Συνέντευξη με τον Δημήτρη Ζήκο - ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η πλήρης ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ αποτελεί ένα ξεχωριστό μέτωπο, στον γενικότερο καταιγισμό εκποίησης δημόσιου πλούτου, δημόσιων αγαθών και επιχειρήσεων, καθώς ανακινεί ζητήματα οικονομικά, οικολογικά, πολιτισμικά, ποιότητας ζωής. Για όλα αυτά συζητήσαμε με τον Δημήτρη Ζήκο, ειδικό σε ζητήματα υδάτινων πόρων. Γεννημένος το 1974 στην Αθήνα, ο Δ. Ζήκος σπούδασε στατιστική στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, ενώ η διατριβή του, στο Πάντειο, μελετάει συγκριτικά τη διαχείριση του νερού στην Αθήνα, το Λονδίνο και τη Φραγκφούρτη. Από το 2006 ζει στη Γερμανία και σήμερα είναι λέκτορας και επιστημονικός συντονιστής ερευνητικών προγραμμάτων στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου. Η έρευνα και οι δημοσιεύσεις του εστιάζονται σε θέματα συνεργασίας και συγκρούσεων σχετικά με τους φυσικούς πόρους και ειδικότερα τα «κοινά».
Έχουμε ακούσει συχνά να γίνεται λόγος για την «υδατική κρίση». Ποια είναι η πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται μια τέτοια διατύπωση;
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει μια σπανιότητα του συγκεκριμένου πόρου, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να στερείται την πρόσβαση στο νερό. Βέβαια, αυτό αφορά κυρίως τις χώρες του «Τρίτου Κόσμου». Στην Ευρώπη είχε λυθεί σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον εδώ και μισό αιώνα, όσον αφορά την ποσότητα αλλά και την ποιότητα. Ωστόσο, και περιοχές της Ευρώπης συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα διαθεσιμότητας νερού. Τα αίτια δεν είναι τόσο φυσικά (λ.χ. η κλιματική αλλαγή), αλλά ανάγονται κυρίως στην αλλαγή οικονομικών δομών. Το βλέπουμε, πολύ έντονα, σε νοτιοευρωπαϊκές χώρες, και στην Ελλάδα, όπου παραδοσιακές καλλιέργειες υποκαταστάθηκαν με άλλες, πολύ πιο υδροβόρες. Το ίδιο ισχύει και με την κτηνοτροφία. Αλλά ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ο τουρισμός. Για παράδειγμα, ένα νησί 10.000 κατοίκων δέχεται 100.000 επισκέπτες το καλοκαίρι. Όχι μόνο όλοι αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται πολύ περισσότερο νερό, αλλά, κυρίως, το νησί χρειάζεται υποδομές για να εξυπηρετεί 100.000 επισκέπτες (δίκτυο, αποχέτευση, διαθεσιμότητα, επεξεργασία του νερού). Αυτό συνεπάγεται ένα τεράστιο οικονομικό κόστος για υποδομές αχρείαστες όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Έτσι, μεγάλο μέρος δημοτικών ή δημόσιων χρημάτων θα δοθεί για να φτιαχτούν υπόνομοι γι’ αυτά τα 10.000 άτομα, αντί να επενδυθεί σε σχολεία, κέντρα υγείας, εξορθολογισμένη γεωργία κ.ο.κ. Με δυο λόγια, κρίση υδατική υπάρχει, όμως είναι ανθρωπογενής, και όχι φυσική.
Και όσον αφορά τους «πολέμους για το νερό», κάτι που επίσης έχουμε ακούσει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια;
Ο δημόσιος λόγος σχετικά με τους πολέμους «του νερού» έχει αναπτυχθεί από τη δεκαετία του 1990 — και μάλιστα μαζί με τη ρητορική για τη σωστή τιμολόγηση του νερού, την ιδιωτικοποίηση, την απαξίωση δημόσιων επιχειρήσεων. Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, το Blue Gold, με βασική ιδέα ότι το νερό είναι το πετρέλαιο του μέλλοντος, για το οποίο θα γίνονται οι πόλεμοι, καθώς και σχετικές δηλώσεις του Κόφφι Ανάν, δημοσιεύματα των Νew York Times κ.ο.κ.
Μια σειρά έγκυρες μελέτες αμφισβητούν αυτό τον λόγο σε δύο επίπεδα. Πρώτον, το νερό είναι μεν στόχος, θύμα ή έπαθλο των συγκρούσεων –από αρχαιοτάτων χρόνων στη Μεσοποταμία μέχρι σήμερα– αλλά όχι η γενεσιουργός αιτία τους. Δεύτερον, σε πολλές περιπτώσεις το νερό, λόγω της σημασίας αλλά και του χαρακτήρα του (λ.χ. ένα ποτάμι που διασχίζει σύνορα) λειτουργεί ως παράγοντας ειρηνικής επίλυσης προβλημάτων. Οι πιο πετυχημένες συνομιλίες στη Μέση Ανατολή αφορούν τον διαμοιρασμό του νερού στον Ιορδάνη ποταμό, μεταξύ Ιορδανίας, Ισραήλ, Παλαιστίνης, Συρίας κ.ο.κ. Το πετρέλαιο, όσο πολύτιμο κι αν είναι, δεν το πίνεις. Αν στερήσεις το νερό από τον άλλο, τον καταδικάζεις σε θάνατο — κυριολεκτικά· και τον αγρότη επιπλέον και σε έμμεσο θάνατο· και αυτό, εν τέλει, παίζει σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις.
Στον αντίποδα ακριβώς των συνομιλιών αυτών, ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα είναι η Βολιβία: χύθηκε αίμα, σκοτώθηκαν άνθρωποι, είχαμε ουσιαστικά μια επανάσταση, επειδή το νερό ιδιωτικοποιήθηκε και χιλιάδες Βολιβιανοί έχασαν την πρόσβαση σ’ αυτό. Υπάρχει και μια ωραία σχετική ταινία, το Ακόμα και η βροχή, της Ιθιάρ Μπολάιν, που την προτείνω στους φοιτητές μου.
Η αναφορά στην υδατική κρίση συνδυάζεται συχνά με την ανάγκη ιδιωτικοποίησης του νερού, με το επιχείρημα λ.χ. ότι έτσι θα αυξηθεί η τιμή του (κάτι αναγκαίο για ένα είδος σε σπανιότητα), θα ορθολογικοποιηθεί η χρήση και η διαχείρισή του. Τι πιστεύεις;
Υπάρχει μια εγγενής ασυμβατότητα μεταξύ του πώς λειτουργεί μια ιδιωτική επιχείρηση και της ανάγκης προστασίας του πόρου. Μια εταιρεία, είτε περίπτερο είναι είτε εταιρεία υδάτων, έχει στόχο το κέρδος. Επομένως, επιδιώκει να πουλήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, οπότε σπαταλάει τον πόρο. Αν πάλι θέλει να έχει κέρδος χωρίς να πουλήσει περισσότερο, τότε πρέπει να μειώσει το κόστος: θα μειώσει το προσωπικό και τις επενδύσεις που χρειάζονται για να έχει υψηλή ποιότητα το νερό. Τέλος, μια ακόμα δυνατότητα κερδοφορίας είναι να αυξήσει την τιμή του.
Αυτά που λέγονται για την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΥΑΘ ακολουθούν μια λογική ξεπερασμένη στον ευρωπαϊκό χώρο, μια συζήτηση που γινόταν στην Αγγλία τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στην υπόλοιπη Ευρώπη στα τέλη του 1990. Αυτό που επιχειρείται σήμερα στην Ελλάδα δοκιμάστηκε σε χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και απέτυχε. Στην Ευρώπη τουλάχιστον το 70% των εταιρειών ύδρευσης είναι ή δημόσιες ή δημοτικές. Δεν ισχύει λοιπόν ότι είμαστε η «τελευταία σοβιετική δημοκρατία»…
Τι μας δείχνει, στο ζήτημα αυτό, η διεθνής εμπειρία;
Θα σταθώ σε δύο περιπτώσεις που μας προσφέρουν δύο διαφορετικές προοπτικές: το Παρίσι και το Βερολίνο. Στο Παρίσι, η Veolia και η Suez, δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως στη διαχείριση δικτύων ύδρευσης, ανέλαβαν τη διαχείριση του νερού το 1985. Το 2008, ο δήμος έλαβε, με μάλλον ψυχρά οικονομικά κριτήρια, την απόφαση να μην ανανεώσει τη σύμβαση και το 2010 δημιούργησε μια δημοτική εταιρεία. Η απόφαση δεν οφειλόταν σε πίεση των πολιτών ή σκάνδαλα, αλλά σε δύο μεγάλα προβλήματα. Πρώτον, δεν υπήρχε διαφάνεια στις αποφάσεις διαχείρισης του νερού, γιατί ο ιδιώτης δεν έχει καμιά υποχρέωση να ενημερώνει τον δήμο — και αυτό έχει σημασία σε έναν τόσο ευαίσθητο πόρο, όταν θέλεις λ.χ. να εφαρμόσεις πολιτικές προστασίας. Δεύτερον, ο δήμος πλήρωνε πολλά, χωρίς κανένα όφελος. Με τη νέα δημοτική επιχείρηση υπήρξε εξοικονόμηση 15% όσον αφορά τον πόρο, κέρδος από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας και ταυτόχρονα μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
Στο Βερολίνο το 1999 ιδιωτικοποιήθηκε μερικώς η επιχείρηση ύδρευσης. Την ανέλαβαν δύο μεγάλοι «παίκτες» στην αγορά του νερού, η Veolia και η RWE. Η συμφωνία προέβλεπε ότι για τέσσερα χρόνια δεν θα γίνονταν αυξήσεις. Μετά άρχισε μια ραγδαία αύξηση της τιμής του νερού, μειώθηκαν οι θέσεις εργασίας, στο πλαίσιο του «εξορθολογισμού» της εταιρείας. Σε μια δεκαετία οι δύο μεγάλοι παίκτες έκαναν απόσβεση, και ο δήμος, ενώ κέρδιζε πάνω από 100 εκατομμύρια το 1997, το 2002 έπρεπε να πληρώνει 10 εκατομμύρια. Το ενδιαφέρον, που έζησα από κοντά, είναι η συνέχεια. Το 2008 περίπου άρχισε η συλλογή υπογραφών για να γίνει δημοψήφισμα, με αίτημα να δημοσιοποιηθούν πλήρως οι λεπτομέρειες της συμφωνίας ιδιωτικοποίησης, που ήταν ασαφής. Ο δήμος ακολούθησε παρελκυστική πολιτική, λ.χ. δημοσιοποιώντας κάποια στοιχεία και τρενάροντας το δημοψήφισμα. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Πρώτα η RWE και μετά η Veolia, πριν ακόμα γίνει το δημοψήφισμα, ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν! Και έτσι αποφασίστηκε η επαναδημοτικοποίηση.
Είναι ειρωνικό ότι η τρόικα, με κυρίαρχη τη Γερμανία, πιέζει την Ελλάδα για ιδιωτικοποιήσεις, τη στιγμή που στην ίδια τη Γερμανία η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών ύδρευσης παραμένουν δημοτικές, ενώ ακόμα και οι λίγοι πειραματισμοί ιδιωτικοποίησης (με πιο σημαντικό το Βερολίνο) απέτυχαν και το νερό επανέρχεται σε δημόσιο έλεγχο.
Ωστόσο, στην Αγγλία παραμένει ιδιωτικοποιημένο…
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον: η Αγγλία είναι η μοναδική ευρωπαϊκή περίπτωση που προχώρησε σε πλήρη ιδιωτικοποίηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Έπειτα λοιπόν από μια εικοσαετία, από πλευράς παραγωγικότητας, με αυστηρά οικονομικά κριτήρια, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας (όπου η ύδρευση παραμένει στο δημόσιο), ενώ οι τιμές στη Σκωτία είναι πολύ χαμηλότερες. Η εμπειρία της Αγγλίας καταρρίπτει δύο μύθους. Ο πρώτος είναι ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός οδηγεί σε καλή ποιότητα, πτώση των τιμών κλπ. Δεν υπήρξε κανένας ανταγωνισμός, καθώς κάθε εταιρεία ανέλαβε μία περιοχή: το κρατικό μονοπώλιο έδωσε τη θέση του στο ιδιωτικό μονοπώλιο. Ο δεύτερος μύθος είναι ότι θα υπήρχε αυξανόμενη αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, λόγω της συρροής επενδυτών κλπ. Όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά, επιπλέον, λόγω κακής συντήρησης –όπως και με τα τρένα– αναγκάστηκε το δημόσιο να συνεισφέρει οικονομικά.
Ας προχωρήσουμε τώρα στην Ελλάδα και στα σχέδια της κυβέρνησης για την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ.
Από το 1999, το 40% της ΕΥΔΑΠ ανήκει σε ιδιώτες, ενώ η επιχείρηση λειτουργεί ήδη με ιδιωτικά κριτήρια επί της ουσίας. Ωστόσο, στην ΕΥΔΑΠ, σε αντίθεση με τη Γερμανία λ.χ., δεν υπήρχαν μεγάλοι διεθνείς παίκτες: οι μεγαλύτεροι μέτοχοι δεν κατείχαν πάνω από το 3% των μετοχών. Σήμερα, και η ΕΥΔΑΠ και η ΕΫΑΘ μπαίνουν σε μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης του πλειοψηφικού τους πακέτου και πλήρους απώλειας του δημόσιου ελέγχου. Θα ριψοκινδυνεύσω μια πρόβλεψη για το τι θα συμβεί, αν προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση.
Η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ θα πουληθούν πλέον σε «μεγάλους παίκτες». Θα έχουμε συνεχή αύξηση των τιμολογίων (με αιτιολογία την ανάγκη επενδύσεων, μείωσης της κατανάλωσης, αλλά και την ανάγκη κερδοφορίας μιας υγιούς επιχείρησης). Ταυτόχρονα, θα έχουμε υποβάθμιση της ποιότητας, γιατί, όπως έδειξε και το προηγούμενο της Αγγλίας, η συντήρηση των υποδομών –είτε μιλάμε για φράγματα είτε για δίκτυα, για καθαρισμό ή για απόβλητα–, ειδικά από τη στιγμή που δεν παράγουν άμεσα κέρδος, θα είναι πλημμελής. Θα υπάρχει αδιαφάνεια — εδώ αυτό συνέβη σε χώρες με πολύ μεγαλύτερη σχετική παράδοση όπως η Γερμανία… Και, τέλος, έπειτα από χρόνια, θα έχουμε επιστροφή των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων στο δημόσιο με πολύ υψηλότερο κόστος, και ενώ οι υποδομές τους θα έχουν υποβαθμιστεί αισθητά.
Δυο επισημάνσεις σχετικά με το κόστος. Η ΕΥΔΑΠ, όπως και η ΔΕΗ, έχει υποδομές, τις οποίες έφτιαχνε το δημόσιο εδώ και δεκαετίες: δίκτυο, φράγματα, εγκαταστάσεις καθαρισμού κλπ., ένα κόστος που έχουν πληρώσει πολλές γενιές, από την εποχή των παππούδων μας. Αυτό λοιπόν που λαμβάνει το δημόσιο σαν αντάλλαγμα πουλώντας την επιχείρηση δεν ανταποκρίνεται επ’ ουδενί στην πραγματική της αξία. Αν ανταποκρινόταν, κανείς ιδιώτης δεν θα δεχόταν να την αγοράσει.
Δεύτερον, αν μια εταιρεία φύγει νωρίτερα, υπάρχουν αυστηρές ρήτρες: ένα επιπλέον κόστος, που δεν υπολογίζουμε. Και ο δήμος του Παρισιού και η πόλη του Βερολίνου πλήρωσαν μεγάλα ποσά σε τέτοιες ρήτρες.
Ας φύγουμε από τον αστικό ιστό. Πάμε, κλείνοντας, στο νερό που χρησιμοποιείται στη γεωργία.
Το ακούμε συχνά, για όλη τη λεκάνη της Μεσογείου: το νερό για γεωργικές χρήσεις αποτελεί τη συντριπτική πλειονότητα του νερού που χρησιμοποιείται, άρα πρέπει να μειωθεί ο όγκος του.
Είναι μια πολύ στενή οπτική. Υπάρχει μια σοβαρή ιδιαιτερότητα, η οποία διαφεύγει: το νερό και η γεωργία, στη Μεσόγειο, σχετίζονται με μεγάλης σημασίας ζητήματα, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Αφενός, τα μεσογειακά οικοσυστήματα αλληλεπιδρούν άμεσα με τις μορφές γεωργίας που έχουν αναπτυχθεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, ακόμα και με την εντατικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών. Ποτίζοντας λοιπόν το χωράφι, δεν ξοδεύω νερό μόνο για να παράγω ντομάτες, αλλά συντηρώ και ένα από τα πιο πλούσια οικοσυστήματα του πλανήτη. Αφετέρου, σε όλη τη Μεσόγειο, η κοινωνία συνδέεται με τη γεωργία, που αλληλεπιδρά με τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Ας δούμε τις πεζούλες στα νησιά του Αιγαίου. Οι κάτοικοι έφτιαχναν πεζούλες για να έχουν αρόσιμη γη, η βλάστηση και οι πεζούλες συγκρατούσαν το νερό, οπότε βοηθούσαν και τον υπόγειο υδροφορέα, προστάτευαν το περιβάλλον από τη διάβρωση, και παράλληλα με αυτό το νερό συντηρούνταν οικοσυστήματα πολύτιμα — και έτσι σήμερα μπορείς να χτίσεις ωραία ξενοδοχεία! Αν δεν είχε γίνει αυτό εδώ και αιώνες, δεν θα υπήρχε χώμα να χτίσεις…
Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου