Γράφει σε ένα σχόλιο στην προηγούμενη ανάρτηση η Μαίρη:
“Το διάβασα το Ζουμί απνευστί. Με έκανες να σκεφτώ διάφορα. Κυρίως: μπορεί στ’ αλήθεια να είναι τόσο απλή η λύση; Και, αν ναι, είναι εφικτή και αποτελεσματική αυτή η λύση; Μήπως η κοινωνία μας έχει γίνει πολύπλοκη; Ο θυμός, το πάθος και η αγάπη του αφηγητή/πρωταγωνιστή σου με συνεπήραν, αλλά… δεν ξέρω…. μου είναι δύσκολο να πιστέψω…”
Με προκάλεσε αυτό το σχόλιο κι είπα να γράψω εδώ την προσωπική μου εμπειρία. Μέχρι πριν από δύο χρόνια που ζούσα κι εγώ μια εντελώς αστική καθημερινότητα, πράγματι ένιωθα σαν τη Μαίρη. Δεν μπορούσα ούτε να το διανοηθώ ότι η λύση υπάρχει, ότι είναι τόσο απλή και ότι είναι βεβαίως εφικτή και αποτελεσματική.
Όταν πήρα την απόφαση να ζήσω σε ένα χωριό και διάλεξα την Βολισσό της Χίου, ήταν χειμώνας. Δύσκολη απόφαση σε δύσκολη εποχή, μα ένιωθα ότι δεν πάει άλλο. Το ένστικτό μου είχε επαναστατήσει και με καθοδηγούσε δίχως να μπορώ να του αντισταθώ. Από τις πρώτες κιόλας μέρες μου εδώ, γνώρισα τον άνθρωπο που αποτέλεσε την έμπνευση για να φτιάξω τον μυθιστορηματικό Παναγή. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Παναγή και η ζωή του είναι πάνω κάτω όπως αυτή που περιγράφεται στο βιβλίο. Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, μπορώ να πω πλέον με απόλυτη βεβαιότητα, ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, ο οποίος κάθε πρωί, με την αυγή, που τον συναντώ (αφού έχει το μούρκι του κοντά στο δικό μου), είναι ευτυχισμένος. Δυο χρόνια τώρα, δεν τον έχω δει ποτέ να μην είναι χαρούμενος, να μη γελάει τρανταχτά και να μην έχει όρεξη να πιάσει τη μέρα από τα κέρατα, να ζήσει τη ζωή με όλα τα κουράγια του. Επίσης, με την ίδια βεβαιότητα μπορώ να πω ότι είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, κι ας έχω συναναστραφεί με τόσους οικονομικά επιφανείς ανθρώπους κατά το αστικό μου παρελθόν, κι ας είναι αυτός μόνο ένας χωρικός με ζώα, δέντρα και φυτά. Αυτός ο άνθρωπος δίνει συνεχώς στον καθένα που θα βρεθεί κοντά του. Δίνει διότι απλά μπορεί να δώσει. Δίνει διότι έχει, και διότι ξέρει τον τρόπο για να έχει πάντα. Δίνει διότι του αρέσει να θρέφει τους ανθρώπους και να θρέφεται από τον καλό τους λόγο και από τον τρόπο που τον κοιτάνε όταν τους δίνει. Είναι ο άνθρωπος που δουλεύει στα ζώα και στη γη για να υπάρχει, που συμβιώνει με τη φύση γιαι να είναι ευτυχισμένος, και κατόπιν δουλεύει κάποιες ώρες ως μαγαζάτορας, εντός του οικονομικού συστήματος, για να βγάζει λεφτά και να ταϊζει το Κράτος, όπως λέει γελώντας και πάλι.
Αυτά τα δυο χρόνια που ζω κι εγώ έχοντας ως βασική μου ασχολία την καλλιέργεια της γης, που είμαι πλέον ικανός να παράγω την τροφή μου και την τροφή όποιου φίλου περάσει από το μούρκι μου, που αναπαράγω τους δικούς μου σπόρους και έχω πλέον συνηθίσει τις γεύσεις που έχουν χαθεί στις πόλεις, που δεν μπαίνω πια σε σούπερ μάρκετ για να αγοράσω το συσκευασμένο φαγητό μου, που τρέφομαι ανάλογα με την εποχή και την παραγωγή, που έχω πλέον συνηθίσει να ξυπνώ με τα πουλιά και να ζω με τα φυτά, που κάθε αυγή μπαίνω στον μπαξέ και βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου την μοναδική έννοια της ανάπτυξης που υφίσταται στη φύση, το πόσο δηλαδή μεγάλωσαν τα κολοκύθια και τα ξυλάγγουρα, το πόσο κοκκίνισαν οι ντομάτες, τώρα πλέον κατάλαβα ότι αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα, η μόνη αλήθεια. Ότι αυτός είναι ο μοναδικός πλούτος κι αυτή μόνο είναι η ζωή. Διότι αυτή είναι η απλή οδός προς την ευτυχία.
Το να νιώθεις ότι η πολύπλοκη κοινωνία των ανθρώπων δεν σε αφορά στην καθημερινότητά σου, το να κατανοείς ότι όσα κι αν σπούδασες στα πανεπιστήμια, δεν έμαθες εν τέλει τίποτα για τα βασικά και τα σπουδαία, το να γίνεσαι συνεχώς μάρτυρας του θαύματος της ζωής, αφού από ένα τόσο δα σποράκι που φυτεύεις με τα χέρια σου, θα τραφείς και θα χαρίσεις τροφή και σε άλλους, το να βιώνεις κάθε μέρα την χαρά και τη ζωή των άλλων πλασμάτων που ζουν γύρω σου αδιαφορώντας επιδεικτικά για την πλάνη της ανθρώπινης κοινωνίας, το να θωρείς κάθε τόσο τον θάνατο και την ανάσταση της φύσης, όλα αυτά σε κάνουν να ρουφάς τη ζωή και να νιώθεις την κάθε σου ανάσα, να νιώθεις αυτάρκης και δυνατός, να κατανοείς την μόνη απόλυτη αλήθεια που δεν είναι άλλη από την Οικονομία της Φύσης και να γελάς με την σοβαροφάνεια των νόμων της ανθρώπινης κοινωνίας και των όρων της οικονομίας του χρήματος, να λυπάσαι τους θλιβερούς πολιτικάντηδες και κάθε λογής παράγοντες, που ζουν σφιγμένοι μέσα σε κοστούμια, φυλακισμένοι εντός αποστειρωμένων γραφείων και βαυκαλίζονται νομίζοντας πως κάνουν κάτι σπουδαίο και έχοντας λησμονήσει παντελώς τον επερχόμενο Θάνατο. Να λυπάσαι για την κατάντια του ανθρώπου, που αν και ανέπτυξε επιστήμες και τεχνολογίες, όχι μόνο δεν κατάφερε να ευτυχίσει, αλλά βρέθηκε εν τέλει δυστυχής, να κυνηγάει μια συνεχή ανάπτυξη, έχοντας ξεχάσει παντελώς πως κάθε άνοιξη θρέφει μέσα της ένα φθινόπωρο και κάθε φθινόπωρο εγκυμονεί μιαν άνοιξη.
Ναι, Μαίρη. Η λύση είναι απλή, όπως κάθε λύση τελικά είναι απλή. Διότι για ζωή γεννηθήκαμε. Όχι για οικονομία. Παρόλα αυτά, φτιάξαμε ένα σύστημα που κινείται σε ένα επίπεδο παράλληλο με την ζωή. Μεταπηδήσαμε από τη ζωή και μπήκαμε στο άλλο επίπεδο. Από ανθρώπινα όντα γεμάτα ζωντάνια, γίναμε ειδικότητες και επαγγελματίες. Στεγνώσαμε. Γίναμε καταναλωτές, αριθμοί φορολογικού μητρώου, νούμερα τηλεφώνου και διεύθυνσης.
Και όταν έρθει η ώρα σου να βγεις από το σύστημα και να μεταπηδήσεις ξανά στη ζωή, έχεις αρχικά την εντύπωση ότι πέθανες. Ότι αυτό ακριβώς είναι ο θάνατος. Η μετάβαση από την καταπιεστική και ψεύτικη οικονομία του χρήματος, στην πραγματική ζωή και την ευτυχία. Κάτι τέτοιο πρέπει να ελπίζουν κι αυτοί που αυτοκτονούν για να αλλάξουν επίπεδο και να γλυτώσουν από το σύστημα. Την πραγματική ζωή ψάχνουν κι αυτοί αλλά με άλλον τρόπο. Γυρνώντας όμως στην φύση και στα βασικά, στα πρωτογενή που έθρεψαν τον άνθρωπο για χιλιάδες χρόνια, απελευθερώνεσαι και νιώθεις πως πέθανες ως καταναλωτής, ως αριθμός. Νιώθεις πως είσαι σε μιαν άλλη διάσταση. Κάπου αλλού. Και βλέπεις την προηγούμενη ζωή σου από ξέμακρα. Κατανοείς το ψέμα της, νιώθεις την παρούσα αλήθεια και παύεις να φοβάσαι τον φυσικό σου Θάνατο. Διότι από τη μια ζεις χορταστικά κι από την άλλη βλέπεις κάθε τόσο μπροστά σου τη φύση να τον κατατροπώνει.
Προσωπικά δεν μπορώ πλέον να ξυπνήσω ούτε ένα πρωινό μακριά από το χωράφι και τα φυτά μου. Ό,τι και να δω, σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου κι αν βρεθώ, δεν είναι ικανό να συγκριθεί με τη λαχτάρα για ζωή που μου προσφέρει μια ανθισμένη στο πρωινό αγιάζι κολοκυθιά. Τα φυτά κάθε πρωί πεθαίνουν για ζωή. Το ίδιο και ο άνθρωπος. Αντιθέτως, ο καταναλωτής ζει για τον Θάνατο.
Αν δεν το ζήσεις, δεν το πιστεύεις Μαίρη, πράγματι. Έχεις απόλυτο δίκιο να αναρωτιέσαι..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου