αποστολή: E
της Γκέλης Δουμπη
«Φρόντισε να φορέσεις κάτι πρόχειρο και άνετο. Και χαμηλά παπούτσια γιατί θα χορέψετε.»
Αυτή ήταν η τελευταία οδηγία του Γιώργου Τούλα πριν κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά δεν έδωσα βάση. Γιατί εγώ είχα αποφασίσει ότι θα πήγαινα σε γιορτή και έτσι έβαλα τα καλά μου. Και τις μαύρες μπότες μου με πέντε δάχτυλα τακουνάκι. Κι ας με δυσκόλευαν στο χορό. Δεκαοχτώ χρόνια μετά, με το στομάχι σφιγμένο απ’ τη συγκίνηση, θα επέστρεφα σε ένα χώρο που σημάδεψε τη ζωή μου. Σε μέρα χαράς!
«Τι είναι για σένα φως;» Είδα τον τίτλο με την άκρη του ματιού μου τυχαία, πριν από μερικές μέρες και κέντρισε αμέσως την περιέργειά μου. Το κάλεσμα ήταν καταλύτης: «Μια αλλιώτικη χριστουγεννιάτικη γιορτή μέσα στην καρδιά της Σχολής Τυφλών. Μια μοναδική βραδιά που ετοίμασαν οι εθελοντές του Θεσσαλονίκη Αλλιώς και θα αποτελέσει τη δική μας φετινή χριστουγεννιάτικη γιορτή. Μια γιορτή που καλεί εσάς, τριάντα συνολικά συμμετέχοντες να έρθουν και να γίνουν μέρος αυτής της μυσταγωγίας.»
«Τι είναι για μένα φως;» Στη Σχολή Τυφλών έζησα με ένταση, επί δέκα σχεδόν χρόνια, πολλές παραλλαγές του σκότους και του φωτός. Από τα 24 μου χρόνια, διδάσκοντας μαθηματικά και ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε μαθητές όλων των βαθμίδων και σε σπουδαστές της επαγγελματικής κατάρτισης, βρέθηκα αντιμέτωπη με μια σκληρή αναπηρία, απολύτως άγνωστη μέχρι τότε σε μένα. Γυμνή απέναντί της. Χωρίς εφόδια για να τη χειριστώ. Σιγά-σιγά έμαθα να ψηλαφώ και να αναγνωρίζω ένα δύσκολο κόσμο, να τον κατανοώ, να τον διευκολύνω να με κατανοήσει, να επικοινωνώ με αυτόν. Νίκησα φόβους και αναστολές. Σμίλεψα την ψυχή μου.
Πέρασα ώρες ατέλειωτες με τους μαθητές μου, αφήνοντας πολλές φορές στο πλάι τις εξισώσεις και τα ημίτονα, για να κουβεντιάζουμε για τις κρυφές τους αγωνίες και να ξεκλειδώνουμε τα άγχη τους. Για να κερδίζουμε πόντους στην αυτοεκτίμηση και βήματα στην αυτοπεποίθηση. Για να εκτονώνουμε τις εντάσεις τραγουδώντας στα διαλείμματα, συντροφιά με τα μπουζούκια, τις κιθάρες και τα τουμπερλέκια τους -πόσο χαρισματικά ήταν κάποια παιδιά!
«Τι είναι για μένα φως;» Μετά από χρόνια ψυχικής όσμωσης οι συζητήσεις σπάζουν το κέλυφος μιας συμπεριφοράς σύμφωνα με τους τύπους. Θέλεις να αντιληφθείς, να κατανοήσεις, να ερμηνεύσεις. Και οι ερωτήσεις, όσο αφελείς, άτεχνες και επώδυνες και αν είναι, είναι ο μόνος δρόμος για να διαρρήξεις έναν περίκλειστο άγνωστο κόσμο.
«Πες μου τι βλέπεις στα όνειρά σου; Πώς γίνεται να βλέπεις όνειρα αν δεν έχεις δει ποτέ;»
«Τα χρώματα πώς τα φαντάζεσαι; Τι αισθάνεσαι όταν σου λέω ότι κάτι είναι μαύρο, ότι είναι κόκκινο, λευκό, γαλάζιο…; Έχει για σένα διαφορά; Είναι πιο ζεστό, πιο κρύο; Βοήθα με να καταλάβω.»
«Πώς είναι η θάλασσα; Μπορείς να τη φανταστείς; Όχι μόνο το νερό που πιάνεις, το νερό στο οποίο κολυμπάς. Η μεγάλη θάλασσα, το ατέλειωτο νερό; Τον ουρανό πώς τον φαντάζεσαι; Τη νύχτα;»
« Άκουσε αυτήν τη φωνή –πώς φαντάζεσαι το πρόσωπο, το σώμα, τα χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου;»
« Τι θυμάσαι από τα χρόνια που έβλεπες; Τι συγκρατεί η μνήμη;»
« Αν μπορούσες να επιλέξεις, θα προτιμούσες μια άλλη αναπηρία αντί για την τυφλότητα; Γιατί ναι; Γιατί όχι;»
Απρόσμενες, συγκλονιστικές κάποιες φορές, απαντήσεις, άνοιγαν νέους κύκλους συζητήσεων, σαγηνευτικά κανάλια στη σκέψη και άφηναν πολύτιμες ενσταλάξεις γνώσης και εμπειρίας. Μιλούσαμε, ζωγραφίζαμε πάνω σε μεμβράνες για να βοηθήσουμε τη φαντασία, αγγίζαμε με τα χέρια για να υποστηρίξουμε την εμπειρία. Μαζί τους μάθαινα και εγώ.
«Τι είναι για μένα φως;» Στη Σχολή Τυφλών γνώρισα παιδιά που γεννήθηκαν τυφλά ή με προβλήματα στην όραση, γνώρισα ανθρώπους που έχασαν ξαφνικά την όρασή τους από ένα τραγικό γεγονός κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή τους ή άλλους που ζούσαν την πορεία προς την απώλεια με πόνο και στωικότητα έχοντας επίγνωση του προβλήματος της υγείας τους. Γνώρισα ανθρώπους χωρίς ακοή και όραση, με θαυμαστές, παρ’ όλα αυτά, ικανότητες επικοινωνίας αλλά και παιδιά με βαριές αναπηρίες.
Γνώρισα πολύτιμους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους.
«Τι είναι για μένα φως»; Χτες το βράδυ χόρευα στην …αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη γιορτή, με τα μάτια κλειστά, δεμένα με ένα μαύρο πανί, στην ίδια αίθουσα που πριν πολλά χρόνια, στο διάλειμμα από τα μαθήματα, στήναμε αυτοσχέδια «μουσική κομπανία» με τους μαθητές μου, με καβαλιέρο τον Γιώργο, τυφλό –«παλιοσειρά», όπως αυτοχαρακτηρίστηκε γελώντας.
«Και εγώ παλιοσειρά είμαι βρε Γιώργο!», του ψιθύρισα στο αυτί καθώς χορεύαμε. «Καθηγήτρια ήμουν, από το ’86 ως το ’95.»
Ο Γιώργος σταμάτησε απότομα το χορό, είπε δυνατά το όνομά μου –όπως χαρακτηριστικά κάνουν όσοι δεν βλέπουν- και ξαφνικά άκουσα γύρω μου φωνές και ένοιωσα να με αγκαλιάζουν τρεις κοπέλες. Πέταξα το μαύρο πανί από τα μάτια μου για να τις δω. Με δυσκολία τις αναγνώρισα. Είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ! Μιλούσαν με ενθουσιασμό, άρχισαν να μου λεν, χωρίς ανάσα τα νέα τους, μου έδειχναν με περηφάνια τα παιδιά τους, με τραβούσαν από δω και από κει για να βρούμε και άλλους «από τα παλιά». Ο ήχος της φωνής μου, παρ’ όλα τα 18 χρόνια που μεσολάβησαν, προσέλκυε ανθρώπους που καταλάβαιναν ποια είμαι –αυτή η αξιοθαύμαστη ικανότητα των τυφλών! Μαθητές μου που μεγάλωσαν, παλιοί συνάδερφοί μου! Σε μια παγωμένη, χειμωνιάτικη βραδιά, μια σταγόνα ζεστό μέλι κύλησε μέσα μου.
«Τι είναι για μένα φως»; Ένας άλλος χορός. Ο πιο όμορφος και συγκινητικός χορός της ζωής μου. Στα βήματά του με είχε συνοδέψει ο Πολύκαρπος, ένας τυφλός και κωφός, Επικοινωνούσε γράφοντας λέξεις με τα δάχτυλά του στην παλάμη του συνομιλητή του, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό αλφάβητο. «Άκουγε» βάζοντας το χέρι στο λαιμό όποιου μιλούσε. Ο Πολύκαρπος δούλευε στους αργαλειούς και έμενε στο οικοτροφείο. Ήταν το πιο ευγενικό και πρόσχαρο πλάσμα στη σχολή. Πεντακάθαρος, φρεσκοξυρισμένος, πειθαρχημένος, δημιουργικός, τα απογεύματα έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην αυλή, χάριζε αγκαλιές και χαμόγελα σε όλους και έδειχνε χαρούμενος από τη ζωή του.
Σε μια καλοκαιρινή σχολική εκδρομή γρήγορα άρχισαν τα τραγούδια και ο χορός με μουσικούς τα παιδιά και τους δασκάλους τους. Ο Πολύκαρπος έμενε χαμογελαστός και μόνος στην καρέκλα του –αμέτοχος.
Τον πλησίασα, χτύπησα με το χέρι μου στην πλάτη του το ρυθμό του βαλς που έπαιζε εκείνη την ώρα το ακορντεόν και, σαν να συνωμοτήσαμε, με φίλησε γελώντας, έκανε νεύμα με ενθουσιασμό δείχνοντάς μου ότι θέλει να σηκωθεί και ξεκινήσαμε έναν ανάλαφρο χορό, χωρίς να χάνουμε βήμα. Το διασκέδαζε ο Πολύκαρπος κι ας μην άκουγε τη μουσική. Χτυπούσα συνέχεια το ρυθμό στην πλάτη του και τα πόδια του πετούσαν. Μου έδειχνε τη χαρά του με γέλια και νοήματα –δεν ήθελε να κάτσει!
Ήταν ο πιο όμορφος και συγκινητικός χορός της ζωής μου. Ο χορός με έναν άνθρωπο που δεν έβλεπε και δεν άκουγε.
Αυτό είναι για μένα φως!
Χτες, στην …αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη γιορτή στη Σχολή Τυφλών έμαθα ότι ο Πολύκαρπος πέθανε πριν λίγα χρόνια.
Το φως του έλαμπε. Στροβιλίζονταν ανάμεσά μας.
Χαμογελούσε και μου θύμιζε πως η ζωή είναι ωραία! Φωτεινή!
ΠΗΓΗ
της Γκέλης Δουμπη
«Φρόντισε να φορέσεις κάτι πρόχειρο και άνετο. Και χαμηλά παπούτσια γιατί θα χορέψετε.»
Αυτή ήταν η τελευταία οδηγία του Γιώργου Τούλα πριν κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά δεν έδωσα βάση. Γιατί εγώ είχα αποφασίσει ότι θα πήγαινα σε γιορτή και έτσι έβαλα τα καλά μου. Και τις μαύρες μπότες μου με πέντε δάχτυλα τακουνάκι. Κι ας με δυσκόλευαν στο χορό. Δεκαοχτώ χρόνια μετά, με το στομάχι σφιγμένο απ’ τη συγκίνηση, θα επέστρεφα σε ένα χώρο που σημάδεψε τη ζωή μου. Σε μέρα χαράς!
«Τι είναι για σένα φως;» Είδα τον τίτλο με την άκρη του ματιού μου τυχαία, πριν από μερικές μέρες και κέντρισε αμέσως την περιέργειά μου. Το κάλεσμα ήταν καταλύτης: «Μια αλλιώτικη χριστουγεννιάτικη γιορτή μέσα στην καρδιά της Σχολής Τυφλών. Μια μοναδική βραδιά που ετοίμασαν οι εθελοντές του Θεσσαλονίκη Αλλιώς και θα αποτελέσει τη δική μας φετινή χριστουγεννιάτικη γιορτή. Μια γιορτή που καλεί εσάς, τριάντα συνολικά συμμετέχοντες να έρθουν και να γίνουν μέρος αυτής της μυσταγωγίας.»
«Τι είναι για μένα φως;» Στη Σχολή Τυφλών έζησα με ένταση, επί δέκα σχεδόν χρόνια, πολλές παραλλαγές του σκότους και του φωτός. Από τα 24 μου χρόνια, διδάσκοντας μαθηματικά και ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε μαθητές όλων των βαθμίδων και σε σπουδαστές της επαγγελματικής κατάρτισης, βρέθηκα αντιμέτωπη με μια σκληρή αναπηρία, απολύτως άγνωστη μέχρι τότε σε μένα. Γυμνή απέναντί της. Χωρίς εφόδια για να τη χειριστώ. Σιγά-σιγά έμαθα να ψηλαφώ και να αναγνωρίζω ένα δύσκολο κόσμο, να τον κατανοώ, να τον διευκολύνω να με κατανοήσει, να επικοινωνώ με αυτόν. Νίκησα φόβους και αναστολές. Σμίλεψα την ψυχή μου.
Πέρασα ώρες ατέλειωτες με τους μαθητές μου, αφήνοντας πολλές φορές στο πλάι τις εξισώσεις και τα ημίτονα, για να κουβεντιάζουμε για τις κρυφές τους αγωνίες και να ξεκλειδώνουμε τα άγχη τους. Για να κερδίζουμε πόντους στην αυτοεκτίμηση και βήματα στην αυτοπεποίθηση. Για να εκτονώνουμε τις εντάσεις τραγουδώντας στα διαλείμματα, συντροφιά με τα μπουζούκια, τις κιθάρες και τα τουμπερλέκια τους -πόσο χαρισματικά ήταν κάποια παιδιά!
«Τι είναι για μένα φως;» Μετά από χρόνια ψυχικής όσμωσης οι συζητήσεις σπάζουν το κέλυφος μιας συμπεριφοράς σύμφωνα με τους τύπους. Θέλεις να αντιληφθείς, να κατανοήσεις, να ερμηνεύσεις. Και οι ερωτήσεις, όσο αφελείς, άτεχνες και επώδυνες και αν είναι, είναι ο μόνος δρόμος για να διαρρήξεις έναν περίκλειστο άγνωστο κόσμο.
«Πες μου τι βλέπεις στα όνειρά σου; Πώς γίνεται να βλέπεις όνειρα αν δεν έχεις δει ποτέ;»
«Τα χρώματα πώς τα φαντάζεσαι; Τι αισθάνεσαι όταν σου λέω ότι κάτι είναι μαύρο, ότι είναι κόκκινο, λευκό, γαλάζιο…; Έχει για σένα διαφορά; Είναι πιο ζεστό, πιο κρύο; Βοήθα με να καταλάβω.»
«Πώς είναι η θάλασσα; Μπορείς να τη φανταστείς; Όχι μόνο το νερό που πιάνεις, το νερό στο οποίο κολυμπάς. Η μεγάλη θάλασσα, το ατέλειωτο νερό; Τον ουρανό πώς τον φαντάζεσαι; Τη νύχτα;»
« Άκουσε αυτήν τη φωνή –πώς φαντάζεσαι το πρόσωπο, το σώμα, τα χαρακτηριστικά αυτού του ανθρώπου;»
« Τι θυμάσαι από τα χρόνια που έβλεπες; Τι συγκρατεί η μνήμη;»
« Αν μπορούσες να επιλέξεις, θα προτιμούσες μια άλλη αναπηρία αντί για την τυφλότητα; Γιατί ναι; Γιατί όχι;»
Απρόσμενες, συγκλονιστικές κάποιες φορές, απαντήσεις, άνοιγαν νέους κύκλους συζητήσεων, σαγηνευτικά κανάλια στη σκέψη και άφηναν πολύτιμες ενσταλάξεις γνώσης και εμπειρίας. Μιλούσαμε, ζωγραφίζαμε πάνω σε μεμβράνες για να βοηθήσουμε τη φαντασία, αγγίζαμε με τα χέρια για να υποστηρίξουμε την εμπειρία. Μαζί τους μάθαινα και εγώ.
«Τι είναι για μένα φως;» Στη Σχολή Τυφλών γνώρισα παιδιά που γεννήθηκαν τυφλά ή με προβλήματα στην όραση, γνώρισα ανθρώπους που έχασαν ξαφνικά την όρασή τους από ένα τραγικό γεγονός κάποια στιγμή στην ενήλικη ζωή τους ή άλλους που ζούσαν την πορεία προς την απώλεια με πόνο και στωικότητα έχοντας επίγνωση του προβλήματος της υγείας τους. Γνώρισα ανθρώπους χωρίς ακοή και όραση, με θαυμαστές, παρ’ όλα αυτά, ικανότητες επικοινωνίας αλλά και παιδιά με βαριές αναπηρίες.
Γνώρισα πολύτιμους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους.
«Τι είναι για μένα φως»; Χτες το βράδυ χόρευα στην …αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη γιορτή, με τα μάτια κλειστά, δεμένα με ένα μαύρο πανί, στην ίδια αίθουσα που πριν πολλά χρόνια, στο διάλειμμα από τα μαθήματα, στήναμε αυτοσχέδια «μουσική κομπανία» με τους μαθητές μου, με καβαλιέρο τον Γιώργο, τυφλό –«παλιοσειρά», όπως αυτοχαρακτηρίστηκε γελώντας.
«Και εγώ παλιοσειρά είμαι βρε Γιώργο!», του ψιθύρισα στο αυτί καθώς χορεύαμε. «Καθηγήτρια ήμουν, από το ’86 ως το ’95.»
Ο Γιώργος σταμάτησε απότομα το χορό, είπε δυνατά το όνομά μου –όπως χαρακτηριστικά κάνουν όσοι δεν βλέπουν- και ξαφνικά άκουσα γύρω μου φωνές και ένοιωσα να με αγκαλιάζουν τρεις κοπέλες. Πέταξα το μαύρο πανί από τα μάτια μου για να τις δω. Με δυσκολία τις αναγνώρισα. Είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ! Μιλούσαν με ενθουσιασμό, άρχισαν να μου λεν, χωρίς ανάσα τα νέα τους, μου έδειχναν με περηφάνια τα παιδιά τους, με τραβούσαν από δω και από κει για να βρούμε και άλλους «από τα παλιά». Ο ήχος της φωνής μου, παρ’ όλα τα 18 χρόνια που μεσολάβησαν, προσέλκυε ανθρώπους που καταλάβαιναν ποια είμαι –αυτή η αξιοθαύμαστη ικανότητα των τυφλών! Μαθητές μου που μεγάλωσαν, παλιοί συνάδερφοί μου! Σε μια παγωμένη, χειμωνιάτικη βραδιά, μια σταγόνα ζεστό μέλι κύλησε μέσα μου.
«Τι είναι για μένα φως»; Ένας άλλος χορός. Ο πιο όμορφος και συγκινητικός χορός της ζωής μου. Στα βήματά του με είχε συνοδέψει ο Πολύκαρπος, ένας τυφλός και κωφός, Επικοινωνούσε γράφοντας λέξεις με τα δάχτυλά του στην παλάμη του συνομιλητή του, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό αλφάβητο. «Άκουγε» βάζοντας το χέρι στο λαιμό όποιου μιλούσε. Ο Πολύκαρπος δούλευε στους αργαλειούς και έμενε στο οικοτροφείο. Ήταν το πιο ευγενικό και πρόσχαρο πλάσμα στη σχολή. Πεντακάθαρος, φρεσκοξυρισμένος, πειθαρχημένος, δημιουργικός, τα απογεύματα έκοβε βόλτες πάνω-κάτω στην αυλή, χάριζε αγκαλιές και χαμόγελα σε όλους και έδειχνε χαρούμενος από τη ζωή του.
Σε μια καλοκαιρινή σχολική εκδρομή γρήγορα άρχισαν τα τραγούδια και ο χορός με μουσικούς τα παιδιά και τους δασκάλους τους. Ο Πολύκαρπος έμενε χαμογελαστός και μόνος στην καρέκλα του –αμέτοχος.
Τον πλησίασα, χτύπησα με το χέρι μου στην πλάτη του το ρυθμό του βαλς που έπαιζε εκείνη την ώρα το ακορντεόν και, σαν να συνωμοτήσαμε, με φίλησε γελώντας, έκανε νεύμα με ενθουσιασμό δείχνοντάς μου ότι θέλει να σηκωθεί και ξεκινήσαμε έναν ανάλαφρο χορό, χωρίς να χάνουμε βήμα. Το διασκέδαζε ο Πολύκαρπος κι ας μην άκουγε τη μουσική. Χτυπούσα συνέχεια το ρυθμό στην πλάτη του και τα πόδια του πετούσαν. Μου έδειχνε τη χαρά του με γέλια και νοήματα –δεν ήθελε να κάτσει!
Ήταν ο πιο όμορφος και συγκινητικός χορός της ζωής μου. Ο χορός με έναν άνθρωπο που δεν έβλεπε και δεν άκουγε.
Αυτό είναι για μένα φως!
Χτες, στην …αλλιώτικη Χριστουγεννιάτικη γιορτή στη Σχολή Τυφλών έμαθα ότι ο Πολύκαρπος πέθανε πριν λίγα χρόνια.
Το φως του έλαμπε. Στροβιλίζονταν ανάμεσά μας.
Χαμογελούσε και μου θύμιζε πως η ζωή είναι ωραία! Φωτεινή!
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου