Το κείμενο που ακολουθεί είναι της κ. Αναστασίας Τσουκαλά, αναπλ. καθηγήτριας Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris 11 και αποτελεί την αφετηρία ενός διαλόγου που ανοίγει το tvxs.gr για τα θέματα εγκληματικότητας – μετανάστευσης - καταστολής.
Όπως πάντα, η επιβολή μιας νέας αντίληψης πραγμάτων βασίζεται στην καλλιέργεια μύθων εξουσίας. Μύθοι που συντηρούν στους εγχώριους πολιτικούς τη ψευδαίσθηση ότι κυβερνούν. Μύθοι που επιτρέπουν στους ίδιους πολιτικούς να διαπραγματεύονται τη ψήφο των πολιτών μέσα από την υπόσχεση ενός αποτελεσματικού ελέγχου της πραγματικότητας. Η απόσταση από τον μύθο ώς το ψέμμα, και από την έλλειψη γνώσης ή αυτογνωσίας ώς την έλλειψη ήθους, είναι δυσδιάκριτη και, σε τελευταία ανάλυση, δεν ενδιαφέρει ως τέτοια. Ενδιαφέρει μόνο ως προς τα αποτελέσματα που παράγει – γιατί αυτά σαρώνουν αμέτρητες ανθρώπινες ζωές.
Xαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής μυθοπλασίας είναι η επικοινωνιακή πολιτική του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Προκειμένου να καθησυχαστούν οι πολίτες, που βρίσκονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα της αυξανόμενης εγκληματικότητας, ο υπουργός προβαίνει στη λήψη θεαματικών μέτρων, των οποίων είναι αδύνατον να αγνοεί την αναποτελεσματικότητα, ανακοινώνει την υιοθέτηση άλλων μέτρων για την τήρηση της δημόσιας τάξης, και αποπειράται να αιτιολογήσει την ορθότητα των μέτρων αυτών επιβάλλοντας μια στρεβλή ανάγνωση της πραγματικότητας. Θα αποπειραθώ επομένως, με τη σειρά μου, να προτείνω μια άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας, που τη θεωρώ πλησιέστερη προς την αλήθεια.
Το ιδεολογικό πλαίσιο της νέας πολιτικής ασφάλειας
Ο υπουργός δηλώνει ότι «χωρίς ασφάλεια ούτε πραγματική ελευθερία υπάρχει ούτε Δημοκρατία». Το επιχείρημα αυτό, που αποτέλεσε την κύρια νομιμοποιητική βάση όλων των ελευθεροκτόνων δυτικών αντιτρομοκρατικών νομοθεσιών του 21ου αιώνα, είναι σήμερα παρωχημένο γιατί έχει αποδομηθεί πλήρως από τη διεθνή πανεπιστημιακή κοινότητα. Κατά την κρατούσα άποψη, σε μια ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία η ελευθερία είναι η προϋπόθεση της δημοκρατίας, είναι η μήτρα από την οποία απορρέουν όλα τα επιμέρους δικαιώματα των πολιτών, είναι το μη διαπραγματεύσιμο πλαίσιο το οποίο οφείλει να σεβαστεί η εκτελεστική εξουσία κατά τη χάραξη των πολιτικών εσωτερικής ασφάλειας. Η προστασία της ασφάλειας πρέπει να συνάδει με την ελευθερία των πολιτών – και όχι αντιστρόφως, όπως ισχυρίζεται ο υπουργός.
Η ελευθερία ούτε εξομοιούται με τα επιμέρους θεμελιώδη δικαιώματα, ούτε λειτουργεί συγκρουσιακά ως προς την ασφάλεια των πολιτών, όπως έχουν κατά καιρούς επικαλεστεί οι κυβερνήσεις που υιοθέτησαν ελευθεροκτόνα μέτρα εν ονόματι της προστασίας της ασφάλειας. Στην πραγματικότητα, η υιοθέτηση των μέτρων αυτών βασίστηκε σε μια αντιστροφή του ορισμού της ελευθερίας. Η ελευθερία έπαψε να ορίζεται θετικά, ως ελευθερία του σκέπτεσθαι και πράττειν εντός του πλαισίου της έννομης τάξης, για να συρρικνωθεί σε έναν αυθαίρετο, αρνητικό ορισμό, ως απελευθέρωση από τον φόβο, απελευθέρωση από την απειλή του εγκλήματος. Η διαφύλαξη αυτής της συρρικνωμένης ελευθερίας, στην οποία αναφέρεται ο υπουργός, όντως απαιτεί τον περιορισμό της θετικά ορισμένης ελευθερίας – πράγμα που, με τη σειρά του, συνεπάγεται όμως τον περιορισμό της δημοκρατίας.
Διαδηλώσεις
Ο υπουργός ανακοινώνει την επικείμενη ενίσχυση των μέτρων αστυνόμευσης των διαδηλώσεων και καταστολής των κουκουλοφόρων. Δεν θα αναρωτηθώ γιατί, δεδομένης της αποδεδειγμένης επικινδυνότητας της χρήσης ύδατος υπό πίεση ή πλαστικών σφαιρών, ο υπουργός αδιαφορεί για την ασφάλεια των πολιτών την οποία, σε άλλες δηλώσεις του, προασπίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα. Ούτε θα αναρωτηθώ για τη μόνιμη χρήση του επικοινωνιακά μονοδιάστατου πολιτικού όρου ‘κουκουλοφόρος’, που συγκαλύπτει την πληθώρα των πολιτικών ταυτοτήτων ή ακόμα και την απουσία πολιτικής ταυτότητας πολλών από τους κατά καιρούς συλληφθέντες κουκουλοφόρους, και παραγνωρίζει το γεγονός ότι, στις 12 Φεβρουαρίου 2012 παραδείγματος χάρη, οι περισσότεροι δράστες των επεισοδίων είχαν ακάλυπτα πρόσωπα. Θα υπενθυμίσω ωστόσο διακριτικά στον υπουργό ότι τα επεισόδια και η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων που σημάδεψαν την πολιτική διαμαρτυρία των τελευταίων ετών δεν ήταν απλώς επιβεβαίωση του ευρέως διαδεδομένου αξιώματος ότι ‘η έξαρση της οικονομικής κρίσης θα επιφέρει έξαρση των λαϊκών αγώνων και, κατ’ επέκταση, έξαρση της καταστολής’. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ πιο σύνθετη και μη δεκτική γραμμικών ερμηνειών. Οι πολύπλοκες, δαιδαλώδεις εκφάνσεις της έκφρασης της πολιτικής διαμαρτυρίας και του αστυνομικού ελέγχου τους, ιδίως στην Αθήνα, καθιστούν σαφές το γεγονός ότι, στις μέρες μας, η αποτελεσματική τήρηση της δημόσιας τάξης στις διαδηλώσεις δεν έχει άμεση σχέση με την ενίσχυση της καταστολής. Μόνο αδαείς ισχυρίζονται το αντίθετο ή, έστω, όσοι θεωρούν ότι απευθύνονται σε αδαείς. Συνεπώς, κάθε αίτημα περαιτέρω ενίσχυσης της καταστολής, ως η Αστυνομία να έχει πλέον εξαντλήσει τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για την αστυνόμευση των διαδηλώσεων, είναι επιεικώς απαράδεκτο.
Πάταξη των ρατσιστικών εγκλημάτων και των φαινομένων αυτοδικίας
Ο υπουργός δηλώνει την «απόλυτη αντίθεσή του» στα ρατσιστικά εγκλήματα και τη βούλησή του για την «απόλυτη πάταξη του φαινομένου». Ανακοινώνει μάλιστα τη σύσταση ειδικού τμήματος στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας για την καταγραφή και αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας. Θέση αξιέπαινη. Αλλά ουτοπική. Πώς είναι δυνατόν να προσδοκεί ο υπουργός αποτελεσματική πάταξη των ρατσιστικών εγκλημάτων και των φαινομένων αυτοδικίας όταν, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουμε για τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του προσωπικού της Αστυνομίας ασπάζεται την ίδια ιδεολογία με τους δράστες των ρατσιστικών εγκλημάτων; Πώς προτίθεται να αναγκάσει τους αστυνομικούς αυτούς να δράσουν εναντίον ομοϊδεατών τους; Πώς θα ελέγξει τις πράξεις και παραλείψεις εκείνες των αστυνομικών που, σύμφωνα με σωρεία καταγγελιών εκ μέρους των πολιτών, θέτουν στο απυρόβλητο τους δράστες ρατσιστικών εγκλημάτων; Όσο δεν ανακοινώνονται μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, το νεοσυσταθέν ειδικό τμήμα της Ασφάλειας θα βελτιώσει ενδεχομένως την καταγραφή της ρατσιστικής βίας χωρίς ουσιώδη όμως αντίκτυπο στην καταπολέμηση του προβλήματος.
Δημόσια τάξη
Ο υπουργός θέτει ως στόχο την προστασία της δημόσιας τάξης, υποσχόμενος την αποτελεσματική αστυνόμευση του δημόσιου χώρου. Δεν γνωρίζω αν η Αστυνομία είναι αντικειμενικά σε θέση να ελέγξει αποτελεσματικά τον δημόσιο χώρο. Η στάση όμως του προσωπικού της καθιστά σαφές ότι, στην καλύτερη περίπτωση, η προστασία της δημόσιας τάξης θα γίνει εις βάρος της προστασίας της έννομης τάξης. Στη χειρότερη περίπτωση, η αστυνόμευση θα μετατραπεί από μέσο σε αποκλειστικό στόχο της κυβερνητικής πολιτικής, υποκαθιστώντας την έννομη τάξη. Διότι η συστηματική και δημόσια προβαλλόμενη παραβίαση του όρκου υπακοής στο Σύνταγμα και τους νόμους από πολλούς αστυνομικούς που προσθέτουν ιδεολογικά φορτισμένα σύμβολα στη στολή τους ή στα υπηρεσιακά οχήματά τους παραπέμπει εξ ορισμού σε μια φρονηματικά καθορισμένη αστυνόμευση. Το ζήτημα δεν έγκειται απλώς στο αν ή όχι θα παταχθούν τα ρατσιστικά εγκλήματα, στο αν ή όχι θα διαπραχθούν αυθαιρεσίες και στο αν ή όχι θα τιμωρηθούν οι αυθαιρεσίες αυτές. Σήμερα, η αστυνόμευση του δημόσιου χώρου δεν υπακούει ούτε καν προσχηματικά στις πολιτικά ουδέτερες επιταγές της Πολιτείας. Η μέχρι πρότινος συγκυριακή, «μεμονωμένη» παραβίαση του κράτους δικαίου καθίσταται πλέον μόνιμη και συλλογική δήλωση περιφρόνησης προς το κράτος δικαίου. Όπως βέβαια γνωρίζει ο υπουργός, αυτοί οι επίορκοι αστυνομικοί, και η ηγεσία τους που ανέχεται τη δράση τους αρνούμενη παράλληλα τη σύσταση οιουδήποτε αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου της αυθαιρεσίας, υπονομεύουν βαθιά τη δημοκρατική έννομη τάξη δημιουργώντας μόνιμη και εκτεταμένη αταξία, ασυγκρίτως πιο επικίνδυνη από την αταξία των κακοποιών και των κουκουλοφόρων. Η τήρηση αυτής της κάποιας δημόσιας τάξης, την οποία επικαλείται ο υπουργός, ακούγεται ίσως καθησυχαστική, αλλά στην πραγματικότητα δεν προστατεύει τους πολίτες, πολλώ μάλλον το πολίτευμα.
Μετανάστευση
Χρησιμοποιώντας πολεμoχαρές λεξιλόγιο, όπου οι μετανάστες παρομοιάζονται με «εισβολείς» που έχουν «καταλάβει» τις ελληνικές πόλεις, ο υπουργός υπόσχεται τη «θωράκιση» και «στεγανοποίηση» των συνόρων για να πάψει η χώρα να είναι «ξέφραγο αμπέλι», και αποδίδει στους μετανάστες την έξαρση της εγκληματικότητας των τελευταίων ετών προκειμένου να αιτιολογήσει τις μαζικές συλλήψεις τους. Η δήλωσή του ότι «η μέχρι πρότινος κατάσταση της ελεύθερης ή σχεδόν ελεύθερης διακίνησης μέσω του Έβρου [...] δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει ανεκτή» συμπληρώνεται από την ανακοίνωση ότι οι παράνομοι μετανάστες «έχουν μετατραπεί, σε σημαντικό ποσοστό τους, σε όργανα συμμοριών και συμμετέχουν σε κάθε είδους παραβατικές πράξεις», και τεκμηριώνεται με την επίκληση σχετικών στατιστικών στοιχείων.
Παρακάμπτοντας την έκπληξη που προκαλεί ο υπουργός όταν ακυρώνει απαξιωτικά όλες τις επίπονες προσπάθειες των Ελλήνων συνοριοφυλάκων και της Frontex, που μέσα στο 2011 συνέλαβαν 54.974 παράτυπους μετανάστες στον Έβρο, θα σχολιάσω τη διατήρηση του μύθου της «στεγανοποίησης των συνόρων». Όχι για να πω το προφανές, ότι ο φράκτης δεν μπορεί να ανακόψει τα μεταναστευτικά ρεύματα γιατί απλώς θα τα εκτρέψει προς άλλα σημεία των συνόρων. Ούτε για να πω το εξίσου προφανές ότι δεν νοείται «στεγανοποίηση» των θαλάσσιων συνόρων της χώρας. Αλλά για να πω αυτό που δεν είναι δυνατόν να αγνοεί ο υπουργός : ότι, τις περισσότερες φορές, οι αλλοδαποί παραδίδονται εκούσια στους συνοριοφύλακες. Η εικόνα του συνοριοφύλακα-αμείλικτου διώκτη των αλλοδαπών σαγηνεύει ίσως τους ψηφοφόρους αλλά ανταποκρίνεται σε μια μικρή μειοψηφία περιστατικών.
Εξίσου μυθοπλαστική είναι η εικόνα της ‘εκκαθάρισης των πόλεων’ από τους παράτυπους μετανάστες, χάρη στην επιχείρηση Ξένιος Ζευς. Δεν θα προβώ σε ποσοτικές προσεγγίσεις του θέματος. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για συμβολικό μέτρο που θίγει ένα απειροελάχιστο ποσοστό του στοχοποιημένου πληθυσμού. Ούτε θα θίξω το θέμα από την πλευρά των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αρκούμαι να επισημάνω ότι, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι ασχολούνται με το ζήτημα, δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί είναι μη απελάσιμοι όσο εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης ασύλου που έχουν υποβάλλει, ενώ ένα μεγάλο μέρος των παράτυπων μεταναστών είναι επίσης μη απελάσιμο – ή καθίσταται απελάσιμο ύστερα από ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες. Είτε γιατί κατάγονται από χώρες όπου μαίνονται συρράξεις, είτε γιατί δικαιούνται να υποβάλλουν αίτηση ασύλου ακόμα και αν έχουν συλληφθεί, είτε γιατί δεν έχουν καθόλου χαρτιά, είτε γιατί δεν έχουμε διπλωματικές σχέσεις με τις χώρες καταγωγής τους, είτε γιατί οι χώρες καταγωγής τους δεν συνεργάζονται με τις ελληνικές αρχές, είτε για μια σειρά άλλων λόγων, η επικοινωνιακή εικόνα της ‘ταχείας απαλλαγής της χώρας από το μεταναστευτικό άχθος’ είναι πλήρως παραπλανητική. Δεδομένης δε της περιορισμένης χωρητικότητας των νυν και ενδεχόμενων μελλοντικών χώρων κράτησης, είναι προφανές ότι είναι παραπλανητική και η υπόσχεση της «ανάκτησης των πόλεων». Επειδή είναι τεχνικά αδύνατον να πλημμυρίσει η επικράτεια από κέντρα κράτησης, και επειδή η πιθανή απέλαση των εκάστοτε συλληφθέντων θα καθυστερεί πολύ από διάφορα νομικά κωλύματα, η πεπερασμένη χωρητικότητα των κέντρων αυτών θα καθορίζει την εξέλιξη της επιχείρησης Ξένιος Ζευς. Συνεπώς, η επιχείρηση αυτή θα αναστέλλεται και θα επανεκκινεί επ’ αόριστον με το ίδιο όνομα, ή ίσως με την εναλλακτική ονομασία Παναγία Ελεούσα – για να τιμηθεί με ανάλογο τρόπο και η ελληνορθόδοξη παράδοση του ελληνισμού – ως συμβολική υπόμνηση της παρουσίας του κράτους.
Αυτή η φαινομενικά εξορθολογισμένη αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος εκπλήσσει επίσης με την εμμονή της στην ανορθολογική, αντιεπιστημονική ταύτιση της εγκληματικότητας με τη μετανάστευση. Το ζήτημα της στατιστικής απεικόνισης της εγκληματικότητας των αλλοδαπών είναι πολύ σύνθετο και τεχνικό για να αναφερθεί εδώ διεξοδικά. Θα αρκεστώ στην παρατήρηση ότι, δεδομένης της βεβαιότητας με την οποία ανακοινώνεται η ταύτιση των αλλοδαπών με την εγκληματικότητα, δεν μπορώ παρά να υποθέσω ότι οι συνεργάτες του υπουργού προσφεύγουν σε μάντεις ή χαρτορίχτρες. Διότι, βάσει των στατιστικών της ΕΛ.ΑΣ, τα ποσοστά εξιχνίασης των εγκλημάτων κατά της περιουσίας, παραδείγματος χάρη, είναι τόσο χαμηλά που είναι απλοϊκά δημαγωγικό, αν όχι φαιδρό, το να αποπειραθεί κανείς να εξάγει γενικά συμπεράσματα. Π.χ. από τις 96.925 κλοπές και διαρρήξεις που τελέστηκαν το 2011 στην επικράτεια εξιχνιάστηκαν οι 16.714 (17,2%). Στις εξιχνιασθείσες περιπτώσεις εμπλέκονται 7.310 αλλοδαποί και 9.397 ημεδαποί δράστες. Στο 82,8% όμως των ανεξιχνίαστων περιπτώσεων, ποιοί εμπλέκονται; 'Αγνωστον. Σε εγκλήματα με υψηλά ποσοστά εξιχνίασης, όπως είναι οι παραβιάσεις του νόμου περί ναρκωτικών ή περί όπλων, το 2011 οι ημεδαποί δράστες είναι υπερδιπλάσιοι των αλλοδαπών. Σε ορισμένα εγκλήματα (π.χ. ανθρωποκτονίες) η συμμετοχή των αλλοδαπών είναι υψηλή, ενώ σε άλλα (π.χ. απάτες) είναι ήσσονος σημασίας. Κοινώς, η πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη και αδιαφανής που η ταύτιση της εγκληματικότητας με τους αλλοδαπούς είναι πρωτίστως δηλωτική των πολιτικών πεποιθήσεων αυτών που την κάνουν και όχι μιας εκλογικευμένης αξιολόγησης των παραμέτρων του ζητήματος.
Ο υπουργός αποσιωπά το αυτονόητο, ότι η οικονομική κρίση προκαλεί φτώχεια που γεννά εγκληματικότητα, και καθιστά αποδιοπομπαίους τράγους τους υπεράριθμους πλέον διεκδικητές ενός λαθραίου έστω μεριδίου σε μια καταρρέουσα αγορά εργασίας. Η καταχρηστική αυτή απόδοση της εγκληματικότητας στους αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με τις εμπρηστικές υπουργικές δηλώσεις ότι «η χώρα χάνεται», ότι οι πόλεις μας πρέπει «να ανακαταληφθούν», και ότι «η μετανάστευση αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χώρα και από το οικονομικό», υπερβαίνει τις συνήθεις δημαγωγικές προσπάθειες απομάκρυνσης της κοινής γνώμης από τα οξύτατα προβλήματα που θέτει η διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Σε μια χώρα που μετράει ολοένα και περισσότερους νεκρούς και τραυματίες, θύματα συνήθως ανεξιχνίαστων ρατσιστικών επιθέσεων, το πολιτικό αυτό επικοινωνιακό παιγνίδι εγείρει ένα εμφανές θέμα ηθικής αυτουργίας. Όχι απαραίτητα σύμφωνα με τους όρους του θετικού δικαίου. Αλλά σύμφωνα με τους όρους του άγραφου ηθικού νόμου που μας διέπει, και τον οποίον επικαλούμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου