Μεγάλη κακία. Έτσι μου είπε ένας χωριανός που συνάντησα
στην πρωινή μου βόλτα. Έκανε μισή ώρα στάση εργασίας η βροχή και
ξεμυτίσαμε όλοι να δούμε τις ζημιές μετά το χτεσινοβραδινό ταραχτικό
χαλάζι.
Χτες, μου λέει, ήρθανε κάτι παιδιά εδώ και τον είδανε και τα ‘κοψε κρύος ιδρώτας, μεγάλη κακία. Τώρα είναι ήρεμος σχετικά.
Σαν έφυγε ο πρωινός περιπατητής, έκατσα κάτω, στην υγρή αμμουδιά κι έγινα ένα με τη βουή της θάλασσας που κάλυπτε τα πάντα.
Τι να σου πούνε και πως να σε φοβερίσουνε τα ανθρωπάρια που συνεδριάζουνε μέσα σε αποστειρωμένα γραφεία για το μέλλον μας;
Παράλληλη ζωή ζούνε και θα πεθάνουνε τα άμοιρα δίχως να χουνε
νιώσει τίποτα παρά μόνο την αχαριστία τους. Έχουνε ταυτίσει τη ζωή με
την οικονομία οι δύσμοιροι, οι ποταποί. Και φοράνε γραβάτες για να τους
σέρνει η οικονομία από το λαιμό, οι υπόδουλοι.
Την περίοδο της Κατοχής, κάτι τέτοιοι πηγαίνανε στα χωριά και
ξεπουλούσανε τα κοστουμια τους για να πάρουνε μια οκά λάδι ή λίγες
πατάτες. Και οι χωρικοί δένανε τη μια γραβάτα με την άλλη, τις κάνανε
μακρύ σκοινί και καπιστρώνανε τις κατσίκες.
Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η εκδίκηση της ζωής έναντι της οικονομίας.
Γιάννης Μακριδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου