τα εν οίκω... εν δήμω
Επικοινωνία: peramahalas@gmail.com

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Σ’ ένα καλάθι

Κύριε πρόεδρε

Ζητώ την προσοχή σας, για λίγο από τον χρόνο σας, στις παρακάτω γραμμές της επιστολής μου. Πρόκειται για την απόφασή μου να παραιτηθώ. Ξαφνιάζεστε, το ξέρω, μα ώρες σκέψης, στιγμές ατέλειωτες, μερόνυκτα βασανιστικά, ζωή ολόκληρη σχεδόν, με συμβούλεψαν γι αυτήν εδώ τη μέρα.


Κύριε πρόεδρε, σας εκτιμώ βαθιά, ίσως πιο πολύ απ’ όσο νομίζετε. Η αλήθεια είναι ότι μου προσφέρατε μια θέση. Μια θέση σ’ ανθρώπους γύρω μου , σε γνωστούς και αγνώστους.Μια θέση στην κοινωνία με αντάλλαγμα ώρες εργασίας. Από τη μέρα που με βάλατε να κάτσω στην καρέκλα του γραφείου μου απέκτησα ένα σωρό μπράβο. Τα συγχαρητήρια σωρηδόν, τα χέρια ολονών να σφίγγουν τα δικά μου και τα χαμόγελα δίναν και παίρναν. Αν και μερικοί χαμογελώντας δείχνουν τα δόντια τους αλλά δεν πειράζει. Έχουν κι αυτοί τη θέση τους. Μπήκα λοιπόν στο χάρτη. Μία κουκίδα σ’ ένα τοπίο μουντό και γκρίζο. Με βουνά υποχρεώσεις και θάλασσες από ανάγκες. Έρημοι συνειδήσεων, στεριές αγωνίας. Κι ένα μικρό κήπο ελπίδας. Μια ποθητή όαση με συνωστισμό όμως μεγάλο.


Ακόμα θυμάμαι τη μέρα που με προσλάβατε. Ηλιόλουστη, τα πάντα λαμποκοπούσαν, μοσχοβολούσαν κι οι ήχοι γύρω σε αρμονία μου έπαιρναν τ’ αφτιά μελωδικά. Από τότε πέρασαν κι άλλες τέτοιες μέρες. Σίγουρα θα πέρασαν. Αλλά δεν τις θυμάμαι. Με χτυπήσατε φιλικά στην πλάτη και κοιτώντας με στα μάτια μου είπατε, ‘’έλα να σου δείξω που θα κάθεσαι’’. Κι έσκασα ενα χαμόγελο! Να χα κι έναν καθρέφτη να το δω, να το θυμόμουν και αυτό! Κι εσείς ατάραχος, σοβαρός, ανέκφραστος.

Η καρέκλα που μου δώσατε να κάτσω δεν ήταν και τόσο βολική. Με πονούσε η μέση μου κατά καιρούς, σας το είχα πει, θυμάστε. Πατούσε όμως στα πόδια της γερά. Σηκώνει ακόμα και σήμερα τους αναστεναγμούς μου, το κουρασμένο μου βαρύ κεφάλι, τον θυμό και την αγανάκτησή μου, το νωθρό κορμί μου με τα λεπτά, ξύλινα, γέρικα της πόδια. Όπου κι αν είμαι η καρέκλα αυτή με συνοδεύει. Ακόμα και στον ύπνο μου. Κάποτε σήκωνε και τα όνειρά μου. Και σκεφτείτε, δεν ανταλλάξαμε ποτέ μία κουβέντα.

Όχι, κύριε πρόεδρε, τα λεφτα δεν είναι λίγα. Ποτέ δεν ήταν. Πάντα αρκούσαν για να είμαι ένας συνεπής καταναλωτής. Ψηλά στη λίστα των καταναλωτών. Ήθελα κείνο, έπαιρνα και τ’ άλλο. Τ’ αγόραζα όλα, αχρείαστα να ναι. Αφήστε που διαπίστωσα πως όσο πιο πολλές σακούλες κουβαλάς τόσο πιο πολλοί άνθρωποι έρχονται κοντά σου. Πήρα κι ένα αυτοκίνητο που όλο χαλούσε. Δε βαριέστε, με χαιρετάνε κι οι μηχανικοί.

Όχι, ποτέ δεν είχα παράπονο από εσάς και τους συναδέλφους μου. Μη σας μπαίνουν ιδέες, μη με παρεξηγείτε. Ούτε από το ωράριο έχω παράπονο. Εξάλλου η μέρα μου φαίνεται έχει τόσες πολλές ώρες. Πάνω από είκοσι τέσσερις που λένε. Όμως, κύριε πρόεδρε, θέλω ν αγαπήσω ξανά τις καθημερινές μου που τόσο μίσησα. Το πρωινό μου ξύπνημα. Να κοιτάζω τον ουρανό όχι για να δω αν ξημέρωσε αλλά για να χαμογελάω. Το γαλάζιο είναι το αγαπημένο μου χρώμα έχετε υπόψιν σας. Θέλω τις νύχτες να με νανουρίζει η ησυχία, τ’ αστέρια να μου τυφλώνουνε τον νου και το ξυπνητήρι να μη θυμάμαι να ρυθμίζω. Θέλω να τραγουδάω στο φως του ήλιου. Μ’ έχετε ακούσει να τραγουδάω; Είμαι τόσο υπέροχα φάλτσος που με πιάνουν τα γέλια. Δοκιμάστε κι εσείς κύριε πρόεδρε να τραγουδήσετε. Μπορεί να είστε το ίδιο φάλτσος. Αυτό ίσως σας κάνει να γελάσετε εν τέλει.

Κάθε πρωί σχεδόν, κύριε πρόεδρε, στον δρόμο για το γραφείο συναντάω σχολιαρόπαιδα-όχι πάντα τα ίδια- στην πλατεία να παίζουν στα κλεφτά με μία μπάλα καθώς πηγαίνουν στο σχολείο. Δημοτικού νομίζω θα ναι. Πολλές φορές η μπάλα πέφτει πάνω μου λερώνοντας τα ρούχα μου. Κι εγώ νευριασμένος από αυτή τους την αναίδεια, επιταχύνω το βήμα μου και ταυτόχρονα σκουπίζομαι. Πιστεύω  πως καμιά φορά το κάνουν επίτηδες. Ρίχνουν κάτι γέλια! Εγώ έπιανα τον εαυτό μου σιωπηλά να λέει ‘’ρε να ξέρατε ποιος είμαι εγώ’’. Όμως εγώ ακόμα να απαντήσω σε αυτό. Ακόμα αναρωτιέμαι κι ακόμα να μάθω θέλω.

Ξέρετε, κύριε πρόεδρε, πριν με βάλετε σ αυτή την καρέκλα είχα μιαν άλλη. Δεν στεκόταν καλά στα πόδια της εκείνη. Παραπατούσε μεθυσμένη, ερωτευμένη. Στροβιλιζόταν γύρω από καρέκλες σοβαρές κι όλο γελούσε. Δεν είχε μαξιλάρια εκείνη. Είχε μονάχα μία πλάτη πέτρινη και αναπαυόταν πολεμώντας. Εκείνη η καρέκλα, κύριε πρόεδρε, δεν μ’ άφηνε να κάτσω. Για κείνη φεύγω τώρα. Σίγουρα είχατε κι εσείς μια ίδια κάποτε. Παραιτηθείτε κι εσείς κύριε πρόεδρε.

Ύπερος
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου