνατούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Μέχρι το 2000, μαζικές διαδηλώσεις έλαβαν χώρα στις πόλεις Neuquen και General Mosconi, οι οποίες αποτελούσαν ως τότε κερδοφόρα κέντρα παραγωγής πετρελαίου. Όταν η ιδιωτικοποίηση οδήγησε στο κλείσιμο των χώρων εργασίας και κατ επέκταση σε εκτεταμένη ανεργία η κυβέρνηση απέτυχε να τηρήσει την υπόσχεσή της για τη χρηματοδότηση εναλλακτικής απασχόλησης, κυρίως λόγω των περικοπών στον προϋπολογισμό που έπρεπε να ανταποκρίνονται στις φορολογικές απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Εξηγώντας το Κίνημα
Το πρώτο βήμα για να εξηγήσουμε το κίνημα των ανέργων στην Αργεντινή είναι να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου σχεδίου που έχει ρημάξει τη ζωή των εργατών και των αγροτών σε όλη τη Λατινική Αμερική. Καθώς η κυβέρνηση της Αργεντινής συμμορφώθηκε με τη γραμμή που χαράσσεται από ιδεολόγους της ελεύθερης αγοράς, έθεσε σε εφαρμογή πολιτικές που είχαν προβλέψιμα αποτελέσματα. Οι δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν, και οι νέοι ιδιοκτήτες απέλυσαν χιλιάδες εργαζομένους. Λειτουργίες που κρίθηκαν μη προσοδοφόρες, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών και ενεργειακών κέντρων, έκλεισαν, δημιουργώντας εικονικές πόλεις-φαντάσματα στις οποίες όλοι οι κοινωνικοοικονομικοί τομείς επηρεάστηκαν δυσμενώς. Οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκαν, και πολλοί απολύθηκαν. Χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι πέρασαν μήνες χωρίς να πληρώνονται καθόλου. Τα εργατικά συνδικάτα δέχθηκαν επίθεση, και τα μέλη των σωματείων απολυθήκαν. Οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν δραστικά, κάτι που επηρέασε τους συνταξιούχους και όλους εκείνους που δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την ιδιωτική εκπαίδευση ή υγειονομική περίθαλψη. Η εισροή ξένων κεφαλαίων οδήγησε σε αχαλίνωτη κερδοσκοπία, δημιουργώντας ένα κραχ στο χρηματοπιστωτικό τομέα και την μετακίνηση, από την αστική τάξη της Αργεντινής, $ 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων (ποσό ισοδύναμο με το δημόσιο χρέος της χώρας) εκτός της χώρας. Η ύφεση ξεκίνησε το 1997 μόνο για να εξελιχθεί σε μία ένα πλήρη οικονομική δυσπραγία το 2001.
Ανάλογα με την τοποθεσία, μεταξύ 30% και 80% του εργατικού δυναμικού είναι σήμερα άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι. Στο Μπουένος Άιρες, τα επίσημα στοιχεία της ανεργίας ,της τάξης του 16%-18%, γρήγορα διπλασιάστηκαν. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι έπρεπε να συντηρούνται με προσωρινή και επισφαλή απασχόληση. Στα μεγάλα προάστια της εργατικής τάξης, η ανεργία έφθασε το 30-50% και σχεδόν παντού η μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών έπεσε κάτω από το ήδη πενιχρό όριο της φτώχειας.
Οι οικονομικές δυσκολίες επιδεινώθηκαν και από τις πολιτικές συνθήκες. Όχι μόνο οι τρείς πιο πρόσφατοι πρόεδροι (Ραούλ Αλφονσίν, Κάρλος Σαούλ Μένεμ, και ο Φερνάντο ντε λα Ρούα) παρέδωσαν τα πιο πολύτιμα υπάρχοντα της οικονομίας στην Αργεντινή και σε ξένους καπιταλιστές σε τιμές ευκαιρίας αλλά επιπλέον αντέστρεψαν ραγδαία την υπάρχουσα κοινωνική νομοθεσία, απαλλάσσοντας στρατιωτικούς αξιωματούχους υπεύθυνους για τριάντα χιλιάδες θανάτους και εξαφανίσεις. Για να κατευνάσουν τους φτωχούς, τα δύο μεγάλα κόμματα, οι Ριζοσπάστες και οι Περονιστές, πραγματοποιούσαν περιστασιακά, διανομές τροφίμων και παρείχαν απασχόληση στους πιστούς οπαδούς τους, αλλά αυτά ήταν εντελώς ανεπαρκή.
Αυτές οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες συνέκλιναν με ευνοϊκές ευκαιρίες για τη δημιουργία μαζικών οργανώσεων. Μπορούμε να διαχωρίσουμε τις σχετικά αντικειμενικές συνθήκες που ήταν ευνοϊκές για τις οργανώσεις και τις συνειδητές στρατηγικές των ίδιων των οργανώσεων. Μεταξύ των ευνοϊκών αντικειμενικών παραγόντων ήταν οι ακόλουθοι:
(1) Υπήρξε μια υψηλή συγκέντρωση ανέργων βιομηχανικών εργατών, νέων που δεν είχαν ποτέ εργαστεί, γυναικών που ήταν επικεφαλής νοικοκυριών σε σχετικά διαχωρισμένες και σχεδόν ομοιογενείς γειτονιές, (που δεν υπόκεινταν στην επιρροή της χαμηλό-μεσαίας τάξης).
(2) Στις γειτονιές υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανέργων βιομηχανικών εργατών με την εμπειρία του συνδικάτου και εξοικείωση με τη συλλογική πάλη.
(3) Η παρατεταμένη φύση της κρίσης κατέστρεψε τα νοικοκυριά σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε ενεργοποίησε ένα δυσανάλογο μερίδιο μαχητικών γυναικών (το ίδιο ίσχυε για τους εφήβους, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είχαν καμία προηγούμενη εμπειρία εργασίας και αντιμετώπιζαν ένα δυσοίωνο μέλλον).
και (4) Οι γειτονιές βρίσκονταν κοντά στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους από τους οποίους ταξίδευαν τα αγαθά και πραγματοποιούνταν οι περιφερειακές μεταφορές μεταξύ των μεγάλων πόλεων και εκτός των εθνικών συνόρων.
Φυσικά, δεν είναι αρκετά για να είναι ευνοϊκές οι συνθήκες. Οι οργανισμοί πρέπει να ανταποκριθούν με τις σωστές στρατηγικές και τακτικές. Η επιτυχία του κινήματος των ανέργων στην Αργεντινή σήμερα οφείλεται στο γεγονός ότι έμαθε από την εμπειρία του παρελθόντος και έτσι απέφυγε παγίδες. Με ανεξάρτητη οργάνωση, εντός της γειτονιάς, αυτόνομο από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τα εκλογικά κόμματα, και τον κρατικό μηχανισμό. Τα συνδικάτα, ιδιαίτερα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (CGT), διοικούνταν από μια ευκόλως δωροδοκούμενη ομάδα υψηλόμισθων καταπιεστικών αφεντικών ,σε συμφωνία με το καθεστώς του Μένεμ και ήταν απρόθυμα να αντιμετωπίσουν την κυβέρνηση του De la Rua ή τις οπισθοδρομικές πολιτικές της. Οι κατά καιρούς καταγγελίες, και οι γενικές απεργίες όπως είναι αντιληπτό από τον καθένα -το καθεστώς και τους εργαζόμενους- αποτελούσαν τελετές με συμβολικό νόημα με σκοπό την «εκτόνωση» πριν την υποβολή. Προηγούμενες χλιαρές απόπειρες των συνδικάτων να οργανώσουν τους άνεργους εργάτες είχαν αποτύχει, ακόμη και στην περίπτωση των «μαχητικών συνδικάτων.” Παρά τις προγραμματικές απαιτήσεις για την οργάνωση των ανέργων, όλα τα συνδικάτα επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στα τέλη που πλήρωναν τα μέλη τους και τους τομεακούς τους αγώνες. Όπου υπήρχαν οργανωμένοι άνεργοι, συχνά χρησίμευαν ως “βοηθητικοί” εταίροι σε μία ημερήσια διαδήλωση και είχαν πολύ μικρό αντίκτυπο στην οικονομία και την διασφάλιση μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τα πολιτικά κόμματα, τα οποία, εκτός από την άμεση καταστολή, είχαν ρίξει μερικά ψίχουλα υποστήριξης στους εργαζόμενους καθώς και στους εκλεγμένους της ηγεσίας τους.
Έτσι, θεμελιώδης για την επιτυχία της νέας οργάνωσης των ανέργων ήταν η απόρριψη των πελατειακών πολιτικών των εκλογικών κομμάτων, των γραφειοκρατών, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της στήριξής τους στην αυτό-οργάνωση και την άμεση δράση. Το κίνημα ανέργων εργατών (MTD) άρχισε και συνεχίζεται ως λαϊκό κίνημα που οργανώθηκε και οδηγήθηκε από τα μέλη της γειτονιάς και του δήμου. Το MTD είναι οργανωμένο με μια δομή αποκέντρωσης. Κάθε δήμος έχει τη δική του οργάνωση η οποία βασίζεται στις γειτονιές εντός των συνόρων της. Μέσα σε μια γειτονιά, οι περιοχές με πολλά τετράγωνα έχουν μια άτυπη ηγεσία και ακτιβιστές. Κάθε δήμος οργανώνεται από τη Γενική Συνέλευση, όπου συμμετέχουν όλα τα ενεργά μέλη. Η πολιτική, οι απαιτήσεις και η οργάνωση των αποκλεισμών οδικών δικτύων αποφασίζονται συλλογικά στη συνέλευση. Μόλις οριστεί μια κεντρική αρτηρία ή ένας αυτοκινητόδρομος, η συνέλευση οργανώνει την υποστήριξη στο πλαίσιο της γειτονιάς. Εκατοντάδες ακόμα και χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά συμμετέχουν στον αποκλεισμό, στήνουν σκηνές και οργανώνουν συσσίτια στο πλάι του δρόμου. Σε περίπτωση που απειλούνται από την αστυνομία, εκατοντάδες περισσότεροι συρρέουν από τις διπλανές παραγκουπόλεις. Εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να διαπραγματευτεί, το κίνημα απαιτεί να πραγματοποιούνται οι διαπραγματεύσεις στο μπλόκο με όλους τους piqueteros παρόντες. Οι αποφάσεις λαμβάνονται στο χώρο της διαδήλωσης από τη συλλογική συνέλευση.
Χάρη στην προηγούμενη εμπειρία τους, οι piqueteros είναι δύσπιστοι ως προς την αποστολή εκπροσώπων, ακόμα και μαχητικών ντόπιων, για τη ατομική διαπραγμάτευση μέσα σε κυβερνητικά γραφεία, γιατί όπως δήλωσε ένας από τους καθοδηγητές, “τους εξαγοράζουν με μια θέση εργασίας.” Μόλις εξασφαλιστούν τα αιτήματα- συνήθως μια ποσόστωση προσωρινών θέσεων εργασίας που χρηματοδοτούνται από το κράτος- πραγματοποιείται η κατανομή των θέσεων εργασίας βάσει συλλογική απόφασης, σύμφωνα με τα προ-ορισμένα κριτήρια των αναγκών της οικογένειας και την ενεργούς συμμετοχής στα μπλόκα. Η κατανομή της εργασίας γίνεται εκ περιτροπής σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν λιγότερες θέσεις εργασίας από ανέργους. Για άλλη μια φορά, οι piqueteros έχουν μάθει από την εμπειρία ότι όταν μεμονωμένοι ηγέτες διαπραγματεύονται τη διανομή των θέσεων, έχουν την τάση να ευνοούν τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους, και άλλους, μετατρέποντας τους εαυτούς τους σε caudillos (ηγέτες προσωπικού συμφέροντος) με ένα μηχανισμό αιγίδας που διαφθείρει το κίνημα.
Η τακτική του αποκλεισμού αυτοκινητοδρόμων είναι επίσης καθοριστική για την επιτυχία του MTD. Ισοδυναμεί ως πράξη με τον καθορισμό των μέσων παραγωγής από τους ίδιους τους εργαζομένους. Παραλύει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τόσο των εισαγωγών για την παραγωγή όσο και των εξαγωγών που προορίζονται για εγχώριες ή διεθνείς αγορές. Η διακοπή της κυκλοφορίας αποτελεί εκτός των άλλων και μια «ηλεκτρισμένη» εκδήλωση κοντά στις γειτονίες. Εκείνοι που οργανώνουν τους αποκλεισμούς, ντόπιοι εργαζόμενοι, όπως οι Pepino, Hippie, και Piquete στη πόλη General Mosconi, είναι εκείνοι που είναι οι πιο θαρραλέοι στο λόγο και στο να απαιτούν. Η πλειοψηφία του πληθυσμού υποστηρίζει το κίνημα αλλά φοβούνται να μιλήσουν. Παρόλα αυτά συμμετείχαν μαζικά στην υποστήριξη των κοντινών και εύκολα προσβάσιμων οδικών μπλόκων και εμπόδισαν την αστυνομία να συλλάβει τους ηγέτες τους. Από παθητικά θύματα της φτώχειας, της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και της ευκαιριακής χειραγώγησης, ενεργοποιήθηκαν σε ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης, το οποίο δεσμεύεται στην αυτόνομη λαϊκή κοινωνική οργάνωση και την ανεξάρτητη πολιτική.
Η άμεση απαίτηση του κινήματος των ανέργων για χορήγηση τοπικών θέσεων εργασίας κρατικής χρηματοδότησης συνοδεύεται από άλλα αιτήματα: τη διανομή δεμάτων με τρόφιμα, την απελευθέρωση εκατοντάδων φυλακισμένων αγωνιστών ανέργων, καθώς και μια σειρά από δημόσιες επενδύσεις για ύδρευση, ασφαλτοστρωμένους δρόμους, και εγκαταστάσεις υγείας. Οι απαιτήσεις για απασχόληση δεν αφορούν μόνο μια κακοπληρωμένη προσωρινή θέση εργασίας αλλά μια σταθερή απασχόληση με έναν αξιοπρεπή μισθό. Στη πόλη General Mosconi, οι ηγέτες του κινήματος έχουν εξαγγείλει πάνω από τριακόσια έργα, μερικά από τα οποία λειτουργούν με επιτυχία-για την παροχή τροφής και απασχόλησης- συμπεριλαμβανομένων ενός αρτοποιείου, οργανικών κήπων, φυτών καθαρισμού του νερού, κλινικές πρώτων βοηθειών στις γειτονιές, και πολλά άλλα έργα. Η πόλη διοικείται εκ των πραγμάτων από την τοπική επιτροπή ανέργων, καθώς οι δημοτικοί αξιωματούχοι έχουν παραγκωνιστεί. Σε ορισμένα προάστια της εργατικής τάξης, το κίνημα των ανέργων έχει οδηγήσει σε ημι-απελευθερωμένες ζώνες, όπου η δύναμη των κινητοποιήσεων εξουδετερώνει ή είναι ανώτερη από εκείνη των τοπικών αξιωματούχων και είναι σε θέση να αμφισβητεί το κρατικό και ομοσπονδιακό καθεστώς στα ιδιαίτερα ζητήματα που έχουν τεθεί. Η ανάδειξη μιας «παραοικονομίας», σε περιορισμένη κλίμακα, στην πόλη General Mosconi χαίρει λαϊκής υποστήριξης εν μέσω των αγώνων και προσφέρει το όραμα πως οι άνεργοι μπορούν να ξαναπάρουν τη διοίκηση της ζωής, της γειτονιάς τους, και των μέσων διαβίωσης στα χέρια τους.
Πέρα από τις τοπικές και άμεσες απαιτήσεις, το MDT ζήτησε ένα τέλος στις πληρωμές για την κάλυψη του χρέους και τα προγράμματα λιτότητας, την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, και την επανεμφάνιση οικονομικών εξελίξεων που χρηματοδοτούνται και ρυθμίζονται από το κράτος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2001, πραγματοποιήθηκαν δύο εθνικές συναντήσεις ανέργων στο Mατάνζα και τη Λα Πλάτα. Σε αυτές τις συναντήσεις εκλέχτηκαν πάνω από δύο χιλιάδες αντιπρόσωποι από τις δεκάδες ομάδες ανέργων, συνδικαλιστών, φοιτητών και ΜΚΟ που πήραν μέρος. Ο σκοπός ήταν να συντονίσουν δραστηριότητες, να μοιραστούν ιδέες, και να σφυρηλατήσουν ένα εθνικό αγωνιστικό πρόγραμμα. Η συνέλευση των αντιπροσώπων στη Λα Πλάτα συμφώνησε σε έξι άμεσες απαιτήσεις:
(1) τέλος σε πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής και μηδενικού ελλείμματος , και σε νομικές διαδικασίες ενάντια στους συνεληφθέντες και άλλους ακτιβιστές.
(2) απόσυρση του προϋπολογισμού λιτότητας
(3) επέκταση και υπεράσπιση δημόσιων προγραμμάτων απασχόλησης και κατανομής τροφίμων σε κάθε άνεργο άνω των 16 ετών. Τη δημιουργία ενός μαζικού μητρώο ανέργων υπό τον έλεγχο των οργανώσεων των ανέργων που παρευρέθηκαν στη συνέλευση.
(4) επίδομα 100 πέσος (1 πέσο = $ 1.00) ανά εκτάριο για μικρού ή μεσαίου μεγέθους φάρμες για να σπείρουν οι αγρότες τα χωράφια τους.
(5) απαγόρευση απολύσεων
και (6) άμεση απόσυρση των χωροφυλάκων από την πόλη General Mosconi.
Η συνέλευση κάλεσε σε δύο μπλόκα εθνικών δρόμων, τον Σεπτέμβριο για να διεκδικήσουν τα αιτήματα τους. Επιπλέον, η συνέλευση συμφώνησε σε 5 στρατηγικούς στόχους:
(1) μη πληρωμή του παράνομου και ψεύτικου εξωτερικού χρέους
(2) δημόσιο έλεγχο των συνταξιοδοτικών ταμείων
(3) εκ νέου εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων
(4) απαλλαγή των μικρών αγροτών από το χρέος τους και εξασφάλιση αξιοπρεπών τιμών για τα προϊόντα τους και
(5) απομάκρυνση της κυβέρνησης της πείνας και οποιουδήποτε τυχόν ανασχηματισμού της.
Η συνέλευση έκλεισε κάνοντας έκκληση για μια ενεργή 36ωρη γενική απεργία και μια εθνική επιτροπή για το συντονισμό των δραστηριοτήτων με την αντιφρονούσα συνδικαλιστική συνομοσπονδία, «Κέντρο Αργεντινών Εργαζομένων» ( Central de Trabajadores Argentinos).
Το μέλλον του Κινήματος
Το MDT έχει γίνει μια υπολογίσιμη δύναμη στην Αργεντινή. Έχει εξαπλωθεί ταχύτατα από τη Σάλτα, το Juijuy, και το Ματάνσας προς την εξαθλιωμένη προαστιακή ζώνη του Μπουένος Άιρες, της Κόρδοβα, και του Rosario, καθώς και προς τις “πόλεις- φαντάσματα” του εσωτερικού. Οι τοπικές οργανώσεις έχουν σχηματιστεί εθνικές ομοσπονδίες, όπως αποδείχτηκε και από τα δύο εθνικά συνέδρια που προαναφέρθηκαν. Η επιτυχία αυτή βασίζεται στην κινητοποίηση των δεκάδων χιλιάδων ανέργων, στην ενεργοποίηση χιλιάδων συνδικαλιστών, στη συμμετοχή γυναικών και εφήβων στο κίνημα ως ενεργά μέλη (περίπου το 60% των συμμετεχόντων είναι γυναίκες), και στη πραγματική εξασφάλιση (περιορισμένων) παραχωρήσεων από το καθεστώς. Η δύναμη του κινήματος, ωστόσο, συνεχίζεται ως επί το πλείστον σε τοπικό επίπεδο, καθώς βασίζεται στις σχέσεις της γειτονίας, την αμοιβαίας εμπιστοσύνη, και συγκεκριμένα αιτήματα. Κύρια έλξη του παραμένει το γεγονός ότι το MDT δρα καταλυτικά – με άμεση δράση- σε μια κοινωνία εξαντλημένη από τις ατελείωτες πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής, τις περικοπές στον προϋπολογισμό, πολύ χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, τη διαφθορά και ανικανότητα του Κογκρέσου και την αυταρχική ελιτίστικη εκτελεστική εξουσία. Οι άνεργοι εργαζόμενοι είναι η μόνη φωνή αντίθεσης σε όλα αυτά, και το MTD είναι η μόνη αποτελεσματική τακτική: άμεση δράση, παρατεταμένα μπλόκα εθνικών οδών έως ότου να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις.
Δεδομένου ότι το κίνημα των ανέργων έχει αυξηθεί σε αριθμό και ικανότητα για την ανάληψη δράσης, έχει σχηματίσει συμμαχίες με φοιτητές πανεπιστημίων, συνδικαλιστικές οργανώσεις, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και με τα μικρά αριστερά κόμματα. Οι πιο σημαντικές συμμαχίες τακτικής διαμορφώθηκαν με το συνδικάτο δημοσίων υπαλλήλων (ΑΤΕ) και με τους συνδικαλιστές τοπικών εκπαιδευτικών. Η Madres de la Plaza de Mayo υποστήριξε και κινητοποίησε τα μέλη της, όπως έκανε και μια σειρά αριστερών φοιτητικών οργανώσεων. Ωστόσο, στο σύνολο των κοινών δραστηριοτήτων, ειδικά με τα συνδικάτα, το κίνημα των ανέργων προστάτευσε με ζήλο την κερδισμένη με κόπο, αυτονομία και ελευθερία δράσης του. Το κίνημα απέρριψε τις δημαγωγικές παρεμβάσεις από συμβατικούς πολιτικάντηδες οι οποίοι προσπάθησαν να επωφεληθούν από την αυξανόμενη δύναμη του κινήματος των ανεργων.
Η δυναμική και η χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του κινήματος των ανέργων καθώς και η επιτυχία των οδικών μπλόκων που παρέλυαν τη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, συνοδεύτηκε από διεξοδικές συζητήσεις και διαφωνίες για το πώς θα προχωρήσει.
Αρκετά βασικά ζητήματα προέκυψαν στο πλαίσιο αυτών των κινηματικών συζητήσεων:
1. Ο τοπικισμός: Η αρχική και συνεχιζόμενη δύναμη του κινήματος βασίζεται στους στενούς δεσμούς του με τις κοινότητες, και τις γειτονιές. Παρόλα αυτά, καθώς η απάντηση του κράτους στο κίνημα ήταν η βίαιη καταστολή, όπως δολοφονίες, μαζικές συλλήψεις, και στρατιωτικές επεμβάσεις, και καθώς η οικονομική λιτότητα συνεχίζεται, είναι προφανές σε πολλούς ακτιβιστές του κινήματος πως μόνο η συλλογική δράση σε εθνικό επίπεδο θα καταφέρει να αποδυναμώσει την κρατική βία και να διασφαλίσει ορισμένες παραχωρήσεις από το καθεστώς. Από την άλλη, ορισμένοι από τους ηγέτες που έχουν πετύχει στην εδραίωση της λαϊκής συμμετοχής αντιστέκονται και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τις εθνικές συνελεύσεις. Το κίνημα στην General Mosconi είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι ηγέτες της αρνήθηκαν να συμμετάσχουν επίσημα στις δύο εθνικές συναντήσεις στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2001.
2. Οι ανταγωνιστικές ομάδες: Η αποκεντρωμένη προέλευση του κινήματος αποτελεί ένα απαραίτητο και σημαντικό στοιχείο για την προώθηση τοπικών πρωτοβουλιών, την ηγεσία καθώς και την διαφύλαξη της αυτονομίας των διαφόρων κινημάτων. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις προέκυψαν πολιτικές και προσωπικές διαφορές οι οποίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν μελλοντικά την ενότητα στη δράση. Ενώ τα περισσότερα κινήματα ανέργων απορρίπτουν την πολιτική των εκλογών, ορισμένοι ηγέτες δέχτηκαν προτάσεις για θέσεις στα ψηφοδέλτια αριστερών κομμάτων, ιδιαίτερα σε ένα νέο σχηματισμό που ονομάζεται Κοινωνικός Πόλος (Social Pole). Άλλες διαφορές αφορούν τη σχέση με τα καθιερωμένα αντιφρονούντα συνδικάτα. Ενώ λίγοι ηγέτες των ανέργων είχαν αντίρρηση σε συνεργασίες τακτικής, πολλοί φοβούνται ότι η CTA και η ΑΤΕ θα επικρατήσουν τελικά στη δράση και θα χειραγωγήσουν το κίνημα ώστε να ταιρίαξει με τη μετριοπαθή ημερήσια διάταξη προοδευτικών συνδικαλιστικών στελεχών. Για παράδειγμα, σε μια εθνική αργία του Αυγούστου, διαδηλωτές υπό την επίδραση της ΑΤΕ, άφησαν ανοιχτούς τους εναλλακτικούς δρόμους ενώ μπλοκάραν μόνο κεντρικές αρτηρίες. Σκοπός αυτής της παραχώρησης ήταν να “κερδίσουν” τη μεσαία τάξη αλλά και το να δείξουν «καλή θέληση» προς τον Υπουργό Εργασίας. Πολλοί άνεργοι ακτιβιστές απέρριψαν την στρατηγική των «εναλλακτικών διαδρομών», καθώς υπονομεύει και αλλοιώνει το σκοπό των οδικών μπλόκων και ανοίγει την πόρτα για την αποθάρρυνση των ανέργων και την πτώση του κινήματος προς όφελος των συνδικάτων.
3. Διείσδυση Παραδοσιακών πολιτικών: η ισχυρή ώθηση του κινήματος προέρχεται από την αυτονομία της δράσης. Καθώς η επιτυχημένη κινητοποίηση συνεχιζόταν, οπορτουνιστές πολιτικάντηδες από τα περιβόητα κόμματα της “αντιπολίτευσης” (Περονιστές κλπ) προσπάθησαν να πάρουν πάνω τους κάποια από τα αιτήματα, προσφέροντας «διαμεσολάβηση» στους διαδηλωτές καθώς και τη διασφάλιση θέσεων εργασίας, διαιρώντας έτσι το κίνημα με στόχο να κερδίσουν ένα τμήμα του και να αποκαταστήσουν δικές τους απώλειες σε μέλη. Το κίνημα έχει μέχρι στιγμής αντισταθεί στις κολακείες αυτών των οπορτουνιστών δημαγωγών. Ωστόσο, εάν η ύφεση συνεχιστεί και οι βασικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται, η ψυχρή επιλογή θα είναι είτε μια ακόμη πιο ριζοσπαστική πολιτική, ή η αποδοχή του πειρασμού της «διαμεσολάβησης» από τα παλαιά πολιτικά αφεντικά.
4. Οι φοιτητές- Σύμμαχοι και Κίνδυνοι: Στις 7 – 8 Σεπτεμβρίου οι άνεργοι εργάτες συναντήθηκαν σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός φοιτητικών και πολιτιστικών οργανώσεων αλλοίωσε τη κοινωνική σύσταση του συνεδρίου. Οι μακροσκελείς και πολλές φορές κουραστικές τοποθετήσεις των φοιτητο-ρητόρων δεν βοήθησαν στην αποσαφήνιση του μέλλοντος του κινήματος. Ενώ οι εκπρόσωποι των ανέργων διατήρησαν τον έλεγχο και εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τη συμμετοχή των φοιτητών και άλλων, υπήρξε ανησυχία ότι θα εισάγουν τις συνήθεις ιδεολογικές ρήξεις που παραλύουν τη δράση. Η πηγαία ανάγκη μεταξύ ορισμένων φοιτητικών ομάδων να “εκφραστούν” μαζί με το κίνημα των ανέργων αντισταθμίστηκε από την τοποθέτηση ενός φοιτητή- ρήτορα ο οποίος εξήγησε στη συνέλευση γιατί “η παγκοσμιοποίηση σε αυτή την περίοδο καταδικάζει αναπόφευκτα τα κινήματα σε αποτυχία.” Οι εκπρόσωποι των ανέργων απέρριψαν ομόφωνα τη παρέμβαση αυτού του είδους και προχώρησαν στη περιγραφή μιας σειράς από άμεσες πρακτικές και στρατηγικές απαιτήσεις. Το κίνημα των ανέργων της Λανούς επέστησε την προσοχή στις πιέσεις των ανίερων συμμαχιών μετά τις μαζικές διαδηλώσεις και την ανάγκη για διατήρηση της ηγεσίας από το αυτόνομο κίνημα των ανέργων εργαζομένων.
Αυτές οι αντιφάσεις ανάπτυξης καταδεικνύουν τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το κίνημα. Το σημαντικό δεν είναι ότι υπάρχουν προβλήματα, αλλά ότι αυτά τίθενται προς συζήτηση με σκοπό την επίλυση τους στις ανοιχτές συνελεύσεις σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Συμπέρασμα
Μία από τις διαφωνίες σχετικά με τη φθίνουσα δύναμη του εργατικού κινήματος επικεντρώνεται στην εξάπλωση της επισφαλούς απασχόλησης, την αύξηση του ανεπίσημου τομέα, και την αύξηση του αριθμού των ανέργων. Όταν ρωτούνται, οι ηγέτες των συνδικάτων αναφέρουν συνεχώς τη δυσκολία της οργάνωσης των ανέργων, την έλλειψη μόχλευσης των ανέργων στο οικονομικό σύστημα, και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους ανέργους για συλλογική δράση. Η μαζική ανάπτυξη των οργανωμένων ανέργων στην Αργεντινή θέτει τέτοιου είδους υποθέσεις υπό αμφισβήτηση και εγείρει νέα ερωτήματα. Η εμπειρία στην Αργεντινή δείχνει ότι οι άνεργοι μπορούν να οργανωθούν, να συμμετάσχουν σε συλλογική δράση, να παραλύσουν το οικονομικό σύστημα, και είναι σε θέση να διαπραγματευθούν και να εξασφαλίσουν παραχωρήσεις, με τρόπο που τα οργανωμένα εργατικά συνδικάτα δεν έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν τα τελευταία χρόνια.
Αυτό υποδηλώνει ότι η μείωση του εργατικού δυναμικού έχει λιγότερο να κάνει με τη φύση των ανέργων και της άτυπης εργασίας και περισσότερο με τη δομή, την προσέγγιση, και την ηγεσία των συνδικάτων. Το κίνημα των ανέργων οργανώνεται από τα κάτω, και «στρατολογεί» πρόσωπο με πρόσωπο στα Barrios. Οι γραφειοκράτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων αγνοούν τους εργαζομένους, και κατά τη διοργάνωση, στηρίζονται στους “επαγγελματίες”. Το αποτέλεσμα είναι ότι συνήθως αποτυγχάνουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ανέργων, πόσο μάλλον να επιτύχουν στην οργάνωσή τους. Δεύτερον, το κίνημα των ανέργων έχει μια οριζόντια δομή στην οποία οι ηγέτες και οι υποστηρικτές προέρχονται από την ίδια τάξη και συνδιαλέγονται ως ίσοι σε ανοιχτές συνελεύσεις. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν κάθετες δομές που δημιουργήθηκαν γύρω από την προσωπική πίστη στους κορυφαίους γραφειοκρατών, πολλοί από τους οποίους παίρνουν μισθούς ανάλογους Διευθυνόντων Συμβούλων. Το κίνημα δεσμεύεται στη διαρκή άμεση δράση και διαπραγματεύεται συλλογικά τις απαιτήσεις σε ανοιχτές συνελεύσεις. Η ελίτ των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμμετέχει σε συμβολικές διαμαρτυρίες και στη συνέχεια διαπραγματεύεται με το κράτος ή τους εργοδότες πίσω από κλειστές πόρτες, φθάνοντας τις συμφωνίες που αψηφούν βασικές ανησυχίες των εργαζομένων και στη συνέχεια “πουλάει” τις συμφωνίες στα μέλη ή απλά τις επιβάλλει. Ως αποτέλεσμα, οι καθοδηγητές των ανέργων έχουν την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη των ψηφοφόρων τους, ενώ τα αφεντικά των συνδικαλιστικών οργανώσεων αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, αν όχι ως ενεργοί συνεργάτες του κράτους της λιτότητας και τους εργοδότες.
Η αγορά εργασίας, η μεγάλη πισίνα των ανέργων, αποτελεί πρόκληση για το συμβατικό τρόπο της οργάνωσης από τα πάνω προς τα κάτω, της επιφανειακής επίλυσης, και της επίσημης οργάνωσης. Κανένα συνδικαλιστικό αφεντικό δεν είναι πρόθυμο να βαδίσει με κόπο μέσα από τη «λασπώδη» οργάνωση των μη ασφαλτοστρωμένων δρόμων των παραγκουπόλεων. Να συμμετάσχει σε συνεδριάσεις σε παγωμένους ή πνιγηρούς αυτοσχέδιους χώρους συνάντησης, ανάμεσα σε κλάματα παιδιών και γυναικών που μάχονται και απαιτούν φαγητό τώρα, ή άνεργων νέων που βαριούνται τις μακροσκελής διαλέξεις σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και την ανεργία.
Κανένα συνδικαλιστικό αφεντικό δεν στέκεται πίσω από τα οδοφράγματα από καιγόμενα λάστιχα, δεν μπλοκάρει αυτοκινητόδρομους οπλισμένο με σφεντόνες και δεν αντιμετωπίζει πραγματικά πυρά. Προτιμούν να εξασφαλίσουν μια μισάωρη συνάντηση στα γραφεία του Υπουργού Εργασίας, προκειμένου να σχηματίσουν μια τριμελή επιτροπή για να συζητήσει πώς να αμβλύνει το πρόγραμμα λιτότητας και να διασφαλίσει τη διακυβέρνηση. Είναι γεγονός ότι σχεδόν όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως είναι οργανωμένες σήμερα, ενδιαφέρονται μόνο για τους εκλογικούς δεσμούς τους με τα επίσημα κόμματα και είναι παντελώς περιττοί αν όχι ένα σημαντικό εμπόδιο για την οργάνωση των ανέργων.
Μέσα από την ευρηματικότητα και την κοινωνική πρωτοβουλία των ανέργων, μέσω δοκιμής ή μέσω λάθους, έχουν βρει έναν τρόπο να εξασφαλίσουν την επιρροή του οικονομικού συστήματος με τα μπλόκα των εθνικών οδών που συνδέουν τις αγορές και τις εγκαταστάσεις παραγωγής. Η πρόωρη επιτυχία των μπλόκων πετρελαίου στην πόλη φάντασμα της Neuquen το 1996 εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα.
Τα μπλόκα δρόμων έχουν γίνει η γενικευμένη τακτική των θυμάτων εκμετάλλευσης και περιθωριοποίησης σε όλη τη Λατινική Αμερική. Στη Βολιβία, δεκάδες χιλιάδες αγρότες και ινδικές κοινότητες έχουν μπλοκάρει αυτοκινητόδρομους ζητώντας πίστωση, υποδομές, ελεύθερη καλλιέργεια κόκας, καθώς και αύξηση των δαπανών για την υγεία και την εκπαίδευση. Ομοίως στο Εκουαδόρ, μαζικοί αποκλεισμοί οδών έχουν πραγματοποιηθεί ενάντια στη δολαριοποίηση της οικονομίας και την απουσία δημόσιων επενδύσεων στα υψίπεδα. Στην Κολομβία, τη Βραζιλία, την Παραγουάη, αποκλεισμοί δρόμων, πορείες και καταλήψεις γης συνδυάζονται για την εκπλήρωση των άμεσων αιτημάτων, την αναδιανεμητική πολιτική, και ένα τέλος στο νεοφιλελευθερισμό και τις πληρωμές του χρέους.
Αυτό που όλες αυτές οι ομάδες έχουν κοινό είναι ότι είναι μη-στρατηγικές ομάδες, που ενεργούν σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Οι τομείς των εξαγωγών, οι τράπεζες, τα ορυκτά και το πετρέλαιο, καθώς και ορισμένοι κατασκευαστικοί τομείς , επωφελούνται κυρίως από το συνάλλαγμα (για την αποπληρωμή του χρέους)και ανταποδίδουν με κέρδος την ελίτ. Το φαγητό εισάγεται όπως επίσης και τα καπιταλιστικά αγαθά. Από τη σκοπιά της ελίτ που ελέγχει τη διαδικασία της συσσώρευσης, οι δραστηριότητες των αγροτών, των ανέργων, οι Ινδοί, οι αγρότες, οι τοπικές εμπορικές επιχειρήσεις, και οι μικροί κατασκευαστές είναι περιττοί, αναλώσιμοι, και άσχετοι με τις κύριες δραστηριότητες, εξαγωγές, οικονομικές συναλλαγές καθώς και τις εισαγωγές των αγαθών πολυτελείας. Βέβαια η ροή των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου απαιτούν την ελεύθερη διάβαση των δρόμων για να προσεγγίσουν την αγορά τους. Εδώ λοιπόν οι “περιθωριακές ομάδες” γίνονται στρατηγικοί πρωταγωνιστές των οποίων οι άμεσες ενέργειες εμποδίζουν τα κυκλώματα της ελίτ και διαταράσσουν τη διαδικασία συσσώρευσης. Οι αποκλεισμοί οδικών δικτύων από τους άνεργους είναι λειτουργικό ισοδύναμο των βιομηχανικών εργατών που σταματούν τις μηχανές και τη γραμμή παραγωγής: η μία μπλοκάρει το κέρδος, η άλλη τη δημιουργία της αξίας. Η μαζική οργάνωση έξω από το εργοστασιακό σύστημα αποδεικνύει τη βιωσιμότητα της εν λόγω στρατηγικής, όταν λαμβάνει χώρα εκτός των δομών των εκλογικών κομμάτων και των γραφειοκρατικών συνδικάτων. Η αυτόνομη οργάνωση είναι το κλειδί στην Αργεντινή και την υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Η εμπειρία δείχνει ότι τα νέα μαζικά κινήματα μπορούν να συντηρήσουν τους αγώνες, να αντισταθούν στη βίαιη καταστολή, και να διασφαλίσουν προσωρινές και άμεσες παραχωρήσεις.
Ο σχηματισμός μιας επιτροπής εθνικού συντονισμού των οργανώσεων των ανέργων στην Αργεντινή, και οι ανάλογες εθνικές οργανώσεις μεταξύ των αγροτών και των μικρών αγροτών σε όλη τη Λατινική Αμερική, δείχνει ότι τα τοπικά κινήματα μπορούν να γίνουν εθνικά και, ενδεχομένως, μπορούν να αντιμετωπίσουν το κράτος.
Πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Είναι δυνατόν αυτά τα νέα κινήματα να ενοποιηθούν σε μια εθνική πολιτική δύναμη και να μεταλλάξουν την κρατική εξουσία; Μπορούν να σχηματιστούν συμμαχίες μεταξύ των μισθωτών βιομηχανικών εργατών και υπαλλήλων και τη φθίνουσα μεσαία τάξη για να δημιουργήσουν ένα μπλοκ εξουσίας που θα μεταμορφώσει την οικονομία; Μπορούν οι τοπικές συνελεύσεις να γίνουν η βάση για ένα νέο σοσιαλισμό βασισμένο στις συνελεύσεις;
Στην Αργεντινή, η επιτυχία του κινήματος των ανέργων έχει ανοίξει μια νέα προοπτική για την προώθηση του αγώνα απέναντι σε μια παρατεταμένη και βαθιά ύφεση. Με το πλεονέκτημα παρόμοιων άμεσων και δραστικών κινημάτων σε όλη τη Λατινική Αμερική, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη σύγκλιση αυτών των “περιθωριακών” τάξεων σε μια τεράστια πρόκληση για την αμερικανική αυτοκρατορία και των τοπικών συνεργατών της.
Μετάφραση: Σοφία Καρακαϊδού
*O James Petras συνεργάζεται με το Κίνημα Ακτημόνων Εργατών της Βραζιλίας, σε συνδυασμό με τις εργασίες του με το κίνημα των ανέργων εργαζομένων στην Αργεντινή. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ το βιβλίο ”Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα Ο ιμπεριαλισμός τον 21ο αιώνα” που έχει συγγράψει μαζί με τον Henry Veltmeyer. Μπορείτε να βρείτε το κείμενο του στα αγγλικά εδώ
Πηγή: Η Λέσχη
http://www.aformi.gr/2012/01/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%81%CE%B3%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%AE/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου