«Ένας πλάνης, αυτό είναι, ένας ζητιάνος,» έλεγε ήσυχα η γυναίκα που μιλούσε με το φόβο.
Την είχα συναντήσει το πρωί στην πόρτα του σχολείου.
“Το νου σας μακριά από φόβο,” είπε στα παιδιά της και χαμογέλασε στην έκπληκτη όψη μου.
Συστήθηκε και με προσκάλεσε σπίτι της το απόγευμα.
«Έρχεται στο κατώφλι του νου και ζητιανεύει τον οβολό του: την υποταγή μας.
Έρχεται κρυμμένος μέσα σε παραινετικές συνταγές. “Πρόσεχε!” είναι η λέξη που αποτελεί το θεμελιώδες,
παραπλανητικό συστατικό του.
Έρχεται, μικρούλης κι ασθενικός, μια τόση δα σκιά – και θρέφεται με την αγωνία, την έγνοια, τον κόπο, τον πόνο, το μόχθο.
Μέρα τη μέρα αυξάνει και διογκώνεται, επεκτείνεται κι εξαπλώνεται, καταλαμβάνει.»
Γέμισε τα ποτήρια δροσερή λεμονάδα.
«Τον φιλοξένησα πολύ καιρό. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στους χώρους μου.
Ο αγαπημένος μου τόπος μαραινόταν μες στη σκοτεινιά του.
Αίφνης, ένα πρωί, αποφάσισα να παραιτηθώ από τις σκοτούρες. Έμεινε νηστικός όλη τη μέρα.
Το άλλο πρωί, ο νους μου είχε ξαστερώσει.
Ωστόσο, τον φιλοξενούσα ακόμα.
Πριν επιστρέψει στην ανυπαρξία, απ’ όπου είχε έρθει, προσπάθησε να παρακινήσει τον οίκτο μου.
Μα είχα αποφασιστικά παραιτηθεί από τα βάσανα και δεν τα κατάφερε να με πείσει να τον λυπηθώ.
Κίνησε, όμως, την περιέργειά μου. Ή, ίσως, ήθελα μόνο ν’ ακούσω μια καλή ιστορία – έτσι, για διασκέδαση.»
Έφερε ένα μπολ από την κουζίνα και το γέμισε βερίκοκα, από ένα δέντρο στην αυλή της φορτωμένο με χρυσαφένια, παχουλά, ζουμερά φρούτα.
«Δεν υπάρχει. Αυτή είναι η αλήθεια του: δεν υπάρχει.
Μου το ομολόγησε ο ίδιος.
Είναι μία πλάνη.
Μια πλάνη που προκλήθηκε από ένα αρχαίο λάθος, αναπτύχθηκε μέσα σε κάποιο αρχαίο σκοτεινό κενό, πολύ παλιά, στην αρχή του κόσμου – και ρουφάει ζωή.
Η ζωή αυτή του είναι άχρηστη, αφού δεν είναι δική του.
Ούτε μπορεί να έχει δική του ζωή, αφού δεν έχει δημιουργηθεί.
Για να διατηρείται απασχολημένος και να νιώθει χρήσιμος, είναι τα δικά του λόγια, αχρηστεύει τη ζωή των όντων.
Η ανθρωπότητα διάγει το βίο της μέσα στην ατέλεια και την ασθένεια, γιατί οι άνθρωποι θρέφουν την πλάνη του φόβου.»
Άπλωσε το χέρι της στην ανθισμένη μηλιά, που μας φιλοξενούσε στη δροσιά της – και είπε, “εσύ, αγαπητή μου, σίγουρα ξέρεις τι θα ‘θελα τώρα πιο πολύ.”
Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένα κόκκινο, στρογγυλό, λαμπερό μήλο γέμισε τη χούφτα της.
«Αρκεί να τον αφήσεις νηστικό,» κατέληξε – και δάγκωσε το τραγανό φρούτο.
Γιούλη Κουγιά,
blog: euliekougia.wordpress.com
Το διαβάσαμε στην πάντα αξιόλογη Εναλλακτική Δράση
πηγή
Την είχα συναντήσει το πρωί στην πόρτα του σχολείου.
“Το νου σας μακριά από φόβο,” είπε στα παιδιά της και χαμογέλασε στην έκπληκτη όψη μου.
Συστήθηκε και με προσκάλεσε σπίτι της το απόγευμα.
«Έρχεται στο κατώφλι του νου και ζητιανεύει τον οβολό του: την υποταγή μας.
Έρχεται κρυμμένος μέσα σε παραινετικές συνταγές. “Πρόσεχε!” είναι η λέξη που αποτελεί το θεμελιώδες,
παραπλανητικό συστατικό του.
Έρχεται, μικρούλης κι ασθενικός, μια τόση δα σκιά – και θρέφεται με την αγωνία, την έγνοια, τον κόπο, τον πόνο, το μόχθο.
Μέρα τη μέρα αυξάνει και διογκώνεται, επεκτείνεται κι εξαπλώνεται, καταλαμβάνει.»
Γέμισε τα ποτήρια δροσερή λεμονάδα.
«Τον φιλοξένησα πολύ καιρό. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στους χώρους μου.
Ο αγαπημένος μου τόπος μαραινόταν μες στη σκοτεινιά του.
Αίφνης, ένα πρωί, αποφάσισα να παραιτηθώ από τις σκοτούρες. Έμεινε νηστικός όλη τη μέρα.
Το άλλο πρωί, ο νους μου είχε ξαστερώσει.
Ωστόσο, τον φιλοξενούσα ακόμα.
Πριν επιστρέψει στην ανυπαρξία, απ’ όπου είχε έρθει, προσπάθησε να παρακινήσει τον οίκτο μου.
Μα είχα αποφασιστικά παραιτηθεί από τα βάσανα και δεν τα κατάφερε να με πείσει να τον λυπηθώ.
Κίνησε, όμως, την περιέργειά μου. Ή, ίσως, ήθελα μόνο ν’ ακούσω μια καλή ιστορία – έτσι, για διασκέδαση.»
Έφερε ένα μπολ από την κουζίνα και το γέμισε βερίκοκα, από ένα δέντρο στην αυλή της φορτωμένο με χρυσαφένια, παχουλά, ζουμερά φρούτα.
«Δεν υπάρχει. Αυτή είναι η αλήθεια του: δεν υπάρχει.
Μου το ομολόγησε ο ίδιος.
Είναι μία πλάνη.
Μια πλάνη που προκλήθηκε από ένα αρχαίο λάθος, αναπτύχθηκε μέσα σε κάποιο αρχαίο σκοτεινό κενό, πολύ παλιά, στην αρχή του κόσμου – και ρουφάει ζωή.
Η ζωή αυτή του είναι άχρηστη, αφού δεν είναι δική του.
Ούτε μπορεί να έχει δική του ζωή, αφού δεν έχει δημιουργηθεί.
Για να διατηρείται απασχολημένος και να νιώθει χρήσιμος, είναι τα δικά του λόγια, αχρηστεύει τη ζωή των όντων.
Η ανθρωπότητα διάγει το βίο της μέσα στην ατέλεια και την ασθένεια, γιατί οι άνθρωποι θρέφουν την πλάνη του φόβου.»
Άπλωσε το χέρι της στην ανθισμένη μηλιά, που μας φιλοξενούσε στη δροσιά της – και είπε, “εσύ, αγαπητή μου, σίγουρα ξέρεις τι θα ‘θελα τώρα πιο πολύ.”
Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου ένα κόκκινο, στρογγυλό, λαμπερό μήλο γέμισε τη χούφτα της.
«Αρκεί να τον αφήσεις νηστικό,» κατέληξε – και δάγκωσε το τραγανό φρούτο.
Γιούλη Κουγιά,
blog: euliekougia.wordpress.com
Το διαβάσαμε στην πάντα αξιόλογη Εναλλακτική Δράση
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου